Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ...ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΑΜΥΝΤΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ


του Χρήστου Κόλλια*


Σε πάνω από €300 δισεκατομμύρια εκτιμάται ότι θα ανέλθει το δημόσιο χρέος της Ελλάδας το 2010 ή περί το 133% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τον εκτελούμενο προϋπολογισμό του τρέχοντος έτους.

Πολλαπλές, πολυδιάστατες και οδυνηρές οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της δημοσιονομικής ασφυξίας στην οποία έχει περιπέσει η χώρα. Σε Υπουργικό Συμβούλιο (στις 9/12/2009) αλλά και σε άλλες περιπτώσεις, ο πρωθυπουργός δήλωσε, περιγράφοντας με τα μελανότερα χρώματα την οικτρή δημοσιονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η Ελλάδα, ότι «το δημοσιονομικό αδιέξοδο της χώρας απειλεί την εθνική μας κυριαρχία, για πρώτη φορά από το 1974». Υπερβολή; Ίσως. Λόγω της αδήριτης ανάγκης να αναδειχθεί σε όλη του τη διάσταση το μέγεθος του δημοσιονομικού προβλήματος και των επιπτώσεων σε περίπτωση καταφυγής στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ίσως όμως και όχι αν σκεφτούμε ότι ως εθνική κυριαρχία νοείται, μεταξύ άλλων, και η δυνατότητα ενός κράτους να προασπίζει τα εθνικά συμφέροντα, τα κυριαρχικά δικαιώματα, την εδαφική ακεραιότητά του. Και ως γνωστόν, η Ελλάδα είναι κράτος του οποίου τα κυριαρχικά δικαιώματα, ακόμα ίσως και η εδαφική του ακεραιότητα, απειλούνται συνεχώς και συστηματικά από τον εξ Ανατολών γείτονά μας.

Το εν ισχύι τουρκικό casus belli, οι καθημερινές παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου, ακόμα και οι υπερπτήσεις πάνω από ελληνικά νησιά είναι ίσως οι πιο απτές και μη επιδεχόμενες οποιαδήποτε αμφισβήτηση αποδείξεις των προθέσεων και της στρατηγικής της Τουρκίας. Σε 107 ανέρχονται μόνο για τον Ιανουάριο οι παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΓΕΕΘΑ σε 1.678 ανέρχεται ο συνολικός αριθμός των παραβιάσεων για το 2009 (αυξημένες κατά σχεδόν 30% σε σχέση με το 2008) με 51 υπερπτήσεις εθνικού εδάφους. Περισσότερες από 25.000 παραβιάσεις την περίοδο 1985-2009 με το συνεπαγόμενο κόστος των αναχαιτίσεων να ανέρχεται σε αρκετές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ, για να μην αναφερθούμε στις ζωές των πιλότων που έχουν χαθεί στον ακήρυκτο ψυχρό πόλεμο που διεξάγεται καθημερινά στο Αιγαίο. Βαρύ το κόστος που επωμίζεται η Ελλάδα για να διατηρεί αξιόπιστη στρατιωτική αποτροπή έναντι του δύστροπου και επιθετικού γείτονα ο οποίος φιλοδοξεί να καταστεί κάποτε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνεπώς εταίρος τόσο της Ελλάδας όσο και της Κύπρου, τμήμα της οποίας κατέχει. Σε 4% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο ετησίως αντιστοιχούν την τελευταία εικοσαετία οι ελληνικές αμυντικές δαπάνες. Υπερδιπλάσιο το οικονομικό βάρος που υποχρεώνεται να σηκώσει η χώρα σε σχέση με τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ27 που ήταν της τάξεως του 1,8%. Πολλές οι επιπτώσεις της επιβάρυνσης που υφίσταται η ελληνική οικονομία λόγω των υψηλών αμυντικών δαπανών. Δαπάνες που αντιπροσωπεύουν το κόστος που καταβάλλουν οι Έλληνες πολίτες για να διατηρεί η χώρα μας υψηλή αποτροπή και αμυντική επάρκεια έναντι της Τουρκίας. Επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό και την δημοσιονομική κατάσταση. Δυσχεραίνουν και επιβραδύνουν τις αναπτυξιακές προσπάθειες καθώς οι πόροι αυτοί θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν, ευεργετικά για την οικονομία και τους Έλληνες πολίτες, σε μία πλειάδα εναλλακτικών χρήσεων: στην υγεία, στην παιδεία, στην κοινωνική πολιτική, στις υποδομές για να αναφερθούμε σε κάποια κλασικά παραδείγματα του διλήμματος «βούτυρο ή κανόνια».
Η οικονομία είναι η πηγή από όπου αντλούνται οι πόροι που συντηρούν ισχυρές ένοπλες δυνάμεις και αποτροπή. Μία εύρωστη και αναπτυσσόμενη οικονομία μπορεί να καταβάλει το κόστος μίας ισχυρής αμυντική θωράκισης: «…και έστιν ο πόλεμος ούχ όπλων το πλέον αλλά δαπάνης, δι’ ήν τα όπλα ωφελεί…». Ο πόλεμος γίνεται λιγότερο με τα όπλα και περισσότερο με τα χρήματα, τα οποία καθιστούν τα όπλα αποτελεσματικά παρατηρεί διεισδυτικά ο Θουκυδίδης. Μία ασθμαίνουσα και καχεκτική οικονομία αδυνατεί να διαθέσει τους απαραίτητους πόρους στην αμυντική θωράκιση και δεν μπορεί να συντηρήσει επί μακρόν ισχυρές ένοπλες δυνάμεις χωρίς να γονατίσει. Τα χρόνια διαθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και ειδικότερα το τεράστιο δημοσιονομικό πρόβλημα που πλέον έχει παροξυνθεί, οδηγούν σε υποχρεωτικές περικοπές στις αμυντικές δαπάνες με κίνδυνο να παγιωθεί ένα ήδη διαμορφούμενο έλλειμμα ισχύος έναντι της Τουρκίας σε κρίσιμους τομείς του συσχετισμού δυνάμεων. Σε καιρούς ισχνών αγελάδων καθίσταται αναγκαίο όσο ποτέ το κάθε ευρώ που επενδύεται στην εθνική άμυνα να αποφέρει το μέγιστο δυνατό όφελος σε όρους στρατιωτικής δύναμης και συνεπώς αποτροπής. Αυτό απαιτεί σημαντικές τομές σε δύο μέτωπα. Στο μέτωπο των εξοπλισμών και στο μέτωπο της δομής και λειτουργίας των Ενόπλων Δυνάμεων με στόχο την ελαχιστοποίηση του κόστους και την μεγιστοποίηση του αποτελέσματος.
Παραδείγματος χάρη, η Ελλάδα σταθερά κατατάσσεται μεταξύ των μεγαλύτερων αγοραστών οπλικών συστημάτων παγκοσμίως. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι έχουμε διαχρονικά υποχρεωθεί από την αναθεωρητική στάση της Τουρκίας να πραγματοποιήσουμε πολλούς εξοπλισμούς. Διαθέταμε όμως μακροχρόνια και συνεκτική πολιτική εξοπλισμών; Η πολυτυπία σε κρίσιμα συστήματα, όπως επί παραδείγματι τα μαχητικά αεροσκάφη ή και τα άρματα μάχης, αλλά και η απουσία ουσιαστικής και σταθερής διασύνδεσης των εξοπλισμών με την εγχώρια παραγωγική βάση δεν στοιχειοθετούν λόγους για μία άνευ επιφυλάξεων καταφατική απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα. Η πολυτυπία, πέρα από τα όποια επιχειρησιακά προβλήματα ίσως να δημιουργεί, πολλαπλασιάζει το λειτουργικό κόστος ενώ ο διαμοιρασμός των παραγγελιών δεν βοηθά στην αύξηση της εγχώριας συμμετοχής, πολύ δε περισσότερο στην ένταξη του συνόλου της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και ειδικότερα στον ευρωπαϊκό ως οργανικό τμήμα του. Το δημοσιονομικό αδιέξοδο που αντιμετωπίζει η Ελλάδα θα έχει ως αποτέλεσμα την αναπόφευκτη δραστική μείωση των διαθέσιμων πόρων για την εθνική άμυνα τα επόμενα χρόνια, όπως εξάλλου έχει ήδη προαναγγελθεί και ήδη υλοποιείται από μέρους της κυβέρνησης. Το στοίχημα είναι μεγάλο και σύνθετο. Πώς θα μπορέσουμε να αποφύγουμε ουσιαστική επιδείνωση στον ελληνοτουρκικό συσχετισμό δυνάμεων, διατηρώντας αξιόπιστη και αξιόλογη αποτροπή με λιγότερους πόρους. Στον τομέα της άμυνας, η απειλή για την εθνική κυριαρχία εξαιτίας του δημοσιονομικού προβλήματος είναι ορατή. Ίσως ο Πρωθυπουργός να είχε και αυτή την διάσταση κατά νου όταν προέβη στην προαναφερόμενη δήλωση. Μόνο η ταχύτατη ανάταξη και η αναπτυξιακή ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας μπορεί να εγγυηθεί την δυνατότητα να συνεχίσει να ανταποκρίνεται η χώρα μας με επάρκεια στις προκλήσεις των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε όλα τα μέτωπα, του στρατιωτικού συμπεριλαμβανομένου. Παράλληλα όμως, απαιτείται η εκ βάθρων αναθεώρηση όλης της αμυντικής πολιτικής –εξοπλισμοί, δομή δυνάμεων κ.λπ.– με στόχο να παράγεται το μέγιστο δυνατόν αποτέλεσμα σε όρους αποτρεπτικής ισχύος για κάθε ευρώ που επενδύεται στην άμυνα.

* Ο κ. Χρήστος Κόλλιας είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Αναγνώστες

About This Blog

  © Blogger templates ProBlogger Template by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP