Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010

Ελληνοτουρκικές οικονομικές σχέσεις: μια αποτίμηση


Του Ιωαννη Ν. Γρηγοριαδη*

Δέκα χρόνια μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι και τη ριζική αλλαγή της ελληνικής στρατηγικής για τις ευρωτουρκικές σχέσεις, μικρή πρόοδος έχει σημειωθεί στα διμερή διπλωματικά ζητήματα.

Εντυπωσιακή όμως είναι η βελτίωση των ελληνοτουρκικών οικονομικών σχέσεων. Ο όγκος των διμερών εμπορικών συναλλαγών από μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια στις αρχές της δεκαετίας του 1990 πλησίασε τα δυόμισι δισεκατομμύρια δολάρια το 2008, με προοπτικές περαιτέρω ανόδου.


Οι ελληνικές επενδύσεις στην Τουρκία έφθασαν στο επίπεδο-ρεκόρ των έξι δισεκατομμυρίων δολαρίων με την εξαγορά το 2006 της πέμπτης μεγαλύτερης τουρκικής τράπεζας «Φινάνσμπανκ» από την Εθνική Τράπεζα αντί του συνολικού ποσού των πέντε δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η εξαγορά αυτή, η μεγαλύτερη επένδυση από ελληνική εταιρεία εκτός συνόρων, συνάντησε ισχυρές πολιτικές αντιδράσεις, δικαιώθηκε όμως πλήρως βάσει των οικονομικών της αποτελεσμάτων.

Η ισχυρή κερδοφορία της «Φινάνσμπανκ» επέτρεψε την απόσβεση σημαντικού μέρους του επενδεδυμένου κεφαλαίου σε μικρό χρονικό διάστημα. Παρά την κοινή πεποίθηση ότι η ελληνική και η τουρκική οικονομία ήταν φύσει ανταγωνιστικές, η βελτίωση των διμερών σχέσεων ανέδειξε πολλούς τομείς στους οποίους οι δύο οικονομίες ήταν στην πραγματικότητα συμπληρωματικές.

Η βελτίωση ωστόσο των ελληνοτουρκικών οικονομικών σχέσεων λειτούργησε και ως καθρέπτης των διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας. Το ελληνικό έλλειμμα στο διμερές εμπόριο είναι μεγάλο και παρουσιάζει αυξητικές τάσεις.

Οι διαφορές έχουν και ποιοτικές διαστάσεις. Ο κατάλογος των τουρκικών προϊόντων που εξάγονται στην Ελλάδα περιλαμβάνει βιομηχανικά προϊόντα όπως αυτοκίνητα, μηχανές και οικιακές συσκευές και προϊόντα κλωστοϋφαντουργίας.

Αν κανείς μελετήσει τον κατάλογο των ελληνικών προϊόντων που εξάγονται στην Τουρκία, θα διαπιστώσει ότι το δεύτερο μεγαλύτερο σε αξία είναι το βαμβάκι.

Λόγω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, το ελληνικό βαμβάκι καταλήγει φθηνότερο του τουρκικού στην αγορά και αγοράζεται σωρηδόν από τις τουρκικές κλωστοϋφαντουργίες.

Παράγει λοιπόν η Ελλάς βαμβάκι σπαταλώντας πολύτιμους υδάτινους πόρους και εκθέτοντας ολόκληρες περιφέρειες στον κίνδυνο της ερημοποίησης, για να το εξαγάγει στην Τουρκία και να το επανεισαγάγει επεξεργασμένο, ως ύφασμα ή έτοιμο ένδυμα!

Ακόμη και το ύφασμα από το οποίο κατασκευάζονται οι ελληνικές σημαίες είναι τουρκικής προελεύσεως, σημείωνε σκωπτικά προ καιρού η τουρκική εφημερίδα «Χουριέτ». Τα πράγματα δεν ήταν πάντοτε έτσι. Η τουρκική οικονομία μέχρι τη δεκαετία του 1980 ήταν εσωστρεφής, κρατικιστική και ελάχιστα ανταγωνιστική.

Η κατασκευή του πρώτου τουρκικού αυτοκινήτου «Αναντόλ» τη δεκαετία του 1970, χαρακτηριστική των προσπαθειών των τότε τουρκικών κυβερνήσεων να επιτύχουν την ανάπτυξη μιας «εθνικής οικονομίας», είχε δώσει λαβή σε άφθονα ανέκδοτα.

Αν και «εθνικό προϊόν», το «Αναντόλ» ήταν απλώς ένα πολύ κακό αυτοκίνητο. Σήμερα η Τουρκία είναι από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς αυτοκινήτων στην Ευρώπη. Η ανταγωνιστικότητα της τουρκικής αυτοκινητοβιομηχανίας δεν βασίζεται πλέον μόνον στο χαμηλό κόστος εργασίας.

Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις των κυβερνήσεων Οζάλ τη δεκαετία του 1980 ήταν επώδυνες, αλλά αναγκαίες. Αυτές επέτρεψαν στην Τουρκία να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της και να αναδειχθεί σήμερα σε μείζονα εξαγωγική δύναμη.

Τα παθήματα του προσφάτου παρελθόντος έγιναν και αυτά μαθήματα. Η οικονομική κρίση του 2001, η σοβαρότερη στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας, οδήγησε σε μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα, οι οποίες προστάτευσαν την Τουρκία από τα χειρότερα της παρούσας παγκόσμιας οικονομικής κρίσεως.

Η βελτίωση των ελληνοτουρκικών οικονομικών σχέσεων απέχει ακόμη από το σημείο κορεσμού. Πιθανή πρόοδος στο Κυπριακό και στα διμερή διπλωματικά προβλήματα θα δώσει ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στο διμερές εμπόριο και τις επενδύσεις.

Ανεξαρτήτως όμως των εξελίξεων αυτών οι αναδεικνυόμενες διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας απαιτούν συντονισμένη πολιτική δράση. Το παράδειγμα της Τουρκίας οφείλει να αποτελέσει αφορμή για προβληματισμό και μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες, ώστε να παύσει το βαμβάκι να αποτελεί κύριο εξαγωγικό προϊόν της Ελλάδος προς τη γείτονα.

* Ο κ. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
kathimerini.gr

Αναγνώστες

About This Blog

  © Blogger templates ProBlogger Template by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP