Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Τι σηματοδότησε η επίσκεψη Έρντογαν στην Ελλάδα και πόσο καλά πήγε;


Η επίσκεψη έδωσε μία νέα πολιτική ώθηση στην προσπάθεια επαναπροσέγγισης των δύο χωρών και πήγε καλά. Αυτή η εκτίμηση είναι κοινή και στις δύο πλευρές και αποτυπώθηκε και στον τύπο των δύο χωρών. Αξίζει να μελετήσει κανείς τους λόγους της επιτυχίας της επίσκεψης. Πρώτον, υφίσταται εγνωσμένη βούληση και στις δύο πλευρές να σημειωθεί πρόοδος στις διμερείς σχέσεις. Οι λόγοι που βρίσκονται πίσω από τη βούληση αυτή είναι διαφορετικοί για τις δύο πλευρές. Στη μεν ελληνική πλευρά, ο πρωθυπουργός επιθυμεί να αναβιώσει την πρώτη επαναπροσέγγιση της περιόδου 1999, κάτι που έχει εξάλλου δηλώσει. Η τουρκική πλευρά, και αν ακόμη δεν το έχει δηλώσει ρητά, έχει καταστήσει σαφές ότι τα ελληνοτουρκικά δεν αποτελούν προτεραιότητα της παρούσας κυβέρνησης, που δε βλέπει την Ελλάδα ως «απειλή» για την Τουρκία. Δεύτερον, η οικονομική κρίση που ταλανίζει την Ελλάδα θα αποτελέσει τον καταλύτη για τη βελτίωση των σχέσεων, επιτελώντας ρόλο παρόμοιο με εκείνον που είχαν διαδραματίσει οι σεισμοί το 1999. Η κρίση θα επιτρέψει στις ηγεσίες των δύο χωρών, και ιδίως στην ελληνική, να βρουν ερείσματα στην κοινή γνώμη για την ειλημμένη απόφαση της επαναπροσέγγισης.

Πολλοί στην Ελλάδα ανησυχούν πως η τουρκική κυβέρνηση προσεγγίζει τώρα την Ελλάδα από θέση ισχύος. Γίνεται πολύς λόγος για «νεο-Οθωμανική» προσέγγιση και αναφορές στην εξομάλυνση των σχέσεων με τη Συρία και την απόπειρα εξομάλυσνης με την Αρμενία. Στις περιπτώσεις αυτές η στρατηγική της Άγκυρας ήταν να αποσπάσει σημαντικές υποχωρήσεις, προσφέροντας στην άλλη πλευρά επενδύσεις και δίοδο επικοινωνίας με την Ευρώπη.

Στην περίπτωση της Ελλάδος νομίζω πως αυτό δεν ισχύει. Δε θεωρώ ότι η Τουρκία την προσεγγίζει με τρόπο πατερναλιστικό, ή ότι βρίσκεται σε σχέση ισχύος, όπως στην περίπτωση της Συρίας και της Αρμενίας. Η Ελλάδα είναι μία χώρα ισχυρή πολιτικά, είναι μέλος της ΕΕ και ως ένα βαθμό κρατά ένα από κλειδιά της ειδοχής της Τουρκίας στην ΕΕ. Στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια, εξάλλου, θεωρούσαν ότι η Ελλάδα ήταν ισχυρή και επέβαλε τη θέλησή της, τουλάχιστον εντός των πλαισίων της ΕΕ. Όσον αφορά την οικονομική κρίση ειδικότερα, η Τουρκία έχει περάσει πολλάκις τις Συμπληγάδες της οικονομικής κατάρρευσης. Η τελευταία φορά που έπρεπε να αντιμετωπίσει μία αντίστοιχη κατάσταση απέχει λιγότερο από δεκαετία. Συνεπώς, η Τουρκία καλύτερα από οποιονδήποτε στην περιοχή είναι σε θέση να γνωρίζει τι περιμένει την Ελλάδα και τι πρέπει να γίνει, ενώ στην κοινή γνώμη της Τουρκίας επικρατεί μέλλον ένα αίσθημα συμπάθειας. Πρέπει να εκμεταλλευθούμε την οικονομική κρίση ως ευκαιρία για να βελτιώσουμε τις διμερείς σχέσεις μας.

Η κρίση ενδεχομένως δημιουργήσει αντανακλαστικά πανικού στην ελληνική κοινή γνώμη. Πώς μπορούμε να τη «χρησιμοποιήσουμε» ως καταλύτη θετικών εξελίξεων στα ελληνοτουρκικά;

Ακριβώς λόγω της κρίσης, στην αντιμετώπιση της οποίας πρέπει να επικεντρωθεί η κυβέρνηση, τα ελληνοτουρκικά δεν αποτελούν πρώτη προτεραιότητα για την ελληνική πλευρά. Στην Τουρκία πάλι, η Ελλάδα έχει υποβαθμισθεί στο σύστημα προτεραιοτήτων της εξωτερικής πολιτικής, που έχει στρέψει την προσοχή του προς άλλα μέτωπα. Πίσω από την επανιεράρχηση αυτή λανθάνει η συνειδητοποίηση ότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές δεν ενέχουν τον κίνδυνο μίας σύρραξης, ενώ η Ελλάδα δεν απειλεί την τουρκική ασφάλεια αλλά αντιθέτως φυλά τρόπον τινά το δρόμο προς την επίτευξη των στρατηγικών επιδιώξεων της Τουρκίας. Σε πρακτικό πάλι επίπεδο, η ανάγκη εξοικονόμησης κονδυλίων θα εξυπηρετηθεί κατά κύριο λόγο από περικοπές στον τομέα των εξοπλισμών. Παρόμοια λύση ακολουθήθηκε τη δεκαετία του 1990, όταν η Ελλάδα χρειαζόταν χρήματα για να προσχωρήσει στην Ο.Ν.Ε. και η Τουρκία ήταν αναγκασμένη να συγκεντρώσει τα στρατεύματά της στη Νοτιοανατολή. Άρχισε τότε να υποβαθμίζει την 4η Στρατιά («του Αιγαίου»). Σήμερα, η Ελλάδα έχει επιτακτική ανάγκη να εξοικονομήσει κονδύλια, και η Τουρκία αποτελούσε βασική αιτία ή δικαιολογία για τις υπέρογκες στρατιωτικές της δαπάνες. Εξίσου όμως η Τουρκία επιβάλλεται να στρέψει την προσοχή της στα ανατολικά της σύνορα. Πέραν του γεγονότος ότι στις νοτιοανατολικές επαρχίες της χώρας μαίνεται ένας ακήρυχτος πόλεμος με νεκρούς σχεδόν καθημερινά, η Τουρκία γνωρίζει πως συνορεύει με χώρες εξαιρετικά ασταθείς, το μέλλον των οποίων είναι αβέβαιο. Κανείς δεν ξέρει τι επιφυλάσσει η επόμενη μέρα στο Ιράκ ή το Ιράν, ή αν επίκειται μία γενικότερη ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή.

Πολλοί στην Ελλάδα εκφράζουν επιφυλάξεις όσον αφορά την ειλικρίνεια των προθέσεων και των πρόσφατων λόγων του Έρντογαν. Εσείς τι πιστεύετε;

Νομίζω ότι στη βάση των επιφυλάξεων αυτών βρίσκεται μία συσσωρευμένη συλλογική εμπειρία αναμφισβήτητα αρνητικών παρελθουσών εμπειριών καθώς και φοβίες. Πολλοί απλώς δε θέλουν ούτε να ακούσουν τη λέξη «Τουρκία», που αποτελεί «κόκκινο πανί», και είναι εκ προοιμίου αρνητικά διατεθειμένοι. Μπορεί κατά τη διάρκεια της επταετούς διακυβέρνησης από τον Ταγίπ Έρντογαν να μη βλέπουν τίποτε το θετικό, ωστόσο και όλη αυτή την περίοδο δεν είχαμε τίποτε το αρνητικό. Δε σημειώθηκε καμμία κρίση ή κλιμάκωση. Η παρούσα τουρκική κυβέρνηση επιθυμεί νομίζω ειλικρινά την αποκλιμάκωση με την Ελλάδα, που προϋποθέτει και την επίλυση των μεταξύ των δύο χωρών διαφορών. Η εξάλειψη της πεποίθησης ότι η Ελλάδα αποτελεί απειλή εξυπηρετεί την κυβέρνηση Έρντογαν και στο εσωτερικό μέτωπο. Ας μην παραβλέπουμε πως το στρατιωτικό – γραφειοκρατικό κατεστημένο ήταν που επικαλείτο την «ελληνική απειλή», ως έναν από τους λόγους ύπαρξής του. Πολλοί στην Τουρκία δικαιολογούσαν το ρόλο τους εξαιτίας ακριβώς της υπολαμβανόμενης αυτής απειλής. Με τον ίδιο τρόπο που πολλοί Έλληνες φοβούνται ότι η Τουρκία «θα αρπάξει ένα από τα νησιά μας» έτσι και πολλοί Τούρκοι φοβούνταν πως η Ελλάδα – σε συνεργασία με άλλες δυνάμεις – θα απεργαζόταν τη διαίρεση της χώρας τους. Ακόμη και αν αυτό φαίνεται υπερβολικό με στρατηγικούς όρους, με πολιτικούς όρους δεν είναι παράλογο: θεωρούν ότι η Ελλάδα με πολιτικούς όρους έχει βλάψει την Τουρκία όποτε της δόθηκε η ευκαιρία, όπως με την υπόθεση Ότζαλαν. Σημειωτέον, τέλος, ότι η ένταξη στην ΕΕ εξακολουθεί να αποτελεί την εκπεφρασμένη, τουλάχιστον, προτεραιότητα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Στη βάση αυτή, τα πρακτικά οφέλη της επαναπροσέγγισης με την Ελλάδα είναι πολύ μεγάλα. Η διατήρηση των εντάσεων δυναμιτίζει την τουρκική ένταξη στην ΕΕ, ενώ η ομαλοποίηση τη διευκολύνει. Είναι σε όφελος και των δύο χωρών η εξομάλυνση των διμερών σχέσεων, είτε ως προϋπόθεση για την τουρκική ένταξη, είτε ως απαραίτητο συστατικό καλής γειτονίας σε περίπτωση ματαίωσης της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας. Αλλά η απαλλαγή της εξωτερικής πολιτικής από μία προβληματική ατζέντα θα δώσει μεγαλύτερη ευχέρεια στην κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τα μείζονα εσωτερικά προβλήματα της Τουρκίας – την καταπολέμηση του παρακράτους και τη συνταγματική αναθεώρηση.

Η οικονομική ταλαιπωρία της Ελλάδος προκάλεσε χείμαρρο απαξιωτικών για την ΕΕ σχολίων σε όλες τις εφημερίδες της Τουρκίας. Έχει υποβαθμισθεί η προτεραιότητα της ένταξης μετά την ελληνική περιπέτεια;

Είναι αλήθεια πως η οικονομική κρίση στην Ελλάδα αποδόμησε την ΕΕ στην εσωτερική πολιτική συζήτηση στην Τουρκία, λόγω των τριβών που σημειώθηκαν στο εσωτερικό της Ένωσης. Η απροθυμία ή η αδυναμία της ΕΕ να παρέμβει προβλημάτισε μεγάλο μέρος της τουρκικής κοινής γνώμης, ενώ κατέστησε σαφές πως η ΕΕ δεν αποτελεί πανάκεια στα προβλήματα μίας χώρας. Όταν μία χώρα σαν την Ελλάδα, που αποτελεί μέλος της ΕΕ τα τελευταία τριάντα χρόνια, δεν έχει κατορθώσει να ξεπεράσει τα οικονομικά της προβλήματα και μάλιστα εγκαταλείπεται αβοήθητη ως την τελευταία στιγμή από τον κοινοτικό μηχανισμό, γεννάται αμέσως το ερώτημα στο μέσο Τούρκο μήπως οι σχέσεις εντός της ΕΕ είναι επιδερμικές. Ωστόσο, οι λόγοι για τους οποίους η Τουρκία επιθυμεί την ένταξή της είναι προεχόντως πολιτικής και στρατηγικής, παρά οικονομικής φύσεως. Επίσης, κυριαρχεί η πεποίθηση ότι η Τουρκία δεν έχει στην παρούσα συγκυρία ανάγκη την ΕΕ στον οικονομικό τομέα, καθώς η τουρκική οικονομία «στέκεται στα πόδια της». Σε κάθε πάντως περίπτωση η περιπέτεια της Ελλάδος δίνει ένα πλέον επιχείρημα στους Τούρκους ευρωσκεπτικιστές.

Θα έπρεπε ίσως οι ηγεσίες των δύο χωρών στην παρούσα φάση να προχωρήσουν στην επίλυση των διμερών διαφορών, σε συνεννόηση με οργανώσεις της «κοινωνίας των πολιτών» αλλά χωρίς να ζητούν σε κάθε βήμα το πράσινο φως της κοινής γνώμης;

Το πώς γίνεται αντιληπτή η έννοια της «κοινής γνώμης» και πώς αυτή διαμορφώνεται αποτελεί ζήτημα προς συζήτηση. Πρέπει επίσης να συζητηθεί ο ρόλος του τύπου στη διαμόρφωσή της. Δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι στην Ελλάδα η κοινή γνώμη είναι εξόχως συμμετοχική, ενώ στην Τουρκία το αντίθετο – δεν υπάρχει κουλτούρα συμμετοχής. Η επαναπροσέγγιση, σημειωτέον, στηρίζεται σε ένα κεκτημένο στηριγμένο κυρίως σε πρόσωπα και πολιτική βούληση. Δεν έχει όμως αποκτήσει θεσμικά ερείσματα. Η διαδικασία επαναπροσέγγισης μπορεί να χαίρει μιας αμφιμερώς ειλημμένης απόφασης και να οδήγησε σε μία «ήρεμη δεκαετία» στα ελληνοτουρκικά, αλλά σήμερα απαιτείται μία νέα ώθηση. Εδώ έγκειται και η σημασία της επίσκεψης του Έρντογαν – το κεκτημένο της ομαλοποίησης των σχέσεων έπρεπε να λάβει μία νέα ώθηση από ανώτατα πολιτικά κλιμάκια. Η έλλειψη θεσμικής βάσης το έκανε πιο εύθραυστο και επιφανειακό. Πάντως είναι ιδιαίτερα σημαντικό πως σήμερα δεν ξεκινούμε από το μηδέν, όπως το 1999.

Πέραν των πολιτικών πρωτοβουλιών, ο τύπος και οι οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στο χώρο της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης πρέπει να εγκαταλείψουν τη λογική της αντιπαλότητας, που είχε μειωθεί τα πρώτα χρόνια της επαναπροσέγγισης. Έχει εξαιρετική σημασία ποιες ειδήσεις επιλέγει ο τύπος, πώς τις παρουσιάζει, ποιες πρωτοβουλίες λαμβάνει η κοινωνία των πολιτών.

Θεωρείτε πως το σοβαρότερο πρόβλημα στις σχέσεις είναι η άγνοια της άλλης πλευράς;

Θεωρώ ότι τα προβλήματα τουλάχιστον του Αιγαίου – που παρουσιάζονται ως τα κύρια αγκάθια στη σημερινή δυναμική των σχέσεων – είναι προβλήματα τεχνικά. Είναι με άλλα λόγια επιδεκτικά τεχνικής λύσης, εφόσον υφίσταται η πολιτική βούληση. Ταυτόχρονα, είναι θέματα που αναδύθηκαν σε μία συγκυρία εντελώς διαφορετική στις διεθνείς σχέσεις – την περίοδο του ψυχρού πολέμου και της πετρελαϊκής κρίσης. Θα πρέπει συνεπώς να επανεξετάσουμε τη σχετικότητά τους στη σημερινή συγκυρία. Κατά τη γνώμη μου είναι ζητήματα ξεπερασμένα, διαφορές παρωχημένες ως προς το χαρακτήρα και την ουσία τους. Η διαμάχη γύρω από το Αιγαίο αναδύθηκε σε μία περίοδο όπου, μεσούσης της πετρελαϊκής κρίσης του 1973, υπήρξαν ελπίδες ανεύρεσης πετρελαίου στο Αιγαίο. Τρίτα κράτη πίεζαν την Ελλάδα και την Τουρκία να εκχωρήσουν άδειες εξερεύνησης και εξόρυξης. Σήμερα είναι σαφές πως τα κοιτάσματα στο Αιγαίο είναι είτε πολύ περιορισμένα, είτε κακής ποιότητας, είτε δεν είναι οικονομικά συμφέρουσα η εξόρυξή τους. Τέλος, τα διμερή ζητήματα στο Αιγαίο αναδύθηκαν την εποχή που η Τουρκία διοικείτο από κατ’ όνομα, τουλάχιστον, κεντροαριστερές κυβερνήσεις, που διακατέχονταν από την ιδιότυπη κεμαλική εμμονή περί «δυτικού ιμπεριαλισμού». Οι κυβερνήσεις αυτές θεωρούσαν την Ελλάδα κακομαθημένο παιδί ή πιόνι του δυτικού ιμπεριαλισμού, μέσω της οποίας η Δύση προσπαθούσε να πλήξει την Τουρκία. Έπασχαν από το «σύνδρομο των Σεβρών», τη φοβία ότι οι ξένες δυνάμεις σχεδίαζαν τη διαίρεση της χώρας, από το οποίο υποφέρει μεγάλο μέρος του κεμαλικού χώρου. Τέλος, δεν πρέπει να λησμονείται πως η κούρσα εξοπλισμών των δύο χωρών ήταν εξαιρετικά προσοδοφόρος για τις ξένες εξοπλιστικές εταιρείες. Εκείνη την εποχή ο στρατός ήταν πανίσχυρος στην Τουρκία, και αυτός καθόριζε τη φύση και το περιεχόμενο των «απειλών κατά της εθνικής ασφάλειας». Η Ελλάδα πάλι μόλις έβγαινε από την Επταετία, ήταν εξαιρετικά αδύναμη και είχε περιπέσει σε διεθνή ανυποληψία.

Εάν τα προβλήματα δεν είναι παρά τεχνικής φύσεως, τι είναι αυτό που τα ανάγει σε «ζητήματα καίριας σημασίας»;

Ο ψυχολογικός παράγων. Η φοβική ψυχολογία οφείλεται στη στείρα αναπαραγωγή, την αναμάσηση στερεοτύπων μέσα από την εκπαίδευση, τη συλλογική μνήμη και το ρόλο των ΜΜΕ. Καλλιεργεί τον ανταγωνισμό και δίνει έμφαση στις αρνητικές πλευρές της ιστορικής διαδρομής των δύο εθνών, παραβλέποντας σχεδόν εντελώς τις όποιες θετικές πλευρές. Η συμβίωση αναπαράγεται μόνο αρνητικά, ενώ πολλές ιστορικές ανακρίβειες προπαγανδίζονται από κύκλους που έχουν συμφέρον να καλλιεργούν την αντιπαράθεση. Ήδη όμως βρίσκεται σε εξέλιξη μια προσπάθεια και στις δύο κοινωνίες να απαλλαγούν τα ιστορικά συγγράμματα της σχολικής εκπαίδευσης από φράσεις που προάγουν τον εθνικισμό και τον ανταγωνισμό. Ιστορικοί, παιδαγωγοί και άλλοι εμπειρογνώμονες εργάζονται και στις δύο πλευρές, αλλά πλέον και από κοινού, για την εξάλειψη των επίμαχων φράσεων και τη διόρθωση ιστορικών ανακριβειών.

Πώς αλλιώς μπορούν να καταρριφθούν τα αρνητικά στερεότυπα για την «άλλη» πλευρά;

Πίσω από τα στερεότυπα βρίσκεται η άγνοια, που διευκολύνει την αναμάσησή τους. Είναι πολύ ευκολότερο για κάποιον να καλλιεργήσει αρνητικά συναισθήματα προς μία ομάδα που δε γνωρίζει ενώ, αντίστροφα, είναι πολύ δυσκολότερο να μισήσεις συλλήβδην μία ομάδα, με μέλη της οποίας έχεις αναπτύξει δεσμούς.

Η λύση βρίσκεται συνεπώς στη γνωριμία του «άλλου». Πόσο μάλλον καθώς τα γλυκανάλατα που λέγονται και γράφονται για το «πόσο μοιάζουν» οι δύο λαοί είναι απολύτως άστοχα. Υπάρχουν κάποια κοινά σημεία και αναφορές, όπως είναι αναπόφευκτο μετά από χιλιετία συμβίωσης (οι Τούρκοι έφθασαν στη Μικρά Ασία το 1071). Ωστόσο, οι δύο κοινωνίες δε μοιάζουν καθόλου μεταξύ τους. Έλληνες και Τούρκοι έχουν διαφορετικό ταμπεραμέντο, διαφορετικές αξίες, διαφορετικά σημεία αναφοράς και εντελώς διαφορετικούς τρόπους συμπεριφοράς και έκφρασης και διαφορετική ψυχολογία. Πρέπει να καλλιεργηθεί η συνάντηση και η επαφή μεταξύ τους, ώστε η μία ομάδα να μπορέσει να κατανοήσει την άλλη, ως ένα βέβαια βαθμό.

Οι ομάδες των νέων που έχουν ανατραφεί στη μία χώρα αλλά ζουν μόνιμα στην άλλη αποτελούν τα κατεξοχήν πρόσωπα που μπορούν – και επιβάλλεται – να αποτελέσουν τη γέφυρα μεταξύ ων δύο κοινωνιών. Οι νέοι αυτοί πρόκειται να διαχειρισθούν το μέλλον των διμερών σχέσεων, καθώς οι γενιές που έζησαν την αντιπαράθεση έχουν αρχίσει να εκλείπουν. Για παράδειγμα, σήμερα ζουν μόνιμα στην Πόλη τριακόσιοι τουλάχιστον νέοι από την Ελλάδα, που διαθέτουν υψηλή κατάρτιση και έχουν προσαρμοσθεί πολύ καλά στην εδώ ζωή και κοινωνία. Οι περισσότεροι έχουν άριστη γνώση της τουρκικής, και σπουδάζουν σε όλα τα επίπεδα στα τουρκικά πανεπιστήμια – από προπτυχιακούς φοιτητές σε προγράμματα ανταλλαγής ERASMUS ως μετα-διδακτορικούς επιστήμονες. Στην Πόλη εργάζεται και ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός Ελλήνων πανεπιστημιακών. Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια σημειώθηκε μαζική εισροή Ελλαδιτών στην Τουρκία, εκεί που μέχρι πολύ πρόσφατα δεν υπήρχε ελληνική παρουσία πέραν της Ομογένειας. Πρόσφατα αρχίζει να διαμορφώνεται και ένα αντίστοιχο ρεύμα Τούρκων νέων που εγκαθίστανται στην Αθήνα. Οι δύο αυτές κοινότητες νέων ανθρώπων θα γκρεμίσουν σιγά σιγά τα τείχη της άγνοιας, της παραπληροφόρησης και της καχυποψίας.

Τι ρόλο φιλοδοξεί να παίξει στην όλη αυτή προσπάθεια το Πρόγραμμα Ελληνοτουρκικών Μελετών του Μπιλγκί;

Το διετές αυτό μεταπτυχιακό πιστεύω πως παρέχει μία ευκαιρία σε νέους με κάποιο επίπεδο και εξ ορισμού ανοικτό πνεύμα (εξ ου και θέλουν να συμμετάσχουν στη σχετική διαδικασία) να «εξερευνήσουν» την άλλη πλευρά. Υπό την αιγίδα του προγράμματος, νέοι Έλληνες και Τούρκοι φοιτητές έρχονται σε επαφή και ανταλλάσσουν απόψεις για το κοινό παρελθόν, με τα προβλήματά του, το παρόν και τις ελπίδες για ένα πιο ανώδυνο και δημιουργικό μέλλον. Το πρόγραμμα ενθαρρύνει τη μεταξύ τους συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων, θέσεων, ακόμη και των σχετικών προκαταλήψεων, που οδηγεί σε ένα δημιουργικό διάλογο. Προσπαθεί να είναι κατά το δυνατόν αντικειμενικό, επισημαίνοντας τις ιστορικές αναλήθειες που ανακυκλώνονται στην ιστοριογραφία των δύο χωρών, και να έχει την απαιτούμενη επιστημονική αποστασιοποίηση. Στόχος μας οι απόφοιτοι του μεταπτυχιακού να αποτελέσουν ένα πυρήνα μεταξύ εκείνων που θα διαχειρισθούν το μέλλον των ελληνοτουρκικών, με αντικειμενική πληροφόρηση την οποία ευελπιστούμε πως θα προσπαθήσουν να μεταλαμπαδεύσουν περαιτέρω στους τομείς τους. Κατά τη διάρκεια της συμμετοχής τους στο πρόγραμμα, η ομάδα των εκπαιδευτικών προσπαθεί να τους εμπνεύσει στην αντικειμενικότητα και την κριτική σκέψη αναφορικά και με τις δύο πλευρές, ενισχύοντας παράλληλα την ιστορική τους κατάρτιση.

Παράγοντες των ελληνικών κυβερνήσεων της τελευταίας δεκαετίας έχουν κατ’ επανάληψη σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις παραπονεθεί για την έλλειψη ικανών συμβούλων με καλή γνώση της Τουρκίας, της τουρκικής γλώσσας, κοινωνίας, πολιτικού σκηνικού και εσωτερικών δυναμικών. Αλλά και για το γεγονός ότι πολλοί διεθνολόγοι στην Ελλάδα αυτοπροβάλλονται ως «τουρκολόγοι», ακόμη και αν δε γνωρίζουν καν την τουρκική και δεν έχουν καν επισκεφθεί τη χώρα. Αυτό το κενό προσπαθούμε σήμερα να καλύψουμε, ώστε το μέλλον των ελληνοτουρκικών να μην αφεθεί στα χέρια ερασιτεχνών ή προσώπων ανίδεων για την Τουρκία του σήμερα.

Αναγνώστες

About This Blog

  © Blogger templates ProBlogger Template by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP