Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

Το ξέσπασμα του Ερντογάν και το μέλλον του τουρκικού κράτους


Του George Friedman (Stratfor)
Ο τούρκος πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εξερράγη κατά τη διάρκεια δημόσιας συζήτησής του με τον ισραηλινό πρόεδρο Σιμόν Πέρες στην ετήσια συνάντηση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας, την περασμένη εβδομάδα. Ο Ερντογάν δεν εξερράγη εναντίον του Πέρες, αλλά εναντίον του συντονιστή της συζήτησης, του αρθρογράφο της Ουάσιγκτον Ποστ Ντέιβιντ Ιγνάτιους, τον οποίο κατηγόρησε ότι διέθεσε...μεγαλύτερο χρόνο στον Πέρες.

Στο τέλος ο Ερντογάν είπε: Δεν στοχεύω σε καμία περίπτωση στον ισραηλινό λαό, τον πρόεδρο Πέρες ή τους εβραίους. Είμαι πρωθυπουργός, ένας ηγέτης που έχει έχει δηλώσει ανοικτά ότι ο αντισημιτισμός είναι ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Παρόλα αυτά, ο ξένος Τύπος επικεντρώθηκε όχι στα τελευταία σημεία της επιχειρηματολογίας του Ερντογάν, αλλά στην επίθεσή του στην ισραηλινή επίθεση στη Γάζα και την οργισμένη του έξοδο, κάτι που πολλοί σκέφτηκαν ότι απευθυνόταν στον Πέρες και το Ισραήλ. Η παρανόηση, υποψιαζόμαστε, βόλεψε αρκετά καλά τον Ερντογάν. Η Τουρκία είναι σύμμαχος του Ισραήλ. Δεδομένης αυτής της συμμαχίας, τα πρόσφατα γεγονότα στη Γάζα έβαλαν τον Ερντογάν σε δύσκολη θέση. Ο τούρκος πρωθυπουργός χρειαζόταν να δείξει την αντίθεσή του στις ισραηλινές πολιτικές στους οπαδούς του στην τουρκική μετριοπαθή ισλαμική κοινότητα, χωρίς να δείξει στον τουρκικό στρατό ότι προχωρεί σε ρήξη των σχέσεων με το Ισραήλ. Προσχεδιασμένη ή όχι, η έκρηξη του Ερντογάν στο Νταβός του επέτρεψε να εμφανιστεί και να εκδηλώσει την προφορική του αντίδραση στο Ισραήλ- ευθέως προς τον ισραηλινό πρόεδρο- χωρίς στην πραγματικότητα να απειλήσει τις σχέσεις με το Ισραήλ.
Είναι σημαντικό να καταλάβουμε την πολυπλοκότητα της πολιτικής θέσης του Ερντογάν. Από την εποχή της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Τουρκία είχε κοσμικές κυβερνήσεις. Την κοσμικότητα της κυβέρνησης εγγυάται από το σύνταγμα ο στρατός, ο ρόλος του οποίου είναι να προστατεύει την κληρονομιά του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ- του ιδρυτή της σύγχρονης, κοσμικής Τουρκίας, ο οποίος και χρησιμοποίησε το στρατό ως όργανο για την ίδρυση του έθνους. Η τουρκική κοινωνία, αντιθέτως, εκτείνεται σε ένα μεγάλο φάσμα, από ακραίους κοσμικούς μέχρι ακραίους ισλαμιστές.
Ο Ερντογάν είναι ένας εκλεγμένος μετριοπαθής ισλαμιστής. Ως τέτοιος, αντιμετωπίζεται με καχυποψία από το στρατό και επικρίνεται σκληρά για το πόσο βαθιά μπορεί να φτάσει στα θρησκευτικά θέματα. Πολιτικά υπάρχουν πολύ πιο σκληροπυρηνικά ισλαμικά κόμματα από το δικό του, τα οποία έχουν ερείσματα στην τουρκική κοινή γνώμη. Ο Ερντογάν πρέπει να ισορροπήσει ανάμεσα σε αυτές τις δυνάμεις, αποφεύγοντας δύο ακραία αποτελέσματα, την στρατιωτική παρέμβαση και την ισλαμιστική τρομοκρατία.
Την ίδια ώρα από γεωπολιτική σκοπιά, η Τουρκία βρίσκεται πάντα σε μια άβολη θέση. Η Μικρά Ασία αποτελεί καίριο μοχλό για την Ευρασία. Είναι η γέφυρα μεταξύ Ασίας και Ευρώπης, το βόρειο σύνορο του αραβικού κόσμου και το νότιο του Καυκάσου. Η επιρροή της εκτείνεται μέχρι τα Βαλκάνια, τη Ρωσία, την κεντρική Ασία, τον αραβικό κόσμο και το Ιράν. Από την άλλη, η Τουρκία αποτελεί στόχο δυνάμεων από όλες αυτές τις πλευρές. Επιπροσθέτως και ο έλεγχος του Βοσπόρου, καθώς η Τουρκία αποτελεί το σύνδεσμο Μεσογείου και Μαύρης Θάλασσας, όλα αυτά κάνουν την πολυπλοκότητα της θέσης της Τουρκίας ξεκάθαρη: η Τουρκία πάντα βρίσκεται είτε υπό πίεση από τους γείτονές της είτε πιέζει τους γείτονές της. Διαρκώς οδηγείται προς πολλές κατευθύνσεις, ακόμη και μέσα στην ανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία έχει δύο διαφορετικούς δρόμους να ακολουθήσει για να αντιμετωπίσει τη γεωπολιτική της πρόκληση.

Κοσμικός απομονωτισμός
Από τη σκοπιά του στρατού, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μια αποτυχία που ώθησε την Τουρκία στην καταστροφή του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Μια από τις λύσεις του Ατατούρκ περιελάμβανε όχι μόνο τον περιορισμό της Τουρκίας μετά τον πόλεμο, αλλά και τη διατήρησή της με τέτοιο τρόπο ώστε να μην χρειαστεί να μπει στο τεράστιο ρίσκο μιας αυτοκρατορικής περιπέτειας.
Στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τόσο ο Άξονας όσο και οι σύμμαχοι προσπάθησαν να υπονομεύσουν την Τουρκία. Αλλά η χώρα κατάφερε, χωρίς δυσκολία, να διατηρήσει την ουδετερότητά της, αποφεύγοντας έτσι μια ακόμη εθνική καταστροφή.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η θέση της Τουρκίας ήταν εξίσου δύσκολη. Αντιμετωπίζοντας τη σοβιετική πίεση από το βορά, οι Τούρκοι έπρεπε να συμμαχούν και με τις ΗΠΑ και με το ΝΑΤΟ. Η Τουρκία κατείχε κάτι που οι σοβιετικοί ποθούσαν απεγνωσμένα: το Βόσπορο, που θα μπορούσε να δώσει στο σοβιετικό ναυτικό ανεμπόδιστη πρόσβαση στη Μεσόγειο. Φυσικά, οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι για τη γεωγραφία τους, ούτε μπορούσαν να εκχωρήσουν το Βόσπορο στους Σοβιετικούς, χωρίς να θυσιάσουν την ανεξαρτησία τους. Αλλά τίποτε από τα δύο δεν μπορούσε να τους προστατεύσει από μόνο του. Έτσι, με μόνη επιλογή τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ, οι Τούρκοι μπήκαν στη δυτική συμμαχία.
Υπήρξε εθνική ενότητα μεγάλου βαθμού σε αυτό το θέμα. Ασχέτως των ιδεολογιών, οι σοβιετικοί αντιμετωπίζονταν ως ευθεία απειλή κατά της Τουρκίας. Επομένως, το να χρησιμοποιηθούν το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ ως εγγύηση της τουρκικής εδαφικής ακεραιότητας ήταν τελικά κάτι γύρω από το οποίο μπόρεσε να διαμορφωθεί μια ενότητα. Η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ φυσικά οδήγησε σε επιπλοκές, όπως συμβαίνει συνήθως με αυτά τα πράγματα.
Για να αντιμετωπιστεί η σχέση των ΗΠΑ με την Τουρκία (και με το Ιράν, το οποιό επίσης εμπόδιζε τη σοβιετική κίνηση προς το νότο) οι Σοβιετικοί ανέπτυξαν μια στρατηγική συμμαχιών- και υπονόμευσης- των αραβικών κρατών. Πρώτα η Αίγυπτος, έπειτα η Συρία, το Ιράκ και άλλες χώρες μπήκαν υπό τη σοβιετική επιρροή κατα τις δεκαετίες 1950 και 1970. η Τουρκία βρήκε των εαυτό της μεταξύ Σοβιετικών, Ιράκ και Συρίας. Και με την Αίγυπτο- με τα σοβιετικά της όπλα και τους συμβούλους της- επίσης σε σοβιετική τροχιά, τα νότια σύνορα της Τουρκίας απειλούνταν σοβαρά.
Η Τουρκία είχε δύο δυνατές απαντήσεις σε αυτή την κατάσταση. Η μια ήταν να εξελίξει τον στρατό και την οικονομία της, ώστε να εκμεταλλευτεί την ορεινή της γεωγραφία και να αποτρέψει επιθέσεις. Γι’ αυτό, η Τουρκία χρειαζόταν τις ΗΠΑ. Η δεύτερη επιλογή ήταν να δημιουργήσει σχέσεις συνεργασίας με τις χώρες της περιοχής, που ήταν εχθρικές τόσο απέναντι στους Σοβιετικούς όσο και απέναντι στις αριστερές αραβικές κυβερνήσεις. ΟΙ δύο χώρες που μπορούσαν να το κάνουν αυτό ήταν το Ισραήλ και το προ 1979 υπό τον σάχη Ιράν. Το Ιράν περιόριζε το Ιράκ. Το Ισραήλ περιόριζε τη Συρία και την Αίγυπτο. Έτσι, οι δύο αυτές χώρες ουδετεροποιούσαν την απειλή της σοβιετικής πίεσης προς το νότο.
Έτσι γεννήθηκαν οι σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ. Και οι δύο χώρες ανηκαν στην αμερικανική αντι-σοβιετική συμμαχία και επομένως είχαν ένα γενικό κοινό συμφέρον υπό προϋποθέσεις στην ανατολική Μεσόγειο. Από την οπτική γωνία του τουρκικού στρατού και επομένως και της τουρκικής κυβέρνησης, μια στενή συνεργασία με το Ισραήλ ήταν απολύτως λογική.

Ισλαμικός διεθνισμός
Υπάρχει και η δεύτερη οπτική για την Τουρκία: αυτή για την Τουρκία ως μουσουλμανική δύναμη με ευθύνες πέρα από την εγγύηση μόνο της εθνικής της ασφάλειας. Αυτή η οπτική θαμπορούσε φυσικά να διαρρήξει τις σχέσεις της με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ. Σε κάποιο βαθμό, αυτό αποτελεί ασήμαντο ζήτημα τώρα. Το Ισραήλ δεν είναι πλέον τόσο απαραίτητο για την εθνική ασφάλεια της Τουρκίας και η Τουρκία έχει ξεφύγει από την ευθεία εξάρτηση από τις ΗΠΑ. (σήμερα οι ΗΠΑ χρειάζονται την Τουρκία πολύ περισσότερο από ό,τι η Τουρκία χρειάζεται τις ΗΠΑ). Βάσει αυτής της δεύτερης οπτικής, η Τουρκία θα μπορούσε να διευρύνει τη δύναμή της προς υποστήριξη των μουσουλμάνων. Αυτή η οπτική, αν εφαρμοστεί πλήρως, θα ενέπλεκε την Τουρκία στα Βαλκάνια, προς υποστήριξη των Αλβανών και των Βόσνιων, για παράδειγμα. Θα μπορούσε επίσης να δει την Τουρκία να διευρύνει την επιρροή της προς το νότο για να βοηθήσει στη διαμόρφωση αραβικών καθεστώτων. Και θα μπορούσε να εμπλέξει την Τουρκία βαθιά στην κεντρική Ασία, όπου έχει φυσικούς δεσμούς και επιρροή. Τεικά, αυτή η οπτική θα μπορούσε να επιστρέψει στην Τουρκία τη ναυτική θέση υπεροχής της, επηρεάζοντας καταστάσεις στη βόρεια Αφρική. Είναι στο βάθος της πολύ επεκτατική οπτική και θα απαιτούσε την ενεργή συμετοχή και του στρατού, κάτι που αυτή την στιγμή σιχαίνεται ακόμη και την ιδέα της δράσης εκτός συνόρων.
Μαζί με την Ινδονησία, το Πακιστάν, το Ιράν και την Αίγυπτο, η Τουρκία είναι μια από τις πέντε μεγάλες δυνάμεις του ισλαμικού κόσμου με αρκετή οικονομική και στρατιωτική δυναμική ώστε να επηρεάζει οτιδήποτε πέρα από τους άμεσους γείτονές της. Η Ινδονησία και το Πακιστάν, εσωτερικά κατακερματισμένες, αγωνίζονται να διατηρήσουν την ενότητά τους. Η δυναμική τους είναι περιορισμένη. Το Ιράν βρίσκεται σε μια μακροχρόνια αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ και πρέπει να χρησιμοποιήσει όλη τη δύναμή του για να διαχειριστεί αυτή τη σχέση, γεγονός που περιορίζει τις επιλογές του για επέκταση. Η Αίγυπτος εσωτερικά αποδυναμωμένη από το καθεστώς και την οικονομία της και χωρίς σημαντικές εσωτερικές εξελίξεις δεν μπορεί να λογίζεται για δύναμη.
Η Τουρκία από την άλλη πλευρά, είναι αυτή τη στιγμή η 17η οικονομία στον κόσμο. Καυχάται για το ΑΕΠ της που είναι το μεγαλύτερο στο μουσουλμανικό κόσμο, ακόμη και από αυτό της Σαουδικής Αραβίας. Μεγαλύτερο και από αυτό κάθε ευρωπαϊκής χώρας, πλην της Γερμανίας, της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Ολλανδίας. Και σχεδόν πέντε φορές μεγαλύτερο από αυτό του Ισραήλ. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Τουρκίας είναι πιο χαμηλό σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά η εθνική δύναμη, το συνολικό βάρος που μπορεί να χρησιμοποιήσει μια χώρα προκειμένου να σταθεί στο διεθνές σύστημα, συνήθως εξαρτάται περισσότερο από το συνολικό μέγεθος της οικονομίας και όχι από το κατά κεφαλήν εισόδημα. Σκεφτείτε την Κίνα, της οποίας το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι λιγότερο από το μισό από αυτό της Τουρκίας. Αλλά είναι η πιο σταθερή και δυναμική οικονομία στην περιοχή και, μετά το Ισραήλ, διαθέτει τον πιο αποτελεσματικό στρατό.
Περιστασιακά, η Τουρκία βγαίνει από τα σύνορά της. Μπήκε στο Ιράκ, για παράδειγμα, σε μια συνδυασμένη χερσαία και από αέρος επιχείρηση για να επιτεθεί σε μονάδες του ΠΚΚ, την κουρδική αυτονομιστική οργάνωση. Αλλά είναι πολιτική της Τουρκίας να αποφεύγει τις βαθύτερες εμπλοκές. Από την τουρκική ισλαμική οπτική γωνία, ωστόσο, μια δύναμη τέτοιας εμβέλειας υπό τον έλεγχο μιας ισλαμικής κυβέρνησης θα ήταν σε θέση να επεκτείνει δραματικά την επιρροή της. Όπως αναφέρθηκε, αυτό δεν είναι αυτό που θέλουν ο στρατός ή οι κοσμικοί. Θυμούνται πώς η οθωμανική αυτοκρατορία περιορίστηκε στην Τουρκία και δεν θέλουν να το δουν να επαναλαμβάνεται.

Η πρόκληση του Ερντογάν και το μέλλον της Τουρκίας
Δεν είναι δίκαιο να λέμε όιτ η Τουρκία είναι μια βαθιά διαιρεμένη κοινωνία. Η Τουρκία έμαθε να αναμειγνύει τις αντιθέσεις. Αυτή τη στιγμή ο Ερντογάν εκπροσωπεί προφανώς το κέντρο του τουρκικού πολιτικού φάσματος. Αλλά έχει κολλήσει επιζητώντας την εξισορρόπηση τριών αντιμαχόμενων δυνάμεων. Το πρώτο είναι η οικονομία που παραμένει ισχυρή και μπορεί να γίνει ακόμη πιο ισχυρή παρά τις δυσκολίες (μαζί με τα όσα συμβαίνουν στον υπόλοιπο κόσμο). Η δεύτερη είναι ένας ικανός στρατός που δεν θέλει εκτεταμένα ξένα μπερδέματα και φυσικά όχι για θρησκευτικούς λόγους. Και η τρίτη είναι ένα ισλαμικό κίνημα που θέλει να δει την Τουρκία μέρος του ισλαμικού κοσμου, ίσως ακόμη και σε ηγετική θέση στον κόσμο.
Ο Ερντογάν δεν θέλει να δει την Τουρκική οικονομία να αποδυναμώνεται και αντιμετωπίζει τις ριζοσπαστικές ισλαμιστικές ιδέες ως επικίνδυνες για την τουρκική μεσαία τάξη. Θέλει να δει τον στρατό να κατευνάζεται και να απέχει από την πολιτική δραστηριότητα. Θέλει επίσης να κατευνάσει τους ακραίους ισλαμιστές, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν το στρατό ή χειρότερα, να αποδυναμώσουν την οικονομία. Ο Ερντογάν συνεπώς θέλει να τους έχει όλους, την οικονομία, το στρατό και το θρησκευτικό τομέα, χαρούμενους ταυτόχρονα.
Αυτό δεν είναι εύκολο και ο Ερντογάν ήταν φανερά έξαλλος με την ισραηλινή επίθεση στη Γάζα που κάνει αυτό του το στόχο πιο δύσκολο. Η Τουρκία συνέβαλε στο διάλογο Ισραήλ- Συρίας. Αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος τώρα βλέπει ότι η τουρκική ηγεσία δραστηριοποιείται στην περιοχή, κάτι που κάνει τον στρατό της, που αποφεύγει το ρίσκο, κάτι περισσότερο από ανήσυχο. Ο Ερντογάν λοιπόν είδε το Ισραήλ ως κίνδυνο για την στρατιωτική- ανθρωπιστική ισορροπία της τουρκικής δύναμης στην περιοχή, ότι χαράμισε τα προσεκτικά του βήματα στο προσκήνιο της περιοχής σε κάτι που ο ίδιος θεωρεί μια ανούσια επιχείρηση στη Γάζα.
Ακόμη όμως, ο Ερντογάν δεν ήθελε να τα χαλάσει με το Ισραήλ. Οπότε έγινε έξαλλο με τον συντονιστή. Αν αυτό ήταν προσχεδιασμένο ή απλώς αντικατόπτρισε την απάντησή του στην περίσταση είναι ανούσιο. Η έκρηξη του επέτρεψε να εμφανιστεί ότι έρχεται σε αποφασιστική ρήξη με το Ισραήλ, χωρίς ουσιαστικά να δημιουργήσει ένα τέτοιο ρήγμα. Συνέχισε λοιπόν ανεμπόδιστος στη γραμμή του.
Το ερώτημα είναι για πόσο καιρό ο Ερντογάν θα διατηρήσει την ισορροπία. Όσο πιο χαοτική γίνεται η περιοχή γύρω από την Τουρκία, τόσο πιο ισχυρή γίνεται η Τουρκία και τόσο πιο ακαταμάχητη γίνεται η γεωπολιτική πίεση στην Τουρκία να καλύψει το κενό. Προσθέστε σε αυτό και την επεκτατική ιδεολογία- ένας τουρκικός ισλαμισμός- και μια πιθανή νέα δύναμη στην περιοχή μπορεί να κάνει γρήγορα την εμφάνισή της. Το μόνο που μπορεί να ανακόψει αυτή τη διαδικασία είναι η Ρωσία. Αν η Μόσχα πιέσει τη Γεωργία να υποκύψει και φέρει τις δυνάμεις της πίσω στα τουρκικά σύνορα με την Αρμενία, οι Τούρκοι θα πρέπει να επαναπροσανατολίσουν την πολιτική τους πίσω σε αυτή του να γίνονται το εμπόδιο για τους Ρώσους. Αλλά ανεξάρτητα από το επίπεδο στο οποίο επιστρέψει η ρωσική δύναμη τα επόμενα χρόνια, η μακροπρόθεσμη ανάδυση της τουρκικής δύναμης είναι αναπόφευκτη και κάτι το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί σοβαρά.
Αναδημοσίευση από το ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ

Αναγνώστες

About This Blog

  © Blogger templates ProBlogger Template by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP