Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

Ανάπτυξη των κουρδικών περιοχών υπόσχεται ο Ερντογάν


Ο Τούρκος πρωθυπουργός μιλώντας σε συγκέντρωση οπαδών του δεσμεύτηκε για ανάπτυξη των κουρδικών περιοχών -ενόψει των δημοτικών εκλογών της 29ης Μαρτίου.

Ο Τούρκος πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεσμεύθηκε σήμερα να ολοκληρώσει ένα επενδυτικό πρόγραμμα ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων στις υποβαθμισμένες περιοχές της νοτιοανατολικής Τουρκίας όπου υπερτερεί πληθυσμιακά το κουρδικό στοιχείο.



Μιλώντας στο Ντιγιάρμπακιρ, τη μεγαλύτερη πόλη της νοτιοανατολικής Τουρκίας, σε συγκέντρωση χιλιάδων υποστηρικτών του ενόψει των δημοτικών εκλογών της 29ης Μαρτίου, ο Ερντογάν υποσχέθηκε ότι το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας και θα δώσει ώθηση στην ανάπτυξη στην περιοχή αυτή που μαστίζεται από την ανεργία και τη βία.

«Η χώρα μας θα ξυπνήσει μέσα σε μια νέα ''newroz''», είπε ο Ερντογάν υπό τις επευφημίες του πλήθους, χρησιμοποιώντας τη μέχρι πρόσφατα απαγορευμένη κουρδική γλώσσα για να περιγράψει την άνοιξη.

Ενόψει των δημοτικών εκλογών, το ισλαμιστικών καταβολών AKP έχει αυξήσει τις δαπάνες υπέρ των πτωχών στην περιοχή της Ανατολίας, προκαλώντας την αντίδραση κομμάτων της αντιπολίτευσης που κατηγορούν την κυβέρνηση ότι δαπανά κρατικά κονδύλια για να αποκομίσει εκλογικά οφέλη.

Το κόμμα του Ερντογάν, προσπαθώντας να εξασφαλίσει ψήφους μεταξύ των 12 εκατομμυρίων Κούρδων εις βάρος του φιλοκουρδικού Κόμματος Δημοκρατικής Κοινωνίας (DTP) που είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στην περιοχή, δηλώνει αποφασισμένο να προχωρήσει στην υλοποίηση του επενδυτικού προγράμματος ύψους 14,55 δισ. τουρκικών λιρών (8,6 δισ. δολαρίων) που εξαγγέλθηκε για πρώτη φορά το 2008.

www.kathimerini.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ

Read more...

Ζητούν με προσφυγές αναγνώριση του όρου «τουρκικός»


Εγινε η πρώτη δίκη στο Πρωτοδικείο Ξάνθης
Στα δικαστήρια έχουν προσφύγει σωματεία της μειονότητας στη Θράκη επιδιώκοντας να τους αναγνωριστούν ο όρος «τουρκικός» μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων την άνοιξη του 2008, που έκρινε ότι στις...υποθέσεις για την αυτοαποκαλούμενη «Τουρκική Ενωση Ξάνθης» και την «Πολιτιστική Ενωση Τούρκων Γυναικών» με έδρα την Κομοτηνή υπήρξε παραβίαση του άρθρου 11 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης όσον αφορά την ελευθερία της συνέλευσης και του συνεταιρίζεσθαι.

Να σημειωθεί ότι οι παραπάνω σύλλογοι παρά τις αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων δεν έχουν σταματήσει ουδόλως τη λειτουργία τους ενώ από ακραίους κύκλους της μειονότητας επιχειρήθηκε μετά την παραπάνω απόφαση να υπάρξει ντε φάκτο λειτουργία τους με τον όρο «τουρκικός».
Τελικά όμως επικράτησαν πιο διαλλακτικές σκέψεις με την προσφυγή των σωματείων στα ελληνικά δικαστήρια. Ετσι η πρώτη προσφυγή έγινε και συζητήθηκε προχθές στο Πολυμελές Πρωτοδικείο της Ξάνθης από τη λεγόμενη «Τουρκική Ενωση της Ξάνθης» ζητώντας να ανακληθεί απόφαση που εκδόθηκε το 1986 και προέβλεπε την διάλυσή της κάτι που επικυρώθηκε αργότερα και από τον Αρειο Πάγο.
Ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ξάνθης, Κώστας Γούναρης, που εκπροσώπησε τον νομάρχη Ξάνθης, Γιώργο Παυλίδη, δήλωσε ότι η ελληνική πολιτεία σέβεται απόλυτα τις αποφάσεις των διεθνών οργάνων, των διεθνών δικαστηρίων και βεβαίως τηρεί και διατηρεί την ελληνική νομιμότητα έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη και στα δικαστήρια της χώρας.
Στη δίκη παρενέβη και η Ομοσπονδία Θρακικών Σωματείων και ο δικηγόρος της Γιάννης Χατζηαντωνίου υποστήριξε ότι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι ελλιπής, διότι δεν έκρινε το σύνολο των αποφάσεων των ελληνικών δικαστηρίων, δηλαδή του Εφετείου, του Αρείου Πάγου κ.λπ., αλλά μόνο την πρωτόδικη.
Επίσης έκρινε μόνο μια πλευρά του σωματείου, την πολιτιστική κι όχι άλλες π.χ. πολιτικές, που ζητούν λίγο ή πολύ μέσα από το καταστατικό του την εφαρμογή των παρακαταθηκών του Κεμάλ Ατατούρκ κ.λπ.
Η επόμενη δίκη είναι στις 9 Απριλίου στο Μονομελές Πρωτοδικείου Ροδόπης, όπου έχει προσφύγει η αυτοαποκαλούμενη «Πολιτιστική Ενωση Τούρκων Γυναικών Θράκης».
ΕΘΝΟΣ

Read more...

Η Ουάσιγκτον, η Μόσχα και η «μικρομεσαία» Αγκυρα



Δ.Π. ΔΗΜΑΣ
«Πρέπει να ξανακερδίσουμε την Τουρκία». Είναι το μήνυμα-σλόγκαν που, ελαφρώς παραφρασμένο, ακούγεται εδώ και μήνες στην Ουάσιγκτον από πλείστους «μισθοφόρους» της Αγκυρας και ανεγκέφαλες, άλλως πώς αποκαλούμενες «δεξαμενές σκέψεις»...
Σχετικά ήταν και τα σχόλια και με αρκετή μάλιστα επιτακτικότητα των συνήθων ανησυχούντων για τις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις, εξαιτίας της πρόσφατης αναβαθμισμένης και μεγαλοπρεπούς, ως είθισται σε Οθωμανούς πασάδες, επίσκεψης του Τούρκου προέδρου Γκιουλ στη Μόσχα.

Η «ένταση» των ανησυχιών έφτασε βαθμιαία στη «διαπασών» από τότε που ο...Ομπάμα κλείδωσε το χρίσμα των Δημοκρατικών γιατί, αντίθετα από την προεξοφλούμενη και μη εμπνέουσα ανησυχία για τα τουρκικά συμφέροντα Χίλαρι Κλίντον, οι εκπρόσωποι των τουρκικών συμφερόντων αισθάνθηκαν πως ο νέος κάτοικος του Λευκού Οίκου θα «έπρεπε να εμπεδώσει» πως δεν μπορεί να κάνει βήμα στην αμερικανική εξωτερική πολιτική άνευ της συνδρομής της Τουρκίας.
Ετσι, προς απογοήτευσή τους και παρά τα διοργανωθέντα συνέδρια, τις ομιλίες και συζητήσεις στα διάφορα βαρύγδουπα ιδρύματα της Ουάσιγκτον και τις «μελέτες» που ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια για την «εξαιρετική χρησιμότητα» της Τουρκίας στη «μεσολάβηση επίλυσης» ποικίλων ζητημάτων διεθνούς ενδιαφέροντος, ο Τζορτζ Μίτσελ, ο νέος μεσολαβητής για το Μεσανατολικό, δεν έκανε στάση στην Αγκυρα.

Ο «αποκλεισμός»
Ο «αποκλεισμός» της Τουρκίας από τη μεσολάβηση στο Μεσανατολικό -όπως τουλάχιστον έγινε αντιληπτή η μη συμπερίληψη της Τουρκίας στην περιοδεία Μίτσελ- εξωτερίκευσε με το «ξέσπασμα Ερντογάν» στο Νταβός τη βαθύτερη πεποίθηση περί «εμπαιγμού» της Αγκυρας στην όλη διαδικασία.
Αυτό έφερε στην επιφάνεια, με πρόσχημα την «αξιοπιστία» της Τουρκίας -από τη «συμπεριφορά» Ερντογάν- στη διεθνή πολιτική σκηνή, νέες αμφισβητήσεις από τους γνωστούς κύκλους στο Washington Institute for Near East Policy (WINEP) και θεωρίες περί της «κρυφής ισλαμικής ατζέντας» του Τούρκου πρωθυπουργού. Ετσι, ηγέρθησαν σχετικά διλήμματα προ ημερών σ' ένα από αυτά τα «συνέδρια» του WINEP, με την υπόδειξη πως η Ουάσιγκτον θα πρέπει να «επιλέξει πλευρές στην παρατεταμένη διαμάχη της Τουρκίας για κοσμικότητα και δημοκρατία, στην οποία αναμειγνύονται το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ και οι αντιπάλοί του (στρατιωτικοί)», καθώς η κυβέρνηση Ομπάμα «αντιμετωπίζει μια σειρά από επικείμενες αποφάσεις στην ανάπτυξη αμερικανικής πολιτικής έναντι της Τουρκίας».
Κατ' αυτούς, κριτήριο στην επιλογή της Ουάσιγκτον θα πρέπει να είναι το κατά πόσον οι Ηνωμένες Πολιτείες «θα καταφέρουν να πείσουν το απρόθυμο ΑΚΡ να υποστηρίξει τις προσπάθειες των ΗΠΑ σε ζητήματα που φτάνουν από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν μέχρι τις ρωσικές περιφερειακές φιλοδοξίες».
Τους διοργανωτές της συζήτησης «συνέφερε» από τον οίστρο τους ο πλέον αξιόλογος περί τα τουρκικά αναλυτής Ιαν Λέσερ, ο οποίος, αντίθετα, υπογράμμισε πως είναι η Τουρκία αυτή που «θα 'χει δυσκολίες στο ν' αποσπάσει την προσοχή της αμερικανικής κυβέρνησης» λόγω ποικίλων συγκυριών και συμπεριφορών, κάτι που, σημειωτέον, έγινε αρκούντως εμφανές κατά την «πρώτη» Μίτσελ στη Μέση Ανατολή.
Εν πάση περιπτώσει, τα ερωτήματα που εγείρονται στον αμερικανικό Τύπο συνοψίζονται στο κατά πόσον η Τουρκία εξακολουθεί ν' αποτελεί σύμμαχο της Δύσης ή βρίσκεται στην αναζήτηση ενός νέου προσανατολισμού.
Παρά τον σχετικό σκεπτικισμό που υποδηλώνει το έντεχνα διοχετευόμενο κλίμα περί «απώλειας» της Τουρκίας -σλόγκαν της δεκαετίας του '90-, μια ψυχραιμότερη εκτίμηση έγκυρων κύκλων για την επίσκεψη Γκιουλ στη Μόσχα σταματά στη διαπίστωση πως πρόκειται περί «διορθωτικών κινήσεων» της Αγκυρας κάτω από τις σημερινές γεωπολιτικές συγκυρίες και δεν πρόκειται περί μονιμότερης μετακίνησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής προς ανατολάς, ως αποτέλεσμα της αντίληψης εδραίωσης μιας αυξημένης προσοχής και φρέσκιας αυτοπεποίθησης της γείτονος στα τεκταινόμενα της περιοχής της.
Μέσα από τις διακηρύξεις περί στρατηγικής συνεργασίας Μόσχας και Αγκυρας, κύκλοι στην Ουάσιγκτον δίνουν πολύπλευρες ερμηνείες, αλλά στέκονται στη «δεσπόζουσα» κατ' αυτούς πεποίθηση περί ενός έντονου στοιχείου ανταγωνισμού, που ούτως ή άλλως ουδέποτε εξέλιπε εδώ και αιώνες από τις σχέσεις των δύο γειτονικών αυτοκρατοριών, που επί του προκειμένου έχει να κάνει με τον έλεγχο των εξελίξεων στον Καύκασο.

Οι «εναγκαλισμοί»
Ετσι, πέραν των οιωνδήποτε εντυπώσεων και «εναγκαλισμών», αυτό που φαίνεται ν' αποτελεί βεβαιότητα είναι πως επ' ουδενί η Μόσχα θα επιτρέψει στην Αγκυρα να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σ' ένα χώρο που θεωρεί ως «φυσικό» της πεδίο, παρά το γεγονός ότι ο Ρώσος πρόεδρος Μεντβιέντεφ επέλεξε να μην αντιδράσει στις δηλώσεις Γκιουλ, προ της αφίξεώς του εκεί, με τις οποίες εκείνος «χαμήλωνε» τη Ρωσία σε «μία» από τις περιφερειακές δυνάμεις του Καυκάσου (σ.σ. εννοείται πως η Τουρκία, κατά Γκιουλ, είναι η έτερη περιφερειακή δύναμη της περιοχής).
Η «ψυχραιμία» Μεντβιέντεφ στις προηγηθείσες δηλώσεις Γκιουλ εξηγείται από το γεγονός ότι αυτές «εξυπηρέτησαν» τη ρωσική πλευρά να μιλήσει για αποκλεισμό των ΗΠΑ από τον Καύκασο, λέγοντας πως «δεν θα πρέπει να συμμετάσχουν άλλες χώρες εκτός περιοχής» στην αντιμετώπιση ζητημάτων ασφαλείας του Καυκάσου.
Επιπλέον, δε, διαπιστώσεις που έγιναν στη Μόσχα για «περαιτέρω εμβάθυνση της σχέσης στον στρατηγικό ενεργειακό τομέα» συνοδεύονται από σχόλια αναλυτών πως η Τουρκία είναι «εξαιρετικά εξαρτημένη» από το ρωσικό πετρέλαιο και αέριο και, επιπροσθέτως, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως η Ρωσία θα εμπιστευτεί την Τουρκία, η οποία αποτελεί «κλειδί» στον δυτικό αγωγό του Ναμπούκο, τον ανταγωνιστικό στον ρωσικό αγωγό του Νοτίου Διαδρόμου (South Stream).
Εν γνώσει όλων αυτών, προφανώς, ο Μαρκ Πάρις του ιδρύματος Brookings (σ.σ. πρώην Αμερικανός πρέσβης στην Τουρκία) εξέφρασε σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσον η Ρωσία «θα μπορέσει κάποτε ν' αποτελέσει εναλλακτική λύση στη στρατηγική συνεργασία (της Τουρκίας) με την Ουάσιγκτον και τη Δύση γενικότερα».
Ωστόσο, πέρα και πάνω απ' όλα αυτά, στην Ουάσιγκτον και στη Μόσχα αντιλαμβάνονται πως, σε τελική ανάλυση, αργά ή γρήγορα οι δύο αυτές πρωτεύουσες θα πρέπει να 'ρθουν σε απευθείας συνεννόηση και συντονισμό για την αντιμετώπιση προβλημάτων της εποχής και οι λοιποί παίκτες, οι «μικρομεσαίοι», θα παραμείνουν αυτό που πάντα ήταν, ήτοι πιόνια πάνω στη διεθνή σκακιέρα.
dpdimas@hotmail.com
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 23/02/2009

Read more...

Περσικό αέριο στην Ευρώπη


ΙΡΑΝΟ-ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΚΟΝΣΟΡΤΙΟΥΜ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ 35 ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΩΝ ΚΥΒΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ!
Του Θ. Γ. ΚΑΝΕΛΛΟΥ
Συμφωνία με τουρκική εταιρεία για τη μεταφορά φυσικού αερίου στην Ευρώπη έκανε το Ιράν, το οποίο ετοιμάζεται εντός της εβδομάδας να κάνει τις πρώτες δοκιμές στον πυρηνικό σταθμό του Μπουσέχρ.
Οι ιρανικές εφημερίδες έγραψαν ότι η συμφωνία προβλέπει τον σχηματισμό κονσόρτσιουμ της Εθνικής Ιρανικής Εταιρείας Εξαγωγής Αερίου (ΕΙΕΕΑ) με μία τουρκική. Το 50% της νέας επιχείρησης θα ελέγχει η ΕΙΕΕΑ. Η νέα επιχείρηση θα μεταφέρει 35 εκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου μέσω του τουρκικού εδάφους.

Οι εφημερίδες δεν...έγραψαν ούτε το όνομα της νέας εταιρείας ούτε το όνομα της τουρκικής που θα συμμετάσχει στο κονσόρτσιουμ. Το Ιράν είναι η δεύτερη, μετά τη Ρωσία, χώρα στον κόσμο με αποθέματα φυσικού αερίου, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής του το καταναλώνει στην εσωτερική αγορά, οπότε είναι περιορισμένη η θέση του στη διεθνή αγορά φυσικού αερίου.
Η εσωτερική αγορά ενέργειας στο Ιράν θα τονωθεί πάρα πολύ σύντομα, καθώς ετοιμάστηκε ο πυρηνικός σταθμός παραγωγής ρεύματος στο Μπουσέχρ και στις 25 του μήνα θα γίνει μία μικρή τελετή όχι εγκαινίων, αλλά δοκιμών για τα εγκαίνια. Θα γίνουν δοκιμές στα λογισμικά όλου του σταθμού και θα είναι παρών ο διευθυντής της ρωσικής εταιρείας που τον κατασκεύασε και που επανέλαβε ότι το εργοστάσιο δεν επιτρέπει την εκμετάλλευση της πυρηνικής ενέργειας για στρατιωτικούς σκοπούς. Θα είναι μία «προκαταρκτική φάση» έναρξης του σταθμού, δήλωσε ο αναπληρωτής διευθυντής της ΕΙΕΕΑ.
Χθες, η Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας ανακοίνωσε ότι το Ιράν συνεργάζεται καλά με τους επιθεωρητές του για να τους βοηθήσει να επιβεβαιώσουν ότι δεν κρύβει την ποσότητα του ουρανίου που έχει εμπλουτίσει και που υπολογίζεται σε 1.010 κιλά. Μερικοί φυσικοί εκτιμούν ότι η ποσότητα αρκεί για να μετατραπεί σε υψηλού εμπλουτισμού ουράνιο για την κατασκευή όπλου.
(Πηγές: Ασοσιέιτεντ, Γαλλικό, Ρόιτερ)
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 23/02/2009

Read more...

Η οικονομική δυστοκία της Άγκυρας και η προσέγγιση με Σαουδική Αραβία και Ρωσία


Στον απόηχο όσων διημείφθησαν στο Νταβός μεταξύ του Ταγίπ Ερντογάν και του Σιμόν Πέρες, η Τουρκία επιδόθηκε σε δυναμικές κινήσεις για τη βελτίωση της θέσης της στο διεθνές στερέωμα. Πέρα από την πολιτική πτυχή, η τουρκική ηγεσία φαίνεται να αποδίδει μεγάλη σημασία και στις οικονομικές σχέσεις της χώρας, όπως προκύπτει από τις πρόσφατες περιοδείες που είχε ο τούρκος Πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιουλ στη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία.

Είναι γνωστό πλέον ότι η τουρκική οικονομία έχει εισέλθει σε φάση ύφεσης και η ισλαμική κυβέρνηση ΑΚΡ αδυνατεί να...εξασφαλίσει την πολυπόθητη συμφωνία δανεισμού με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), στο οποίο ήδη χρωστάει 8 δισ. δολάρια. Σύμφωνα με στοιχεία του ΔΝΤ, το τελευταίο τρίμηνο του 2008 η τουρκική οικονομία κατείχε την τελευταία θέση στην ομάδα των είκοσι πιο αναπτυγμένων και ταχύτερα αναπτυσσόμενων οικονομιών στον πλανήτη (G-20), παρουσιάζοντας συρρίκνωση της τάξεως του 4,8% σε σχέση με την ίδια περίοδο του περασμένου έτους. Γεγονός που καταδεικνύει ότι η ανάπτυξη της Τουρκίας το 2008 θα περιοριστεί περίπου στο 1%, πολύ πιο κάτω από το 3,4% που είναι ο μέσος όρος του G-20. Όσο για τις προβλέψεις του ΔΝΤ για το 2009, διαγράφονται ιδιαίτερα δυσοίωνες για την Τουρκία: Μείωση της οικονομικής ανάπτυξης κατά 1,5%, τη στιγμή που η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη θα σημειώσει άνοδο κατά 0,5%. Υπό αυτές τις συνθήκες η τόνωση της τουρκικής οικονομίας φαντάζει επιτακτική ανάγκη για την κυβέρνηση ΑΚΡ, που ευελπιστεί να προσελκύσει επιχειρηματικά κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές.
Η επίσημη επίσκεψη του τούρκου Προέδρου στη Σαουδική Αραβία, που του είναι γνώριμη από τη μακρά θητεία του στην Ισλαμική Αναπτυξιακή Τράπεζα, ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την Τουρκία να θωρακίσει τις ήδη καλές σχέσεις των δύο χωρών και να εισπράξει τα οικονομικά οφέλη για τη δημόσια καταγγελία του Ερντογάν κατά του Ισραήλ. Όπως τόνισε ο Γκιουλ, ο οποίος είναι δόκιμος οικονομολόγος, η επιλογή του να επισκεφθεί το Ριάντ τη συγκεκριμένη στιγμή δεν ήταν τυχαία. Επέλεξε ιδιαιτέρως αυτήν τη δύσκολη περίοδο που διανύει η Τουρκία, καθώς η σαουδαραβική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται αλώβητη από τη διεθνή οικονομική κρίση. («Χουριέτ» 5.2.2009) Ας σημειωθεί ότι το επενδυτικό πρόγραμμα της περιόδου 2008-2010 φτάνει τα 214 δισ. δολάρια, ενώ το επόμενο εικοσαετές επενδυτικό πρόγραμμα θα αγγίξει τα 640 δισ. δολάρια. Τα συμβόλαια όμως που έχουν αποσπάσει οι τούρκοι επιχειρηματίες έως αυτή τη στιγμή είναι μηδαμινά σε σχέση με τις προσφερόμενες δυνατότητες. Ενθάρρυνε, λοιπόν, ο Γκιουλ τους τούρκους επιχειρηματίες, που τον συνόδευσαν στην τριήμερη επίσκεψή του, να επιδιώξουν μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα, στοχεύοντας στις μεγάλες εργολαβίες –και όχι της υπεργολαβίες όπως συνηθίζουν– στους τομείς τηλεπικοινωνιών, κατασκευών, μεταφορών, αμυντικής βιομηχανίας, γεωργίας, έρευνας, ναυτιλίας κ.ά., υποσχόμενος κάθε παροχή βοήθειας και στήριξης εκ μέρους του. Απευθυνόμενος δε στους σαουδάραβες επιχειρηματίες, στο πλαίσιο των εργασιών του Τουρκοσαουδαραβικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, εκθείασε το τραπεζικό σύστημα και την αγορά της Τουρκίας και τους προσκάλεσε να αποδείξουν έμπρακτα τη φιλία τους. Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, ότι σε τέτοια θέματα προέχει η συγκατάθεση του σαουδάραβα μονάρχη, που ήδη έχει επισκεφθεί την Τουρκία δύο φορές στο παρελθόν (2006 και 2007). Ο τούρκος Πρόεδρος φαίνεται πάντως να έχει πάρει με το μέρος του τον βασιλιά Αμπντάλα, που δεν μοιάζει να κοιτά με κακό μάτι ένα προνομιακό οικονομικό καθεστώς για την Τουρκία.
Την ίδια περίπου εικόνα αντικρίζει κανείς παρατηρώντας τις επαφές που πραγματοποίησε ο τούρκος Πρόεδρος στην πενθήμερη επίσκεψή του στη Ρωσία (και το Ταταρστάν) πριν από λίγες μέρες. Στην πολυσέλιδη κοινή διακήρυξη που υπέγραψαν ο ρώσος Πρόεδρος, Ντιμίτρι Μεντβέντεβ, με τον Τούρκο ομόλογό του, οι δύο ηγέτες έθεσαν το πλαίσιο της υπέρβασης στην πολιτική, αλλά κυρίως στην οικονομική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών. («Μιλιέτ» 14.2.2009). Η πολιτική βούληση επιβεβαιώθηκε και από τον ρώσο πρωθυπουργό Βλαντίμιρ Πούτιν, που δήλωσε ότι η Άγκυρα κατέχει προνομιακή θέση στις εξωτερικές σχέσεις της Μόσχας. Με την ευκαιρία αυτών των επαφών η Άγκυρα και η Μόσχα κατέληξαν σε κατ' αρχήν συμφωνία σε μια σειρά θεμάτων πολιτικοοικονομικού περιεχομένου στρατηγικής σημασίας, όπως: α) η πώληση ηλεκτρικής ενέργειας αξίας 60 δισ. δολαρίων για μία δεκαπενταετία στην Τουρκία, β) η από κοινού συμμετοχή των κατασκευαστικών εταιρειών των δύο χωρών στον διεθνή διαγωνισμό για τον πρώτο τουρκικό πυρηνικό σταθμό αξίας 20 δισ. δολαρίων, γ) η άρση των ρωσικών γραφειοκρατικών εμποδίων στον εκτελωνισμό των τουρκικών φορτηγών, δ) η χρήση των εθνικών νομισμάτων στις διμερείς συναλλαγές και ε) η κατασκευή νέου αγωγού φυσικού αερίου στα πρότυπα της «Γαλάζιας Ροής» (Blue Stream). Το πλαίσιο διμερούς συνεργασίας καλύπτει και άλλους τομείς, όπως ο τουρισμός (που μας ενδιαφέρει), οι κατασκευές, οι μεταφορές, η βιομηχανία όπλων, η εκπαίδευση κ.ά., γεγονός που εξασφαλίζει στην Άγκυρα την αύξηση των οικονομικών της συναλλαγών με τη Μόσχα, πέραν των ορίων των 30 δισ. δολαρίων, που κυμαίνονται σήμερα. Ποσό, δηλαδή, σεβαστό για την ενίσχυση της τουρκικής οικονομίας.
Οι επισκέψεις του τούρκου προέδρου στο Ριάντ και τη Μόσχα εντάσσονται στις εναγώνιες προσπάθειες της τουρκικής ηγεσίας για την ανατροπή όχι μόνον του διαφαινόμενου αρνητικού διεθνούς κλίματος που αρχίζει να περιβάλλει την Άγκυρα, αλλά, όπως αποδεικνύεται, και του διαφαινόμενου οικονομικού αδιεξόδου, στο οποίο περιέρχεται σταδιακά η Τουρκία.

Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος
Το Παρόν της Κυριακής, http://paratiritirio-tourkias.blogspot.com

Read more...

Τουρκικά εμπόδια στον αγωγό φυσικού αερίου


Της Μανταλένα Πίου
Στον συντονισμό των κινήσεων με την Ιταλία αλλά και στην ενεργό εμπλοκή των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον προσβλέπει η Αθήνα για να ξεπεραστούν τα εμπόδια που θέτει η Τουρκία στην προώθηση του τουρκο-ελληνο-ιταλικού αγωγού (ΙΤGI).

Η Αγκυρα χρησιμοποιεί την κομβική της θέση στη μεταφορά αερίου από την Κασπία στην Ευρώπη, σαν όπλο στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε. και παράλληλα επιδιώκει να αναβαθμιστεί από χώρα-τράνζιτ σε μεταπωλητή φυσικού αερίου της κεντρικής Ασίας. Η Τουρκία διεκδικεί ένα ...ποσοστό, γύρω στο 15% του αερίου που θα μεταφέρει ο αγωγός να το μεταπωλεί η ίδια, απαίτηση που το Αζερμπαϊτζάν δεν δέχεται, με αποτέλεσμα να μπλοκάρουν οι διαπραγματεύσεις τόσο για την υπογραφή της τετραμερούς διακρατικής συμφωνίας Αζερμπαϊτζάν - Τουρκίας - Ελλάδας - Ιταλίας όσο και των εμπλεκόμενων εταιρειών για τη συμβολαιοποίηση των ποσοτήτων αερίου. Ανάλογο πρόβλημα με τον ITGI αντιμετωπίζει και ο πολύ μεγαλύτερης χωρητικότητας αγωγός «Ναμπούκο», στον οποίο «ποντάρουν» Ε.Ε. και Ουάσιγκτον για να μειωθεί η εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο.

Ενδιαφέρον
Ο «Ναμπούκο» θα διέρχεται από την Τουρκία και τη Βουλγαρία με τελικό προορισμό την Αυστρία.
Αζέροι αξιωματούχοι, που συνόδευαν τον πρόεδρο του Αζερμπαϊτζάν Ιλχάμ Αλίεφ στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα επαναβεβαίωσαν το ενδιαφέρον του Μπακού να τροφοδοτήσει με φυσικό αέριο τον ΙΤGI αλλά παράλληλα επέμειναν στη θέση ότι η Τουρκία δεν μπορεί να ενεργεί ως μεταπωλητής του αζέρικου αερίου. Διαβεβαίωσαν επίσης ότι η χώρα διαθέτει (ή θα διαθέτει το 2012-13 που σχεδιάζεται να λειτουργήσει ο αγωγός) τις απαραίτητες ποσότητες αερίου για την τροφοδοσία του, γύρω στα 11-11,5 δισ. κ.μ. ετησίως.
Ανάλογες διαβεβαιώσεις έδωσε πρόσφατα ο πρόεδρος της Socar, της κρατικής αζέρικης εταιρείας αερίου και για την προμήθεια του «Ναμπούκο», ο οποίος στοχεύει στη μεταφορά περί των 30 δισ. κ.μ. αερίου, ετησίως. Διεθνείς αναλυτές αμφισβητούν την ικανότητα του Αζερμπαϊτζάν να καλύψει με αέριο τον «Ναμπούκο», πολύ περισσότερο και τους δύο αγωγούς. Υποστηρίζουν ότι για να επιτευχθεί ο στόχος πρέπει να διοχετευτεί αέριο και από άλλες χώρες, όπως το Τουρκμενιστάν, το Ιράν ή το Ιράκ, όμως η κάθε μία από τις λύσεις αυτές αντιμετωπίζει τα δικά της προβλήματα. Σήμερα το Αζερμπαϊτζάν, παρότι εξάγει αέριο, εισάγει μεγάλες ποσότητες από τη Ρωσία για τις εγχώριες ανάγκες. Η τροφοδοσία των νέων αγωγών προς Ευρώπη εδράζεται στην ανάπτυξη και εκμετάλλευση του νέου κοιτάσματος Σαχ Ντενίζ.
Η επάρκεια των ποσοτήτων είναι από τους βασικότερους λόγους, που Αθήνα και Ρώμη βιάζονται να κλείσουν τις συμφωνίες με το Αζερμπαϊτζάν. Το πλεονέκτημα του ITGI είναι ότι είναι πιο μικρός, ευέλικτος και οικονομικός αγωγός, που θα συνδέει 3 χώρες (εκ των οποίων οι δύο στην Ε.Ε.) και ταυτόχρονα πολύ πιο προχωρημένος σε έργα και μελέτες από τον Ναμπούκο. Ηδη λειτουργεί το τμήμα Τουρκία - Ελλάδα.
Ο υπουργός Ανάπτυξης Κωστής Χατζηδάκης, στο περιθώριο του Συμβουλίου των υπουργών Ενέργειας, συναντήθηκε την Πέμπτη στις Βρυξέλλες με τον Ιταλό ομόλογό του Κλαούντιο Σκάγιολα και τον επίτροπο Ενέργειας Αντρίς Πίλμπαγκς και συζήτησαν το θέμα. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες εξετάστηκε ακόμα και το ενδεχόμενο διορισμού Ευρωπαίου συντονιστή στο πρότζεκτ.
Εγκυρες πηγές αναφέρουν επίσης ότι ο Ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι σκοπεύει να αναμειχθεί προσωπικά και να παρέμβει στον πρωθυπουργό της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για να βρεθεί λύση.

Προτάσεις
Ο ITGI και ο Ναμπούκο έχουν ενταχθεί στα «διευρωπαϊκά δίκτυα προτεραιότητας», αλλά είναι σαφές ότι ο Ναμπούκο συγκεντρώνει μεγαλύτερη στήριξη. Στην Ευρώπη ακούστηκαν προτάσεις που προέτρεπαν τις Βρυξέλλες να ξεπαγώσουν τις ενταξιακές συνομιλίες με την Τουρκία στο «Κεφάλαιο Ενέργεια» σαν αντάλλαγμα για την επίτευξη συμφωνίας συνιστώντας όμως να μη γίνει δεκτή η απαίτηση της Αγκυρας να μεταπωλεί το αέριο. Το Μπακού μπορεί να αλλάξει στάση και να δεχθεί να διοχετεύσει φυσικό αέριο μέσω Ρωσίας, εξέλιξη που η Μόσχα επιδιώκει, αλλά βέβαια απεύχονται Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον.

Read more...

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΕΝΤΑΣΕΩΝ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΑΔΑΣ - ΤΟΥΡΚΙΑΣ


Η άσκηση στρατιωτικής πίεσης στο Αιγαίο εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας εξακολουθεί να είναι μία σταθερά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
«ΑΠΑΝΤΗΣΗ» ΜΕ ΨΥΧΡΑΙΜΙΑ, ΜΕΤΡΙΟΠΑΘΕΙΑ ΚΑΙ ΝΗΦΑΛΙΟΤΗΤΑ: Το «κλειδί» σταθερότητας
του Στέλιου Αλειφαντή*
Η πολιτική των εντάσεων που ακολουθεί συστηματικά η Τουρκία για την επίτευξη των στόχων της αντιμετωπίζεται από την Ελλάδα στο πλαίσιο μιας πολιτικής αντιδράσεων απέναντι στις συγκεκριμένες προκλήσεις.

Φυσικά το «πολιτικό μήνυμα» συγκεκριμένων διεκδικήσεων που «μεταφέρουν» οι τουρκικές προκλήσεις είναι εύγλωττο, όπως άλλωστε και η γενικότερη στρατηγική επιλογή τους, που είναι η ανατροπή του statusquo στο Αιγαίο, όπως αυτό καλύπτεται από τις διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο. Τόσο η διάγνωση της γενικής στρατηγικής επιδίωξης όσο και η ανάσχεση (διπλωματική και επιχειρησιακή) των επιμέρους τουρκικών προκλήσεων της εκάστοτε...συγκυρίας θα εξακολουθήσει να είναι ατελέσφορη για δύο συγκεκριμένους λόγους.
Ο πρώτος αφορά την ουσιαστική διάκριση ανάμεσα στη διαχείριση των εντάσεων και στη διαχείριση των κρίσεων. Ο δεύτερος έχει σχέση με τη διακρίβωση του ρόλου της πρόκλησης εντάσεων ως εκδήλωσης συγκεκριμένης και οροθετημένης πολιτικής στρατηγικής. Επομένως απουσιάζει από τους ελληνικούς προβληματισμούς ένας ενδιάμεσος «χώρος σχεδίασης και δράσης» ανάμεσα στο ευρύτερο στρατηγικό επίπεδο και στην τακτική αντιμετώπιση της συγκυρίας. Σε αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο αναφοράς η πρόκληση εντάσεων δεν είναι υιοθέτηση μιας διαρκούς πρακτικής για την προώθηση του στρατηγικού στόχου της ανατροπής του statusquo στο Αιγαίο ούτε ασύνδετες προκλήσεις για τη διατήρηση της πίεσης στην Ελλάδα και της εκπλήρωσης των κάθε φορά επιμέρους διπλωματικών στόχων της Άγκυρας.
Η πρόκληση εντάσεων, τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά τους, συνδέονται με την προσπάθεια υλοποίησης συγκεκριμένης και οροθετημένης πολιτικής στρατηγικής, που επιμερίζεται σε διακριτές επιδιώξεις και έχει εύρος χρόνου. Χωρίς να διακρίνουμε τη διαχείριση των εντάσεων και τη διαχείριση των κρίσεων, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εστιάσουμε στη διαμόρφωση σταθεροποιητικών πολιτικών των διμερών σχέσεων με τη γειτονική Τουρκία που θα έχουν μια συνεπή και συνεκτική ελληνική πολιτική αποκλιμάκωσης των εντάσεων. Αν δεν ενταχθεί η πρόκληση εντάσεων στην εκάστοτε πολιτική στρατηγική της άλλης πλευράς, το αποτέλεσμα θα είναι η ανακολουθία επιδιώξεων και μέσων στην αντιμετώπιση των προκλήσεων, που θα οδηγεί είτε σε ανοχή και ενθάρρυνση των προκλήσεων είτε σε ατελέσφορες και επικίνδυνες κλιμακώσεις. Η αναγωγή της πολιτικής στρατηγικής, είτε στους διπλωματικούς ή στρατιωτικούς τακτικισμούς είτε στις γενικότητες στρατηγικού επεκτατισμού, δημιουργεί περισσότερη σύγχυση στην αντιμετώπιση των προκλήσεων. Παράλληλα, η ατελέσφορη διαχείριση των προκλήσεων και πολύ περισσότερο η διεύρυνση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των εντάσεων, η πρόκληση ελεγχομένων κρίσεων και η τυχόν διπλωματική ενίσχυση των διεκδικήσεων της άλλης πλευράς έχει ως αποτέλεσμα η σύγχυση να δημιουργείται σε ορισμένους πολιτικούς κύκλους σχετικά με το περιεχόμενο της ελληνικής εθνικής στρατηγικής. Η διαχείριση των εντάσεων απαιτεί ψυχραιμία και μετριοπάθεια, βασίζεται όμως σε νηφαλιότητα και επεξεργασμένες αντιλήψεις που κατανοούν σε βάθος τις προκλήσεις της συγκυρίας και τη συνδέουν με την εκάστοτε πολιτική στρατηγική και τους ευρύτερους στρατηγικούς στόχους της άλλης πλευράς για την ανατροπή του statusquo στο Αιγαίο.

Κίνδυνος θερμού επεισοδίου
Η έξαρση των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο ενέχει πλέον τον σοβαρό κίνδυνο διολίσθησης σε «επεισόδια» που δύναται να επιδεινώσουν τις σχέσεις Ελλάδος - Τουρκίας. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις στον κρίσιμο τομέα της εθνικής ασφάλειας βρίσκονται αρκετά χρόνια τώρα σε οριακό επίπεδο και ο μοναδικός λόγος που δεν έχουν διολισθήσει σε «συγκρουσιακές καταστάσεις» είναι η αυτοσυγκράτηση που συστηματικά επιδεικνύει η ελληνική πλευρά σε διπλωματικό και επιχειρησιακό επίπεδο.
Η Αθήνα αποφεύγει συστηματικά να ανεβάσει τους τόνους στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και έχει επιδείξει μια πρακτική που αγγίζει τα όρια της «ανοχής» σε διπλωματικό και επιχειρησιακό επίπεδο. Στο πρώτο επίπεδο, βεβαίως, το υπουργείο Εξωτερικών προβαίνει, κάθε φορά, σε διαφόρων τύπων διαβήματα προς την Άγκυρα και προς διεθνείς παράγοντες, υπογραμμίζοντας την ανησυχία της Ελλάδας για τις τουρκικές επιλογές. Αποφεύγει όμως συστηματικά να υπογραμμίσει διεθνώς αυτό για το οποίο υπάρχει καθολική συναίνεση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, ότι δηλαδή υφίσταται τουρκική στρατιωτική απειλή κατά της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας και σοβαρός κίνδυνος διεθνούς κρίσης λόγω των τουρκικών στρατιωτικών προκλήσεων. Σε επιχειρησιακό επίπεδο, επίσης, η αυτοσυγκράτηση περιορίζεται στην ανάσχεση μόνο των εξαιρετικά προκλητικών ενεργειών, η οποία –για παράδειγμα– εκφράζεται με την υιοθέτηση μιας πρακτικής των λεγομένων «επιλεκτικών αναχαιτίσεων» στις περιπτώσεις παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου και παραβάσεων του FIR Αθηνών.
Οι ελληνικές αντιδράσεις στην πρόσφατη έξαρση των τουρκικών προκλήσεων φαίνεται να έχουν προβληματίσει έντονα την Αθήνα για το κατά πόσο παραγωγικοί αποδεικνύονται οι μέχρι σήμερα χειρισμοί απέναντι στη συστηματική τουρκική πρακτική στο Αιγαίο. Η διπλωματική «γλώσσα» που χρησιμοποιείται στο όνομα της «μη όξυνσης» του διμερούς πολιτικού κλίματος ενδέχεται διεθνώς να υποβαθμίζει τον αποσταθεροποιητικό ρόλο, σε βάρος της ελληνικής ασφάλειας, των τουρκικών ενεργειών σε μια «συνήθη» αλλά πάντως ελεγχόμενη κατάσταση με «τεχνικά» κατά βάση χαρακτηριστικά ρουτίνας. Παράλληλα, οι επιχειρησιακές επιλογές ενδεχομένως να συνδράμουν στην «παγίωση» μιας απρόσκοπτης και χωρίς ρίσκο στρατιωτικής δραστηριότητας εμπεδώνοντας στην άλλη πλευρά φρόνημα αυτοπεποίθησης και «ελευθερίας κινήσεων» ακόμη και στο επίπεδο του ένστολου προσωπικού και δημιουργώντας την εντύπωση στους διεθνείς παράγοντες ότι η αποκλιμάκωση των εντάσεων στο Αιγαίο εξυπηρετείται πρωτίστως από την ελληνική αντίδραση παρά από τον περιορισμό και την άρση των στρατιωτικών προκλήσεων της άλλης πλευράς. Οι προβληματισμοί αυτοί έχουν αναδείξει για άλλη μια φορά την ανάγκη μιας συνεκτικής, ευέλικτης και αποτελεσματικής στρατηγικής διαχείρισης των εντάσεων στην κατεύθυνση της διαφύλαξης της σταθερότητας της εθνικής ασφάλειας και των διμερών σχέσεων.
Η κυβερνητική αυτή επιλογή της «αυτοσυγκράτησης» στους χειρισμούς εδράζεται στη θεώρηση ότι η πορεία των ευρωτουρκικών σχέσεων ως ενταξιακή διαδικασία είναι πολυσύνθετη και μακροπρόθεσμη. Θεωρείται όμως ότι η διαδικασία αυτή έχει ως θεμελιακό χαρακτηριστικό το ότι μετασχηματίζει την τουρκική πραγματικότητα και επομένως ενισχύει τη βαθμιαία εγκατάλειψη των τουρκικών αναχρονιστικών εδαφικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο υπέρ μιας γνήσιας εταιρικής σχέσης δύο μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Αθήνα δεν αναμένει ότι η διαδικασία αυτή θα είναι αυτόματη και ευθύγραμμη και ότι δεν θα διακρίνεται από έλλειψη εμποδίων και πισωγυρίσματα. Ωστόσο η Ελλάδα εύλογα αναμένει να υπάρχει μια ύφεση στις τουρκικές πρακτικές και μια ενίσχυση της συνεργασίας, έστω και στο επίπεδο των Μέτρων Μείωσης της Έντασης (ΜΜΕ) ή των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Στους τομείς αυτούς, το διμερές θεσμικό πλαίσιο για την υλοποίηση των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει οι δύο πλευρές βάζοντας την υπογραφή τους σε επίσημες συμφωνίες είτε για ΜΟΕ είτε για ΜΜΕ υφίσταται εδώ και χρόνια, ωστόσο η Άγκυρα συστηματικά δεν το εφαρμόζει. Αντίθετα, ιδιαίτερα μετά το 2004, στην Αθήνα φαίνεται να εμπεδώνεται η εκτίμηση ότι η Άγκυρα αντιλαμβάνεται την ενταξιακή πορεία της επιλεκτικά. Επιχειρεί συστηματικά να αποσυνδέσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις από την πορεία των ευρωτουρκικών διαπραγματεύσεων.

Το μετέωρο βήμα της Άγκυρας
Η Τουρκία αποσκοπεί να μετατρέψει τα συλλογικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ρόλο «αντικειμενικού» επιδιαιτητή των λεγόμενων «διαφορών» μεταξύ της Τουρκίας, ενός υποψήφιου μέλους και της Ελλάδας, ενός κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε κυρίαρχους πολιτικά κύκλους της Άγκυρας φαίνεται ότι υπάρχει η αντίληψη άλλο Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλο Ελλάδα ή Κυπριακή Δημοκρατία. Πρόκειται για μία αντίληψη που κατανοεί την Ευρωπαϊκή Ένωση όχι ως διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αλλά ως έναν «διεθνή οργανισμό», όπως το ΝΑΤΟ, το Συμβούλιο της Ευρώπης, ο ΟΟΣΑ κ.ά. Η αντίληψη αυτή δεν είναι μόνο ορατή σε ζητήματα ασφάλειας, όπως αυτά που αντιμετωπίζουν η Ελλάδα και η Κύπρος, αλλά και σε κρίσιμα θέματα τουρκικής εσωτερικής πολιτικής όπως ο ρόλος του στρατού στο πολιτικό σύστημα της χώρας, ο εκδημοκρατισμός, οι παρακρατικοί μηχανισμοί, τα μειονοτικά, αλλά και προβλήματα που στην περίπτωση της γειτονικής χώρας αφορούν πολλά εκατομμύρια πολιτών διαφορετικών εθνοτήτων (Κούρδοι, Τσερκέζοι, Αλεβίτες, κ.ά.), τα ανθρώπινα δικαιώματα, η λειτουργία της Δικαιοσύνης κ.λπ.
Σημαντικό τμήμα της κυρίαρχης πολιτικής ελίτ της Τουρκίας δείχνει να παραγνωρίζει ότι η τουρκική ένταξη είναι «πράξη προσχώρησης» στην Ε.Ε. με μοναδική παραχώρηση ορισμένες μεταβατικές διατάξεις. Επομένως, ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας οφείλει να εμπεριέχει κρίσιμα ποιοτικά χαρακτηριστικά, που να συνδέονται με ενοποιητικές διαδικασίες και να επιβάλλουν καθοριστικές μεταβολές στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της με κριτήριο το σύνθετο και πολυδιάστατο πλέγμα πολιτικών αντιλήψεων, θεσμικών μεταβολών και πρακτικών ρυθμίσεων, που έχει αποκληθεί «κοινοτικό κεκτημένο». Η ενσωμάτωση του κοινοτικού κεκτημένου στο νομικό και πολιτειακό σύστημα της Τουρκίας συναντά εδώ και καιρό σημαντικές αντιστάσεις, και εναπόκειται στην πολιτική βούληση της πολιτικής ελίτ και του εκλογικού σώματος της Τουρκίας να ξεπεραστούν.
Οι ευρωπαϊστές της Τουρκίας χρειάζονται την Ελλάδα αλλά και την Κύπρο προκειμένου να κρατήσουν ανοικτή την ενταξιακή προοπτική της χώρας τους, αλλά αυτοί δεν είναι σήμερα η κυρίαρχη δύναμη στο πολιτικό σκηνικό της γείτονος. Το περιχαρακωμένο «βαθύ κράτος» της Τουρκίας και οι πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις που συντηρούνται από αυτό όχι μόνο δεν έχουν ανάγκη την Ελλάδα αλλά θα προτιμούσαν μια ευρωπαϊκή ενταξιακή πορεία που δεν θα έθιγε τη θέση και τις επιδιώξεις τους. Επομένως, αυτές οι δυνάμεις επιμένουν να αντιλαμβάνονται την Ευρωπαϊκή Ένωση όχι ως διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αλλά ως έναν «διεθνή οργανισμό» και να διεξάγουν ένα «ανατολίτικο παζάρι» προκειμένου να διατηρήσουν τον ρόλο τους στα τουρκικά πράγματα εκσυγχρονίζοντας τη λειτουργία τους, στον βαθμό που τούτο είναι εφικτό ώστε αυτή η λειτουργία να προσαρμοστεί στις συνθήκες είτε πλήρους ένταξης της Τουρκίας είτε μιας «ειδικής εταιρικής σχέσης» με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια τέτοια τουρκική δυνατότητα διερευνάται συστηματικά στην περίπτωση εφαρμογής των συμβατικών δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η Άγκυρα απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση το Πρωτόκολλο της Τελωνειακής Ένωσης. Η άρνηση εφαρμογής του αναφορικά με ένα μόνο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Κυπριακή Δημοκρατία, αποτελεί για την Άγκυρα «πρακτική-πιλότο» που θα κρίνει τον ρεαλισμό αυτής της τουρκικής επιλογής να διασπάσει την κοινοτική συνοχή μεταξύ των μελών ακόμη και στο πεδίο των συμβατικών δεσμεύσεων. Μέχρι στιγμής όλα δείχνουν ότι τα θεσμικά περιθώρια ευελιξίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης να «αναβληθεί» η οριστική συμμόρφωση της Τουρκίας στις συμβατικές υποχρεώσεις της εξαντλούνται ολοένα και περισσότερο. Στο ζήτημα αυτό, για την κυρίαρχη τουρκική στρατιωτικοπολιτική ελίτ πλησιάζει η «ώρα της αλήθειας» και πιθανόν να συνιστά μια σοβαρή ένδειξη ότι οι εσωτερικές συνθήκες στην Τουρκία δεν ευνοούν την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η πολιτική της έντασης στο Αιγαίο, ακόμη και στη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής το 2004, όπου η τοποθέτηση της Ελλάδος θα έκρινε αν θα δοθεί στην Τουρκία το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δημιούργησε σοβαρούς προβληματισμούς στην ελληνική κυβέρνηση. Η κατάσταση αυτή όμως δεν στάθηκε ικανή να αμφισβητήσει τη στρατηγική επιλογή του 1999 να συνδεθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, έστω και σε μεσοπρόθεσμη προοπτική μετά την κυβερνητική επιλογή της εγκατάλειψης της βραχυπρόθεσμης επιλογής για την κοινοτική θέσπιση ενός «οδικού χάρτη» (roadmap) προόδου των διμερών σχέσεων και των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Τόσο η στρατηγική επιλογή του Ελσίνκι (1999) όσο και η συνακόλουθη διαχείριση των ευρωτουρκικών σχέσεων αποτέλεσε αντικείμενο έντονων προβληματισμών της ελληνικής πολιτικής ελίτ. Οι κυβερνήσεις Κώστα Καραμανλή συνέχισαν σταθερά να στηρίζουν την πολιτική του Ελσίνκι (1999) αναπτύσσοντας τη διμερή συνεργασία με την Τουρκία σε κάθε τομέα όπου υπήρχε γόνιμο έδαφος, όπως η στρατηγική συνεργασία στον τομέα των αγωγών ενέργειας.
Σε διπλωματικό επίπεδο, η ανάπτυξη προσωπικών σχέσεων Καραμανλή - Ερντογάν άνοιξε ένα κανάλι άμεσης επικοινωνίας ανάμεσα στους δύο ηγέτες, χωρίς ωστόσο, πέραν της αρχικής ευφορίας της επίσημης επίσκεψης του Τούρκου πρωθυπουργού στην Αθήνα, να αποδώσει καρπούς σε ό,τι αφορά τη μείωση των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο. Αντίθετα, η όποια διακύμανση στην έξαρση των εντάσεων φαίνεται ότι υπαγορεύθηκε από εκτιμήσεις και σχεδιασμούς του τουρκικού διπλωματικοστρατιωτικού κατεστημένου ως χειρισμοί της εκάστοτε συγκυρίας των ελληνοτουρκικών σχέσεων, που αποσκοπούν στην κατοχύρωση των τουρκικών διεκδικήσεων και στην αποσύνδεση των διμερών σχέσεων από τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Παράλληλες εντατικές προσπάθειες της Άγκυρας σε διεθνείς οργανισμούς (όπως για παράδειγμα ο ICAO ή ΙΜΟ) να φθείρουν τις ελληνικές δικαιοδοσίες, η δραστηριότητα του τουρκικού προξενείου στην Δυτική Θράκη αλλά κυρίως η κατά καιρούς εξαιρετικά προκλητικές παραβιάσεις και παραβάσεις στο Αιγαίο, ακόμη και σε περιόδους διμερών επαφών (π.χ. επίσκεψη Μολυβιάτη στην Άγκυρα) ή δραστηριοτήτων υψηλών προσώπων (όπως του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κ. Παπούλια στο Αγαθονήσι) που ενέχουν τον χαρακτήρα προσωπικής αποδυνάμωσής τους, δημιουργούν την εντύπωση ότι ο κύκλος της «μετα-Ελσίνκι εποχής» κλείνει, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά διπλωματικούς και επιχειρησιακούς χειρισμούς στα ζητήματα εθνικής ασφάλειας.

Η διαχείριση των εντάσεων
Η ελληνική διπλωματία κινδυνεύει να υπερκερασθεί από την τουρκική αν η Αθήνα υποτιμήσει τον στρατηγικό ορίζοντα που διέπει την τουρκική διπλωματική τακτική.
Η τουρκική στρατηγική πρόκληση δεν μπορεί να απαντηθεί παρά μόνο με ανάλογες ελληνικές στρατηγικές επιλογές. Από τη σκοπιά της Άγκυρας, η τουρκική πρακτική δεν συνιστά μεταβολή. Αντίθετα συνιστά «συνήθη» πρακτική, καθώς η Τουρκία εμφανίζεται να είναι συνεπής στην πολιτική στρατηγική της και στους διπλωματικούς και στρατιωτικούς χειρισμούς που την υλοποιούν. Η άσκηση στρατιωτικής πίεσης στο Αιγαίο εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας εξακολουθεί να είναι μία σταθερά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η διακηρυγμένη τουρκική επιδίωξη της αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας και των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων συνεχίζει να έχει σημαντικές επιπτώσεις.
Σε διεθνές επίπεδο παγιώνει μια θεώρηση του ζητήματος όχι ως τουρκική διεκδίκηση αλλά ως ύπαρξη μιας «γκρίζας ζώνης» σε ό,τι αφορά ελληνική κυριαρχία. Σε διπλωματικό επίπεδο επιχειρεί να ακυρώσει ή να φθείρει τις ελληνικές θέσεις. Για παράδειγμα, στην περίπτωση εφαρμογής του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Ένωσης Ε.Ε. - Τουρκίας, όταν ο μεταρρυθμιστής Ταγίπ Ερντογάν δηλώνει ότι «αν είναι να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε., επειδή δεν υποχωρούμε στο θέμα του πρόσθετου πρωτοκόλλου, ας διακοπούν», ουσιαστικά πιέζει διπλωματικά τους Ευρωπαίους εταίρους προς μία κατεύθυνση αντίθετη με τις ελληνικές επιδιώξεις και, εφόσον δεν υπάρχει κατάλληλη ελληνική απόκριση προς τους εταίρους μας, η πίεση θα μεταφέρεται πάντοτε στην ελληνική πλευρά.
Κινδυνεύει να ανακοπεί άμεσα ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας και μάλιστα λόγω του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Ένωσης; Κανείς έγκυρος αναλυτής στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό δεν ισχυρίζεται κάτι τέτοιο, παρά τις αναμφισβήτητες δυσκολίες να υπάρξει αλλαγή πλεύσης του τουρκικού καθεστώτος ή του Ερντογάν να το επιβάλει. Αλλά πάλι, αν η Τουρκία δεν μπορεί να μετασχηματιστεί για την αποδοχή του κοινοτικού κεκτημένου, τότε ποιο είναι το ζητούμενο της ενταξιακής πορείας της τόσο για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο, ειδικότερα, και για το ελληνικό πρόβλημα ασφάλειας; Πέραν όμως αυτών, στην ελληνική εσωτερική πολιτική προσπαθεί να ευνοήσει το «άνοιγμα» μιας διαδικασίας αναθεώρησης της μετά το 1974 εθνικής στρατηγικής στην κατεύθυνση «συμβιβαστικών» λύσεων που βασίζονται στην παραχώρηση ελληνικής κυριαρχίας.
Με άλλα λόγια, στο εσωτερικό πολιτικό πλαίσιο η Άγκυρα κινείται προς μια εντελώς αντίστροφη κατεύθυνση επηρεασμού των εξελίξεων από αυτήν που η Ελλάδα επιχειρεί στις εσωτερικές εξελίξεις της Τουρκίας, μέσω της στήριξης που παρέχει στην τουρκική υποψηφιότητα για ένταξη στην Ε.Ε., θεωρούμενης ως διαδικασία «ευρωπαϊκού μετασχηματισμού» της Τουρκίας και, άρα, μεσοπρόθεσμα, άρσης των τουρκικών εδαφικών διεκδικήσεων. Έχουν συσσωρευθεί σημαντικές ενδείξεις ότι η ελληνική πολιτική στρατηγική κινδυνεύει να υπερκερασθεί από την τουρκική, ακριβώς επειδή βασίζεται σε όρους και προϋποθέσεις που οδηγούνται σε εξάντληση. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ελληνική εθνική στρατηγική οφείλει να αναθεωρηθεί, όπως ορισμένοι πολιτικοί κύκλοι διατείνονται.
Η εθνική στρατηγική οφείλει να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες και το όχημα αυτής της αναπροσαρμογής δεν είναι η αναθεώρηση του περιεχομένου της αλλά μια επεξεργασμένη πολιτική στρατηγική που να την υπηρετεί και να ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες. Από τη σκοπιά της διατύπωσης προτεραιοτήτων και πολιτικής στρατηγικής, ο προσδιορισμός των παραμέτρων αυτών συνδέεται άμεσα με την ύπαρξη της σχετικής πολιτικής βούλησης.

Η μετάβαση σε μία νέα στρατηγική
Η προώθηση της σταθερότητας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με δεδομένες τις θέσεις των δύο πλευρών και του διεθνούς παράγοντα, είναι ζήτημα εσωτερικών και διεθνών συσχετισμών που σε τελική ανάλυση αποκρυσταλλώνουν αυτές τις θέσεις. Οι εσωτερικοί συσχετισμοί, όπως προσδιορίζονται στο ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό εθνικό πλαίσιό τους, καθορίζουν κυρίως τις προτεραιότητες πολιτικής και τις εσωτερικές δυνατότητες και αντοχές για την προώθησή τους. Το κύριο ζητούμενο είναι η διατύπωση μιας πολιτικής στρατηγικής που έχει τη ρεαλιστική δυνατότητα δημιουργίας πλεονεκτικών διεθνών ερεισμάτων για την επίτευξη των στόχων της και αυτό κρίνεται μόνο από τα αποτελέσματά της σε προσδιορισμένο χρονικό ορίζοντα.
Η προσπάθεια να ξεφύγει ολόκληρο το πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε Αιγαίο και Κύπρο από τον αναχρονισμό των εδαφικών διεκδικήσεων και της κατοχής δεν μπορεί παρά να είναι πολυδιάστατη. Να ευνοεί, να διευρύνει και να αξιοποιεί την ανάπτυξη σχέσεων εμπιστοσύνης και συνεργασίας με την Τουρκία.
Ταυτόχρονα όμως, η στήριξη της ελληνικής επιλογής να επικρατήσουν στη γειτονική χώρα πολιτικές δυνάμεις που υποστηρίζουν μια γνήσια εταιρική σχέση και την άρση των διεκδικήσεων, βασίζεται στην επιτυχή ανάσχεση και αποτροπή των τουρκικών προκλήσεων σε Αιγαίο, Δυτική Θράκη και Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό είναι το πλαίσιο που θέτει η επαρκώς διατυπωμένη εθνική στρατηγική, που αδιάλειπτα από το 1974 συνιστά το σταθερό πλαίσιο διαμόρφωσης της εκάστοτε πολιτικής στρατηγικής όλων των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων. Κυβερνήσεις που, παρά τις όποιες ατυχείς στιγμές τους, λάθη και παραλείψεις τους, παρέμειναν - άσχετα από τους λόγους - προσηλωμένες στις επιταγές της εθνικής στρατηγικής.
Επίκεντρο μιας ανανεωμένης πολιτικής στρατηγικής είναι η καθοριστική μεταβολή, με βάση πάντα το διεθνές δίκαιο, των διμερών όρων πάνω στις οποίες η Τουρκία βασίζει την πολιτική στρατηγική πρόκλησης εντάσεων στο Αιγαίο. Η ενδυνάμωση της ελληνικής παρέμβασης σε κάθε διεθνές δικαιακό θεσμικό περιβάλλον και η πρακτική στήριξή της σε επιχειρησιακό επίπεδο με κατάλληλη, ευέλικτη και στοχευμένη διαχείριση των εντάσεων, που να επιβάλλει στην άλλη πλευρά την αποκλιμάκωση των εντάσεων. Η πρόκληση εντάσεων δεν πρόκειται να σταματήσει αν οι εσωτερικές πολιτικές δυνάμεις στην Τουρκία που τις συντηρούν δεν μεταβάλουν πολιτική.
Οι προκλήσεις αυτές μπορούν, όμως, να καταστούν ατελέσφορες και αναχρονιστικές εφόσον δεν μεταβάλλουν το statusquo στο Αιγαίο προς όφελος των τουρκικών διεκδικήσεων. Ωστόσο, καμιά εποικοδομητική πολιτική στρατηγική δεν μπορεί να έχει προοπτική αν δεν εδράζεται σε μια ευρύτερη θεώρηση της Τουρκίας και σε εκείνες τις εσωτερικές και διεθνείς διαστάσεις που αναιρούν την τουρκική αναθεωρητική πολιτική και την εντάσσουν σε ένα περιβάλλον σταθερότητας, αμοιβαίας ασφάλειας και εξισορρόπησης θεμιτών συμφερόντων. Παρά την πολιτική κυριαρχία των «καθεστωτικών δυνάμεων» υπάρχει μια κοινωνική και πολιτική δυναμική που διατρέχει την τουρκική κοινωνία και πολιτική στην κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού. Οι εξελίξεις στη γείτονα χώρα, που διατρέχουν σε βάθος την τουρκική κοινωνία, οικονομία και πολιτική, διέπονται από αντιθέσεις και αντιφάσεις και συνεχίζουν, σε ορισμένες τουλάχιστον εκφάνσεις, να είναι απρόβλεπτες.

* Ο δρ Στέλιος Αλειφαντής είναι διευθυντής του Κέντρου Ανάλυσης Διεθνών Συγκρούσεων.

Read more...

Τουρκικές παραβιάσεις με νατοϊκή «ομπρέλα»


Σε παραβιάσεις των κανόνων του FIR Αθηνών και του εθνικού εναέριου χώρου προχώρησαν στις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας τουρκικά μαχητικά, υπό νατοϊκή, μάλιστα, «ομπρέλα».

Όπως έγινε γνωστό, λίγες μέρες πριν την υποβολή των σχεδίων της επίμαχης αεροναυτικής άσκησης που προγραμματίζει η Τουρκία το δεύτερο 15νθήμερο του Μαρτίου, με τη συμμετοχή τουλάχιστον τεσσάρων νατοϊκών χωρών (ΗΠΑ, Βρετανία, Ολλανδία και Βέλγιο), τουρκικά μαχητικά κατά τη διάρκεια άσκησης μαζί με νατοϊκό Awacs (Airborne Warning and Control System), παρεξέκλιναν της πορείας τους και έφτασαν μέχρι τη νησίδα Καλόγεροι δυτικά της Χίου.

Αμεση ήταν η αντίδραση της Αθήνας στα όργανα της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας σε κατ’ αρχήν στρατιωτικό επίπεδο. Ωστόσο κύκλοι του υπουργείου Εθνικής Αμυνας εκφράζουν την ανησυχία τους για την εμπλοκή-ανοχή του ΝΑΤΟ στην τουρκική προσπάθεια αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στο Αιγαίο.Με την άσκηση στα μέσα Μαρτίου, η Αγκυρα επιχειρεί να εμφανίσει νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, από τη Θάσο μέχρι το Καστελλόριζο, ως αποστρατικοποιημένα, και διχοτομημένο το Αιγαίο στον 25ο Μεσημβρινό. Επιπρόσθετα, η Τουρκία δεσμεύει 20 περιοχές σε όλο το μήκος του FΙR Αθηνών για πτήσεις αεροσκαφών χωρίς να υποβάλλει σχέδια πτήσεων στις αρμόδιες ελληνικές αρχές, αμφισβητώντας και πάλι το εύρος του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου.

ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ

Read more...

Λονδίνο καλεί Αθήνα στο περιθώριο τού τουρκικού «Ηγεμόνα»


Πρόσκληση για Κοινή Άσκηση
ΤΗ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ μίνι στρατιωτικής δράσης ΕλλάδαςΒρετανίας έχει ζητήσει το Λονδίνο με την ευκαιρία της παρουσίας των αεροναυτικών του δυνάμεων στο Αιγαίο προκειμένου να λάβουν μέρος στην τουρκική άσκηση- πρόκληση «Ηγεμών» στην οποία έχει προσκληθεί!
Το ελληνικό Πεντάγωνο, σύμφωνα με στρατιωτικές πηγές, δεν έχει απαντήσει ακόμα επισήμως στη Βρετανία αν θα αποδεχθεί ή όχι την πρόσκληση. Ωστόσο οι περισσότερες εισηγήσεις από επιτελείς είναι να απορριφθεί: «Τυχόν αποδοχή θα νομιμοποιούσε και τις υπόλοιπες δράσεις με τις τουρκικές δυνάμεις που έχουν ως στόχο τη διχοτόμηση του Αιγαίου», λένε υποστηρικτές της άποψης αυτής. Στην τουρκική άσκηση, που σχεδιάζεται για το διάστημα 13-29 Μαρτίου, έχουν κληθεί να πάρουν μέρος δυνάμεις από τις νατοϊκές χώρες ΗΠΑ, Ολλανδία, Βέλγιο και Βρετανία.


Η παρουσία των Βρετανών στην περιοχή- και η συμμετοχή τους στην τουρκική άσκηση που περιέχει πακέτο όλες τις τουρκικές διεκδικήσεις- οφείλεται στην διεξαγωγή της ευρείας αεροναυτικής άσκησης «Τaurus»: η βρετανική άσκηση, στην οποία συμμετέχουν και οι ΗΠΑ και η Γαλλία, ξεκινά από το Πλίμουθ, εκτυλίσσεται στη Μεσόγειο και φτάνει μέσω Σουέζ μέχρι την Ανατολική Ασία! Αυτός είναι και ο λόγος που η Βρετανία αναζητεί μια μεσοβέζικη λύση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προκειμένου να πραγματοποιηθεί το τουρκικό σκέλος της άσκησης («Ηγεμών») με τις διεθνείς συμμετοχές, χωρίς όμως τις φάσεις που ενοχλούν την Ελλάδα.

Παρ΄ όλο που στο Πεντάγωνο έχει σημάνει σιωπητήριο για το θέμα, την εμπλοκή του Λονδίνου επιβεβαίωσε πηγή της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα. Σύμφωνα με αυτήν, «υπάρχουν συνεχιζόμενες συνομιλίες που συμπεριλαμβάνουν όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές». Η ίδια πηγή πρόσθεσε ότι σε όλες τις ασκήσεις που συμμετέχουν βρετανικές δυνάμεις, τόσο στο Αιγαίο όσο και οπουδήποτε αλλού, αυτό γίνεται σε απόλυτη εναρμόνιση με το διεθνές δίκαιο και με σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας.

Εξέδωσαν ΝΟΤΑΜ
Στο μεταξύ εξεδόθησαν από τις τουρκικές αρχές διεθνείς αναγγελίες (ΝΟΤΑΜ) για 4 περιοχές στο Αιγαίο στις οποίες η Άγκυρα θέλει να διεξαγάγει αεροπορικές δράσεις στο πλαίσιο της άσκησης «Ηγεμών». Οι αναγγελίες έχουν φτάσει στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας (ΥΠΑ) και θα εξεταστούν από τα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας.

Σε πολιτικό επίπεδο, ο υπουργός Άμυνας Ευάγγ. Μεϊμαράκης έθεσε το ζήτημα σε ομολόγους του στη σύνοδο του ΝΑΤΟ, ενώ αναμένεται να το θέσει κατά τις επαφές της στην Ουάσιγκτον και η υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη. Το ζήτημα είναι τεράστιο και πρέπει να αντιμετωπιστεί από την κυβέρνηση στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο, δήλωσε η πολιτική εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ για θέματα Άμυνας κ. Βάσω Παπανδρέου.
ΤΑ ΝΕΑ

Read more...

Βαλίτσες ετοιμάζει ο Τούρκος πρόξενος Κομοτηνής;


Το γεγονός ότι μια μεγάλη φιέστα της πρώτης τουρκικής δημόσιας Τράπεζας που ιδρύθηκε σε περιφερειακή πόλη της χώρας και συγκεκριμένα στην έδρα της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης την Κομοτηνή δεν μπόρεσε να γίνει όπως αρχικά είχε σχεδιαστεί, ενώ υπήρχε υψηλόβαθμη πολιτική εκπροσώπηση της γείτονος χρεώνεται στον γενικό πρόξενο της Τουρκίας Μουσταφά Σαρνίτς που αποδεικνύεται πολύ άτυχος.

Πληροφορίες αναφέρουν ότι μετρά μέρες κι ετοιμάζει βαλίτσες, ενώ η απάντηση που δόθηκε ότι το λάθος των προσκλήσεων χρεώνεται σε εταιρία δημοσίων σχέσεων που το είχε αναλάβει, δεν μετατοπίζει το βάρος των ευθυνών. Γιατί επρόκειτο για δημόσια κρατική τουρκική τράπεζα που πάτησε πόδι στην Θράκη, και τουλάχιστον τα προσχήματα έπρεπε να κρατηθούν. Γιατί η επεξήγηση ότι δεν υπήρξε παράλειψη, αλλά σε μια ευρωπαϊκή χώρα όπου οι περισσότεροι γνωρίζουν αγγλικά, τα ελληνικά είναι εκ του περισσού, είναι αφέλεια αν μη τι άλλο.
Πάντως επειδή το πρόγραμμα δεν έπρεπε να αλλάξει τα εγκαίνια έγιναν στο στυλ του «ψεκάστε σκουπίστε τελειώσετε», δεν υπήρξε πανηγυρικός χαρακτήρας, αλλά ένα κλίμα αμηχανίας και η παραμικρή καταγραφή των δεκάδων μέσων ενημέρωσης δεν ήταν για καλό. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και ο ίδιος ενώ ήλθε, βίωνε το ηλεκτρισμένο κλίμα που υπήρχε, οι υπεύθυνοι της Ziraat Bank είχαν περιοριστεί στα απολύτως απαραίτητα χωρίς να προσεγγίσουν το καταναλωτικό κι επενδυτικό κοινό ούτε με ένα φυλλάδιο για τα δικά τους τραπεζικά δεδομένα.
Έτσι ο διευθυντής θεωρείται ότι είναι υπό αναχώρηση και μετά ακολουθεί και ο κ. Σαρνίτς ίσως σε κάποιο άλλο πόστο.
Εφημερίδα "Ο Χρόνος"

Read more...

Αναγνώστες

About This Blog

  © Blogger templates ProBlogger Template by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP