Η επίσκεψη στην Αθήνα και τα στρατηγικά διλήμματα της Τουρκίας
«Μεγάλης σημασίας» χαρακτηρίζει ο τουρκικός Τύπος την επίσκεψη Έρντογαν στην Αθήνα, ενώ κάποιοι σχολιαστές προχωρούν παραπέρα ονομάζοντάς την «ιστορική». Κοινή εκτίμηση είναι πως η σημασία της επίσκεψης είναι καθαρά ψυχολογική. Καμμία από τη σειρά συμφωνιών που υπογράφησαν στην Αθήνα δεν είναι καθοριστικής σημασίας από πλευράς ουσίας, επισημαίνουν. Ωστόσο, αποτελούν σημαντικό βήμα στην προσπάθεια το υπάρχον κλίμα ανταγωνισμού και καχυποψίας μεταξύ των δύο χωρών να δώσει τη θέση του σε ένα κλίμα «στρατηγικής συνεργασίας».
Η Ελλάδα έχει πάψει εδώ και πολλά χρόνια (από το 2002 και την αναρρίχηση στην εξουσία της πρώτης κυβέρνησης Έρντογαν) να αποτελεί προτεραιότητα στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Παρά το γεγονός, που επισημαίνουν πολλοί αναλυτές και διεθνολόγοι της χώρας, οι τουρκικές εφημερίδες έδωσαν μεγάλη έκταση στη διήμερη επίσκεψη της πολυμελούς τουρκικής αντιπροσωπείας. Μόνο και μόνο από το μέγεθος της αποστολής, που περιέλαβε δέκα υπουργούς, εκατό περίπου επιχειρηματίες και συνολικά 320 άτομα, καταδεικνύεται η σημασία που απέδοσε η κυβέρνηση Έρντογαν στο «ελληνικό άνοιγμα» των ημερών.
Καθόσον όμως η Ελλάδα, όπως προαναφέρθηκε, δε γίνεται πια αισθητή ως «κίνδυνος» για την Τουρκία και συνεπώς δεν αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα, σε τι οφείλεται η σημασία της αποστολής, αλλά και του όλου διαλόγου των ημερών για τα ελληνοτουρκικά, την ελληνική οικονομική κατάρρευση και την «τόσο κοντινή αλλά τόσο άγνωστη» γείτονα Ελλάδα;
Η απάντηση των αναλυτών των τουρκικών εφημερίδων, αλλά και των διεθνολόγων και διπλωματών της Τουρκίας οι συνεντεύξεις των οποίων τις γεμίζουν, είναι η ίδια: η Ελλάδα είναι σημαντική όχι per se, αλλά αποτελεί τη χώρα που κρατά τα κλειδιά των σχέσεων με την ΕΕ και τη Δύση γενικότερα. Η Ελλάδα, «η χώρα της ΕΕ που πολιτιστικά βρίσκεται πιο κοντά μας», όπως επαναλαμβάνεται συνεχώς στον τουρκικό Τύπο των ημερών, δεν γίνεται απλώς αντιληπτή ως η γέφυρα – από κάθε άποψη – προς την Ευρώπη. Η επιτυχία ή μη της ΕΕ στην αντιμετώπιση της κρίσης θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για την επανεκτίμηση, από τους κύκλους εκείνους που διαμορφώνουν την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, της διεθνούς σημασίας και της «βιωσιμότητας» της ΕΕ. Πάνω στην κρίση αυτή θα βασισθεί και το κατά πόσον «η πλήρης ένταξη στην ΕΕ» θα εξακολουθήσει να αποτελεί το βασικό στρατηγικό στόχο της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας.
Αν και όλα τα μεγαλύτερα έντυπα της χώρας αφιέρωσαν κάποια έκταση στις διμερείς συμφωνίες που υπεγράφησαν, πολύ περισσότερος χώρος αφιερώθηκε στις δυνατότητες αύξησης των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών, αλλά και στις ευκαιρίες που παρουσιάζονται στην Ελλάδα για τις τουρκικές επιχειρήσεις. Αυτό δε θα πρέπει να προκαλεί απορία, καθώς στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια τα πάντα συζητούνται με όρους οικονομικούς. Η «καλλιέργεια σχέσεων οικονομικής αλληλεξάρτησης» και «σχέσεων στρατηγικού εταίρου» αποτελούν έναν από τους πυλώνες της νέας εξωτερικής πολιτικής της «Σχολής Νταβούτογλου». Η μεγιστοποίηση του αμοιβαίου οικονομικού συμφέροντος συμβάλλει τα μέγιστα στην εγκαθίδρυση «σχέσεων μηδενικών προβλημάτων» με τις όμορες χώρες, υποβαθμίζοντας πολιτικές και άλλες διαφορές που στο παρελθόν έμοιαζαν αξεπέραστες ή μεγίστης βαρύτητας.
Έτσι, παραθέτοντας τη σειρά συμφωνιών οικονομικού και άλλου ενδιαφέροντος, ο τουρκικός Τύπος σημειώνει πως στην Αθήνα πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του διημέρου «πάνω από 250 επαγγελματικές συναντήσεις επιχειρηματιών». Παράλληλα, αναφέρει και τις επιχειρήσεις που ετοιμάζονται να ανοίξουν παραρτήματα στην Ελλάδα. Σε πρώτο βαθμό, βλέπουμε αυτές να είναι γνωστές αλυσίδες εστιατορίων και καφέ της Πόλης, που είναι αποφασισμένες, σύμφωνα με τις δηλώσεις των ιδιοκτητών τους, να χρησιμοποιήσουν την ελληνική αγορά για να εξαπλωθούν στην Ευρώπη.
Ο Τύπος επισημαίνει πως η δυνατότητα συνεταιρισμού με ελληνικές επιχειρήσεις παραμένουν περιορισμένες, καθώς η Ελλάδα δε διαθέτει ούτε βιομηχανία, ούτε αξιόλογη βιοτεχνία ούτε πλουτοπαραγωγικές πηγές. Το ύψος των διμερών εμπορικών συναλλαγών μειώθηκε, λόγω της κρίσης, από 3.58 δις δολλάρια το 2008 σε 2.76 δις το 2009, σημειώνει ο τουρκικός Τύπος.
Ο τελευταίος εστιάζει στις δυσκολίες γραφειοκρατικής φύσεως δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι Τούρκοι επιχειρηματίες στην προσπάθειά τους να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα, και κυρίως στο ζήτημα της βίζας. Η κυβέρνηση Έρντογαν συνήψε συμφωνίες στενής συνεργασίας με σειρά γειτονικών χωρών τα τελευταία χρόνια, τμήμα των οποίων ήταν η αμοιβαία κατάργηση της βίζας για τους υπηκόων των συμβαλλομένων χωρών. Έτσι, η βίζα έπαυσε να απαιτείται για τις επισκέψεις Τούρκων στη Συρία, το Ιράκ, το Λίβανο και πρόσφατα τη Ρωσία, και αντίστοιχα για τους υπηκόους αυτών των χωρών. Καθώς όμως η Ελλάδα δεσμεύεται από τη Συνθήκη του Σένγκεν και δεν μπορεί να συνομολογήσει απαλλαγή για τους Τούρκους επισκέπτες, παρότι οι ελληνικές αρχές θα το επιθυμούσαν διακαώς.
Έτσι, η Τουρκία αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην κατάργηση της απαίτησης για βίζα στα διαβατήρια των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και στη δέσμευση του Παπανδρέου ότι θα προωθήσει τη διευκόλυνση για την κατάργηση της απαίτησης βίζας για μονοήμερες επισκέψεις Τούρκων επισκεπτών στα ελληνικά νησιά. Παράλληλα, σημαντική στήριξη έχει στη χώρα η δήλωση του Έρντογαν πως η Τουρκία, ως χώρα υποψήφιο μέλος της Ένωσης, θα έπρεπε να ενταχθεί και αυτή στη Συνθήκη του Σένγκεν.
Πολλές εφημερίδες σημειώνουν πως ο Έρντογαν αποτέλεσε και τον πρώτο πρωθυπουργό που επισκέφθηκε επίσημα την Ελλάδα μετά την κορύφωση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Οι περισσότεροι σχολιαστές τονίζουν πως, για σειρά λόγων, οι τουρκικές επιχειρήσεις και ο ιδιωτικός τομέας της χώρας πρέπει να σπεύσουν να συνδράμουν τη χειμαζόμενη από την οικονομική κρίση Ελλάδα. «Όπως οι Έλληνες τσακίστηκαν να μας συνδράμουν με το σεισμό του 1999, έτσι πρέπει και εμείς τώρα να ανταποδώσουμε βοηθώντας τους να ξεπεράσουν την κρίση» γράφουν πολλοί αναλυτές. Σημειώνουν ότι οι Τούρκοι διαθέτουν την απαραίτητη τεχνογνωσία, καθώς ξεπέρασαν την τελευταία και οξύτατη κρίση του 2000-2001. Πρόκειται δηλαδή για ανθρωπιστικό και ηθικό χρέος προς την Ελλάδα.
Παράλληλα, πολλοί αναλυτές επισημαίνουν πως η Τουρκία και για πρακτικούς λόγους δεν έχει την πολυτέλεια να αδιαφορήσει την ώρα που η πιο κοντινή της ευρωπαϊκή χώρα δεινοπαθεί: η κρίση μπορεί να εξαπλωθεί και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενδεχόμενο που θα επηρέαζε καταστροφικά την Τουρκία. Σε μία περίπτωση γενικευμένης ευρωπαϊκής κρίσης, τα τουρκικά προϊόντα θα στερούνταν μεγάλο μέρος των αγορών προορισμού τους. Οι αναλυτές επισημαίνουν – και ενίοτε προειδοποιούν, ανήσυχοι ίσως από κάποια κακεντρεχή σχόλια αναγνωστών σε ιστοσελίδες – πως η βοήθεια προς την Ελλάδα και η παροχή συμβουλών δε γίνεται με πατερναλιστικό χαρακτήρα, αλλά με την ιδιοτέλεια κάποιου που «έχει περάσει τα ίδια και χειρότερα και ελπίζει να μην τα ζήσει».
Ο Τύπος τονίζει πως παρά την υποβαθμισμένη πολιτική σημασία που η Ελλάδα έχει πια στο στερέωμα της τουρκικής διπλωματίας, προωθείται για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων το ίδιο μοντέλο του «Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας» που εγκαθιδρύθηκε με χώρες όπως το Ιράκ και τη Συρία, που είναι οικονομικά και πολιτικά πολύ πιο «ευαίσθητες» στη νέα τουρκική εξωτερική πολιτική. Παρόμοιο σύστημα σχεδιάζεται να εφαρμοσθεί και για τις ρωσοτουρκικές σχέσεις, όπως ανακοίνωσαν στον τύπο εκπρόσωποι του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών.
Γίνεται γενικά λόγος για «θερμό κλίμα» και «επιβεβαίωση των αμφιμερώς καλών προθέσεων» στην Αθήνα. Πολλοί Τούρκοι διεθνολόγοι σημειώνουν πως η αποστολή στην Αθήνα έλαβε χώρα σε μία εποχή που γίνεται συχνά λόγος στο δυτικό τύπο περί «αλλαγής άξονα» στην τουρκική εξωτερική πολιτική, με πολλούς δυρικούς παρατηρητές να εικάζουν πως το κέντρο βάρους της μετατοπίσθηκε από τη Δύση στη Μέση Ανατολή. Η επίσκεψη μιας αποστολής στην Ελλάδα σε τόσο υψηλό κυβερνητικό επίπεδο και η προσπάθεια να διαμορφωθεί μία υπεύθυνη πολιτική αρωγής της «υπό κρίση γείτονα» ερμηνεύεται από πολλούς παρατηρητές ως επιβεβαίωση του πρωταρχικού ενδιαφέροντος της κυβέρνησης για την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας και την ανάληψη σημαντικού ρόλου και εντός του δυτικού στρατοπέδου.
Η επίσκεψη καταδεικνύει, υποστηρίζουν, πως η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Έρντογαν είναι πολύ πιο πολυδιάστατη από όσο γίνεται ενδεχομένως αντιληπτό στο εξωτερικό. Παράλληλα, η εικόνα μιας Τουρκίας που όχι μόνο επιθυμεί και προσπαθεί να γεφυρώσει τις όποιες διαφορές της με μία Ευρωπαία γείτονα, αλλά ψάχνει και τρόπους να τη βοηθήσει να ορθοποδήσει οικονομικά, «ανεβάζει τις μετοχές» της χώρας έναντι της ΕΕ, πιστεύουν οι ίδιοι ειδήμονες.
Όμως η οικονομική καταβαράθρωση της Ελλάδας προκαλεί λύπη και νευρικότητα στην Άγκυρα, καθώς αποδεικνύεται για μία ακόμη φορά η αδυναμία της ΕΕ να δράσει γρήγορα και αποτελεσματικά. Οι εικόνες του κοινωνικού χάους στην Αθήνα πανικόβαλαν κάποιους παρατηρητές, που φοβούνται μήπως αυτή απλωθεί στην Ευρώπη, και ενδεχομένως στην ίδια την Τουρκία. Γενική είναι η διαπίστωση πως η δημοσιονομική κρίση που κινδυνεύει να φέρει τα πάνω κάτω σε πολλές χώρες μέλη της Ένωσης αποτελεί τη σημαντικότερη δοκιμασία που η Ενωμένη Ευρώπη καλείται να αντιμετωπίσει από την ίδρυση της ΕΟΚ. Κάποιοι φθάνουν στο σημείο να εκφράζουν ανησυχίες μήπως τελικά δε θα υφίσταται στο μέλλον Ένωση για να ενταχθεί η Τουρκία. Μια τέτοια πιθανότητα θα αποβεί καταστροφική για την πολιτική και την ψυχολογία της χώρας, εκτιμούν.
Μεγάλο μέρος του τύπου, αν και δεν παραλείπει να στηλιτεύσει την οκνηρία και τη διαφθορά των Ελλήνων, εξαπολύει τα βέλη του κατά της Γερμανίας που «δεν άφησε την ΕΕ να δράσει νωρίτερα και άφησε την Ελλάδα να φθάσει σε αυτό το σημείο». Κάποιοι πάλι υπενθυμίζουν πως η Ρωσία αντικατέστησε τη Γερμανία, από το 2008, ως πρώτος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας. Δεν είναι λίγοι όσοι ισχυρίζονται πως «αλλάζει ο οικονομικός χάρτης του κόσμου» με την Ευρώπη να οδεύει προς τη σήψη και νέες δυνάμεις – όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία – να αναλαμβάνουν τα ηνία της παγκόσμιας οικονομίας. Μήπως η Τουρκία πρέπει να πάρει το μάθημά της από την αποτυχία της ΕΕ, όπως αυτή φάνηκε με την ελληνική κατάρρευση, και να επανιεραρχήσει τις στρατηγικές της προτεραιότητες; Αυτό είναι το βασικό ερώτημα πολλών αναλύσεων στα εγκυρότερα έντυπα της χώρας.
Στη θέση πάντως ότι η Τουρκική οικονομία ανθεί – εξ ου και η χώρα ξεπέρασε την πρόσφατη παγκόσμια κρίση δίχως εξωτερική βοήθεια – και εκείνη της Ευρώπης καταρρέει, Τούρκοι στρατηγικοί αναλυτές αντιτάσσουν πως η Τουρκία δε χρειάζεται την Ευρώπη πια προεχόντως για οικονομικούς, αλλά για πολιτικούς και ψυχολογικούς λόγους. Οι στρατηγικοί αυτοί αναλυτές επισημαίνουν πως η τουρκική δημοκρατία είναι ακόμη εύθραυστη, ενώ η κοινωνική συνοχή απειλείται από την ιδεολογική πόλωση μεταξύ κοσμικών και ισλαμιστών. Προειδοποιούν πως η Τουρκία μπορεί να αποκομίσει σημαντικά οικονομικά ωφέλη από μία σχέση στρατηγικού εταίρου με τη Ρωσία, την Κίνα ή το Ιράν, αλλά δεν πρέπει να λησμονεί πως αυτές οι χώρες είναι παράδειγμα προς αποφυγήν στον πολιτικό τομέα.
Ίσως το πιο φιλόδοξο και ασυνήθιστο κείμενο των ημερών στον τουρκικό τύπο είναι εκείνο του Ακίν Οζτσέρ στην τουρκική έκδοση του περιοδικού Newsweek. Ο αναλυτής ισχυρίζεται πως για τη σωτηρία της ΕΕ, που πάσχει από εσωστρέφεια και βλέπει την οικονομική κρίση να προστίθεται στην κρίση ταυτότητας και τα πολιτικά της αδιέξοδα, επιβάλλεται να συσταθεί ένας άξονας Αθήνας – Άγκυρας. Ο εν λόγω άξονας θα μιμηθεί τον άξονα Παρισίων – Βερολίνου, πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Τη δημιουργία του άξονα αυτού δεν επιβάλλει μόνο η βούληση δύο χωρών με ιστορία πολέμων και αμοιβαίας αντιπαλότητας να ζήσουν ειρηνικά εντός του ευρωπαϊκού υπερεθνικού οικοδομήματος. Τον καθιστά λίαν επιθυμητό και η προσπάθεια να υπερκερασθεί η προαιώνια αντιπαράθεση και έχθρα μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ, υποστηρίζει.
Παράλληλα, ο αναλυτής πιστεύει πως η ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά πρέπει να παύσουν να θέτουν τη λύση των διμερών προβλημάτων, συμπεριλαμβανομένου του Κυπριακού, ως προϋπόθεση της τουρκικής ένταξης, καθώς μία τέτοια επιμονή αποβαίνει αντιπαραγωγική, διογκώνοντας το μέτωπο των ευρωσκεπτικιστών στην Τουρκία. Η προσπάθεια να ξεπερασθούν οι διμερείς διαφορές και η αμοιβαία καχυποψία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γραφικές συζητήσεις «για συρτάκι και τσιφτετέλι», αλλά να λάβει τη μορφή μιας σοβαρής προσπάθειας σύστασης κοινού άξονα, που θα επιδοθεί σε περιφερειακές πρωτοβουλίες, καταλήγει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου