Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

ΚΥΠΡΟΣ: ΜΕΤΑΞΥ ΔΙΧΟΤΟΜΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΣΗΣ


Με την εξαίρεση των Βορειοηπειρωτών – οι οποίοι, κατά τα λοιπά, φυλλορρούν αριθμητικά – οι Έλληνες της Κύπρου είναι το μόνο συμπαγές τμήμα των υποστάντων τον οθωμανικό ζυγό ελληνικών πληθυσμών που παραμένει εκτός των συνόρων του ελληνικού κράτους. Και, ως εκ τούτου, φυσικό ήταν η Ένωση να αποτελέσει αρχικά την κοινή επιδίωξη των Ελληνοκυπρίων και του εθνικού τους κέντρου. Ωστόσο, με τη στρατηγική θέση της Μεγαλονήσου και την παρουσία στο κυπριακό έδαφος ενός σημαντικού τουρκικού στοιχείου να παρεμβάλλουν αποφασιστικά εμπόδια στην επίτευξή της, η Αθήνα και η ελληνοκυπριακή ηγεσία προσανατολίσθηκαν προς τη λύση της ανεξαρτησίας. Η οποία, όμως, όπως υλοποιήθηκε με τις Συμφωνίες της Ζυρίχης-Λονδίνου, αποδείχθηκε ετεροβαρής, δυσλειτουργική – και τελικά προθάλαμος για τον Αττίλα. Έκτοτε δε, ο Κυπριακός Ελληνισμός παραμένει παγιδευμένος μεταξύ διχοτόμησης και εθνικής αποδυνάμωσης.

Καθ’όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου η Κύπρος αποτέλεσε κρίκο της δυτικής αμυντικής διάταξης έναντι της Σοβιετικής Ένωσης και συγχρόνως βάση λογιστική, διαμετακομιστική και ηλεκτρονικής παρακολούθησης σε σχέση με τα δρώμενα στον μεσανατολικό χώρο και τον έλεγχο των ενεργειακών πόρων της περιοχής. Χαρακτηριστική εν προκειμένω η δήλωση του Άντονυ Ήντεν ότι «[ά]νευ της Κύπρου δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την προστασία της επαρκούς προσφοράς του πετρελαίου στην αγορά μας. Χωρίς πετρέλαιο θα έχομε ανεργία και πείνα στη Βρετανία. Είναι τόσο απλό...»[ii] Ενώ, στο μεταψυχροπολεμικό γεωπολιτικό τοπίο, οι «κυρίαρχες» βρετανικές βάσεις διατηρούν τη χρησιμότητά τους στο πλαίσιο της κοινής προσπάθειας των Βρετανών και των Αμερικανών – οι τελευταίοι συμμετέχουν ευρύτατα στην αξιοποίησή τους – να διασφαλίσουν τη ροή των υδρογονανθράκων και να καταπολεμήσουν την ισλαμική τρομοκρατία. Δεν εκπλήσσει συνεπώς ότι το Λονδίνο, ειδικότερα, αντιτάσσεται διαχρονικά στην προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα και επιδιώκει λύση του Κυπριακού συνεπαγόμενη, σε νομικό μεν επίπεδο, την επιβεβαίωση του προνομιακού καθεστώτος των βάσεών του, σε πολιτικό δε, την ελαχιστοποίηση τυχόν περιορισμών στη χρησιμοποίησή τους μέσω της διαμόρφωσης ενός χειραγωγήσιμου κυπριακού κρατικού σχήματος. Και προς την κατεύθυνση αυτή επιζητεί να ενεργοποιήσει και τον τουρκικό παράγοντα.



Το ενδιαφέρον του οποίου για την Κύπρο είναι διττό: στρατηγικό πρωτίστως, αλλά και εθνοτικό. Καθώς η Άγκυρα, με πρωτοστατούντες τους στρατιωτικούς, θεωρεί την υπαγωγή του συνόλου της Μεγαλονήσου υπό ελληνικό έλεγχο απαράδεκτη απειλή κατά του νότιου πλευρού της. Και, από την άλλη, όπως είναι φυσικό, δεν είναι αδιάφορη για την τύχη των Τουρκοκυπρίων. Με το ενδιαφέρον της, μάλιστα, για το Κυπριακό να έχει συν τω χρόνω ενισχυθεί, αφ’ ενός με μια θρησκευτική διάσταση – αφ’ότου, ειδικότερα, η τουρκική κυβέρνηση περιήλθε υπό τον έλεγχο του ισλαμογενούς Κόμματος της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης – [iii] και, αφ’ετέρου, με μια ενεργειακή, λόγω της πιθανολογούμενης ύπαρξης υδρογονανθράκων στον θαλάσσιο κυπριακό χώρο. Διό, ανάλογα με τις μεταβαλλόμενες τοπικές και διεθνείς συνθήκες, η Τουρκία έχει ταχθεί κατά καιρούς, είτε υπέρ της ευθείας διχοτόμησης της Κύπρου, είτε υπέρ κρυπτοδιχοτομικών λύσεων που διασφαλίζουν την εκεί στρατιωτική, πολιτική και οικονομική παρουσία της.



Σε ό,τι τέλος αφορά στην ελληνική πλευρά, Ελληνοκύπριοι και Αθήνα, διαπιστώνοντας το ανέφικτο της Ένωσης, αλλά και μη διατεθειμένοι να αποδεχθούν τη διχοτόμηση, συνέπραξαν το 1959 στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κυπριακού κράτους – με τίμημα όμως, εκτός από την παραχώρηση εις το διηνεκές στους Βρετανούς κυριαρχικών δικαιωμάτων επί τμήματος του κυπριακού εδάφους, την εκχώρηση, στους μεν Τουρκοκυπρίους επιρροής υπερβαίνουσας κατά πολύ το δημογραφικό τους ποσοστό, στη δε Τουρκία ένα δικαίωμα επέμβασης, που, δέκα τέσσερα χρόνια αργότερα, η Άγκυρα επικαλέσθηκε για να πραγματοποιήσει την εισβολή.



***



Ο Αττίλας του 1974 – τον οποίο, πρέπει να τονισθεί, διευκόλυναν ασύγγνωστα σφάλματα, διαπραχθέντα καθ’ όλην την προηγηθείσα περίοδο, αρχικά από την ελληνοκυπριακή ηγεσία και εν συνεχεία και από την ελλαδική – δημιούργησε νέα και δυστυχώς μη αναστρέψιμα δεδομένα. Οι ανά τη Μεγαλόνησο διάσπαρτοι Τουρκοκύπριοι συγκεντρώθηκαν, με ισχυρή τουρκική στρατιωτική κάλυψη και υπό καθεστώς θεσμικής αυτοδυναμίας, σε χώρο βιαίως εκκενωθέντα από τους Ελληνοκυπρίους κατοίκους του και άρα εθνοτικά ομογενοποιηθέντα. Ενώ οι προσπάθειες που κατεβλήθησαν για την αποκατάσταση της ενότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας διά της παρεμβολής των Ηνωμένων Εθνών και της Κοινοτικής Ευρώπης απεδείχθησαν αναποτελεσματικές.



Ειδικότερα, ο σημαντικότερος καρπός της δραστηριοποίησης του «διεθούς παράγοντα», το Σχέδιο Ανάν – κατ’ουσίαν προϊόν μιας στενής παρασκηνιακής αγγλο-αμερικανικής συνεργασίας – είχε ως κύριο γνώρισμα την ικανοποίηση των στρατηγικών επιδιώξεων του Λονδίνου εις βάρος των ελληνοκυπριακών και ελλαδικών συμφερόντων. Διότι, όχι μόνο επιβεβαίωνε τον κυριαρχικό χαρακτήρα των βρετανικών βάσεων, αλλά και αποδυνάμωνε την ελληνική παρουσία, αφ’ενός με την εμπέδωση του τουρκοκυπριακού κρατιδίου και την αναβάθμισή του σε ισότιμο συνδιαχειριστή μιας χαλαρής κεντρικής αρχής, εν πολλοίς ελεγχόμενης από τις Βρυξέλλες – ήτοι, εν προκειμένω, από τους ίδιους τους Βρετανούς – και, αφ’ετέρου, με τη διατήρηση του δικαιώματος επέμβασης της Άγκυρας και, για μεγάλο χρονικό διάστημα και της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας. Ενώ, η μόνη ουσιαστική παραχώρηση προς τους Ελληνοκυπρίους που προέβλεπε, ήτοι η απόδοση εδάφους, είχε επανειλημμένως αντιμετωπισθεί από την τουρκική πλευρά ως ενδεχόμενο αντάλλαγμα για μια συμπεφωνημένη λύση μετά τα τετελεσμένα του Αττίλα. Και συνεπώς θα μπορούσε κάλλιστα να εξασφαλισθεί και στο πλαίσιο ενός βελούδινου διαζυγίου των Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου – σαφώς συμφερότερου για την πλευρά μας απ’ ό,τι η συγκεκαλυμμένη, προβληματική διχοτόμηση που εμπεριέκλειε το κατ’ όνομα Σχέδιο Ανάν.



Η αποτυχία αυτή της προσπάθειας επίτευξης μιας πραγματικής και όχι απλώς εικονικής επανενοποίησης της Κύπρου ευχερώς εξηγείται. Εναποθέτοντας την πάσα ελπίδα τους στις ευρωκοινοτικές βλέψεις της Άγκυρας, Αθήνα και Λευκωσία αγνόησαν – ή, ακόμη χειρότερο, στάθηκαν ανίκανες να διαγνώσουν – τις διαχρονικές τουρκικές προθέσεις. Η γείτων κατατάσσει το Κυπριακό – όπως άλλωστε και τα Αιγαιακά – στις κορυφαίες εθνικές της προτεραιότητες. Και συνεπώς αρνείται να το θυσιάσει στον βωμό των όποιων ενταξιακών της φιλοδοξιών. Τόσω μάλλον που, λόγω της στρατηγικής υφής του θέματος, οι σχετικοί προς αυτό χειρισμοί υπόκεινται στον αυστηρό έλεγχο της στρατιωτικής ηγεσίας. Πέραν όμως τούτου, γίνεται όλο και προφανέστερο ότι, για λόγους άσχετους με την Κύπρο και τα Ελληνοτουρκικά γενικότερα, η πλήρης ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ δεν πρόκειται να συντελεσθεί, τουλάχιστον στο ορατό μέλλον. Κάτι που διαπιστώνουν και οι ίδιοι οι Τούρκοι, ηγεσία και λαός – με επακόλουθο την περαιτέρω σκλήρυνση των διαιπραγματευτικών θέσεων της Άγκυρας. Για την οποία το σχέδιο Ανάν αποτελεί την έσχατη γραμμή υποχώρησης – ενώ ορισμένες προβλέψεις του ενδεχομένως να μην της είναι καν αποδεκτές πλέον.



***



Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν χρειάζεται κανείς μαντικές ικανότητες για να προεξοφλήσει το ναυάγιο των εν εξελίξει διακοινοτικών συνομιλιών. Οι οποίες, λόγω ακριβώς της κρίσιμης σημασίας τους και των παγίδων που εμπεριέχουν, θέτουν επί τάπητος και τον ρόλο των μητέρων-πατρίδων στα κυπριακά πράγματα. Και για μεν τους Τουρκοκυπρίους, οι γεωπολιτικές και στρατηγικές σκοπιμότητες της Άγκυρας είναι ο υπέρτατος γνώμονας για τον καθορισμό της στάσης τους. Η Αθήνα, όμως, κρυπτόμενη πίσω από το γνωστό «η Κύπρος. αποφασίζει και η Ελλάδα στηρίζει», τείνει να απεκδυθεί τις φυσικές ηγετικές ευθύνες της. Παραλόγως δε, δοθέντος ότι οι αποφάσεις της Λευκωσίας επηρεάζουν καθοριστικά τα ελληνικά κρατικά συμφέροντα και τον ελληνισμό γενικότερα.



Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο ελλαδικός καθοδηγητικός ρόλος δεν πρέπει να τονίζεται δημοσία. Θα έπρεπε εν τούτοις να ασκείται. Με κοινό στόχο των Αθηνών και της Λευκωσίας την συν τω χρόνω εντατικοποίηση της συνεργασίας τους και την εν καιρώ διαμόρφωση και ισχυρών μεταξύ τους θεσμικών δεσμών.





[i] Το κείμενο αυτό αποτελεί προδημοσίευση από το επόμενο τεύχος των «Εθνικών Επάλξεων», περιοδικής έκδοσης του Συνδέσμου Επιτελών Εθνικής Αμύνης (ΣΕΕΘΑ).



[ii] Βλ. Κ. Κόλμερ, Η συνωμοσία του πετρελαίου εις βάρος της Κύπρου, «Εστία», 14-8-2003.

[iii] Ενδεικτικές της ισλαμικής προσέγγισης του Κυπριακού είναι οι απόψεις του κύριου διπλωματικού συμβούλου του πρωθυπουργού Ερντογάν και γνωστού ιδεολόγου του προοδευτικού πολιτικού Ισλάμ καθηγητή και πρέσβη κ. Ahmet Davutoğlu. Ο οποίος σε συνέντευξη προς τον Omayama Abdel-Latif της αιγυπτιακής εφημερίδας Αλ Αχράμ, αφού διεκτραγωδεί τις διώξεις κατά των Μουσουλμάνων στην Βοσνία, στην Παλαιστήνη και στο Καραμπάχ, αναφέρεται και στην άδικη μεταχείριση από την ΕΕ της «μουσουλμανικής κοινότητας» στην Κύπρο, για να διαπιστώσει εν συνεχεία ότι οι «μουσουλμανικές μάζες αισθάνονται ότι αποκλείονται από το διεθνές σύστημα». (Βλ. Ahmet Davutoglu: Harmonising immutable values and ever-changing mechanisms “Al Ahram Weekly”, 11 - 17 Νοεμβρίου 2004, τεύχος 716.) Σημειωτέον ότι, σε άρθρο του επτά χρόνια πριν, ο κ. Davutoğlu. είχε κατατάξει την Κύπρο και τη Δυτική Θράκη μεταξύ των γεωπολιτικών ερεισμάτων του «μουσουλμανικού κόσμου». Βλ. The Clash of Interests: An explanation of the World (Dis)Order; The Post-Cold War Theories. “Journal of International Affairs, December 1997-February 1998, Volume II - Number 4”.

Αναγνώστες

About This Blog

  © Blogger templates ProBlogger Template by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP