Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Συνθήκη της Λωζάννης: Ανθεκτική, ετεροβαρής και αναγκαία διεθνής συμφωνία


Τον Ιούλιο του 1963 ο Γάλλος πρόεδρος Charles de Gaulle αισθάνθηκε την ανάγκη να φιλοσοφήσει. «Οι συνθήκες» δήλωσε «είναι σαν τις νεαρές κοπέλες και τα τριαντάφυλλα: διαρκούν όσο διαρκούν».
Πιθανώς, αλλά όχι πάντοτε. Και τούτο γιατί έναν άλλο Ιούλιο, σαράντα χρόνια πριν, είχε υπογραφεί μία συνθήκη που επρόκειτο να διαρκέσει πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε ευπαθές άνθος.
H Συνθήκη της Λωζάννης, από το 1923, καθορίζει το νομικό πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας. Η Συνθήκη της Λωζάννης αντικατέστησε τη Συνθήκη των Σεβρών, την οποία δεν αναγνώριζε η νέα τουρκική κυβέρνηση υπό τον Μουσταφά Κεμάλ.

Στις 24 Ιουλίου 1923 υπεγράφη στη Λωζάννη η Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της Ελλάδας, της Ρουμανίας και του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων από τη μία πλευρά, και της Τουρκίας από την άλλη. Η Συνθήκη της Λωζάννης αντικατέστησε τη Συνθήκη των Σεβρών, την οποία δεν αναγνώριζε η νέα τουρκική κυβέρνηση υπό τον Μουσταφά Κεμάλ.
Με τη νέα συνθήκη, η Ελλάδα έχανε τη ζώνη της Σμύρνης, την Ιμβρο, την Τένεδο και την Ανατολική Θράκη. Η Συνθήκη της Λωζάννης ήταν η ταφόπλακα της Μεγάλης Ιδέας, ήταν όμως και η ταφόπλακα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Δημοκρατία της Τουρκίας αναγνωρίστηκε διεθνώς ως το διάδοχο κράτος της, παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές οθωμανικές περιοχές εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα όσων μειονοτήτων θα απέμεναν στα εδάφη της μετά την ανταλλαγή πληθυσμών με την Ελλάδα. Εκτός από τα σύνορα της Ελλάδας και της Τουρκίας, η Συνθήκη της Λωζάννης, μαζί με τη Συνθήκη της Αγκυρας του 1921, όρισε τα σύνορα του Ιράκ και της Συρίας.
Η Συνθήκη της Λωζάννης, η οποία σφράγισε το τέλος του περίφημου «Ανατολικού Ζητήματος», όχι μόνο συνεχίζει μέχρι και σήμερα να αποτελεί βασικό νομικό έρεισμα για διαδοχικές ελληνικές και τουρκικές κυβερνήσεις αλλά και εξακολουθεί να ανακαλεί αισθήματα εθνικού τραύματος στην Ελλάδα και εθνικής ανάτασης στην Τουρκία.
Στα τέλη του 1922 η συγκυρία ήταν ζοφερή για την Ελλάδα. Η «Μεγάλη Ιδέα» είχε μετατραπεί σε μεγάλη καταστροφή, ο ξεριζωμός του μικρασιατικού Eλληνισμού είχε ήδη αρχίσει, ενώ η «Δίκη των Εξ», παρότι προσέφερε μία αίσθηση κάθαρσης και συνέβαλε στην εκτόνωση ενός δηλητηριώδους πολιτικού κλίματος, ενέγραφε θλιβερές υποθήκες για το μέλλον. Η Ελλάδα θα προσπαθούσε πλέον να περισώσει ό,τι ήταν δυνατό να περισωθεί, καθώς με την Ανακωχή των Μουδανιών, τον Οκτώβριο του 1922, είχε αποδεχθεί την αποχώρηση του ελληνικού στρατού και από την Ανατολική Θράκη. Ανατολικότερα, η κατάσταση ήταν διαφορετική. Ο Κεμάλ ήταν πανίσχυρος στη χώρα του, είχε ήδη προσεταιριστεί Γάλλους, Ιταλούς και Σοβιετικούς και τον Νοέμβριο κατέλυσε το σουλτανάτο εμποδίζοντας τους Βρετανούς να χρησιμοποιήσουν τον τελευταίο σουλτάνο για να διασπάσουν το τουρκικό πολιτικό μέτωπο. Ο Τούρκος ηγέτης ήταν πλέον έτοιμος να μετατρέψει τα λάφυρα του πολέμου σε διπλωματικό θρίαμβο στην επερχόμενη συνδιάσκεψη ειρήνης.
Η συνδιάσκεψη συγκλήθηκε στη Λωζάννη τον Νοέμβριο του 1922, σε μία εποχή που η Βρετανία ήταν η αδιαφιλονίκητη δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο και είχε ως ουσιαστικό στόχο να διασφαλίσει τα βρετανικά στρατηγικά συμφέροντα στην περιοχή αυτή: τη διέλευση βρετανικών πολεμικών πλοίων από τα στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων, την παραχώρηση της κουρδικής και πετρελαιοφόρου Μοσούλης στο, υπό βρετανικό έλεγχο, Ιράκ, τη μετατροπή της Τουρκίας σε αντι-σοβιετικό ανάχωμα και την προστασία των βρετανικών οικονομικών συμφερόντων στη χώρα. Θα έπρεπε επίσης να διευθετηθούν οι απαιτήσεις της Γαλλίας αλλά και αυτές της Ιταλίας του Μουσολίνι. Κατά συνέπεια, πρωταγωνιστής της Λωζάννης ήταν ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Λόρδος Curzon, ενώ την Ελλάδα εκπροσώπησαν ο Βενιζέλος και ο επιτετραμμένος της Αθήνας στο Λονδίνο Δημήτριος Κακλαμάνος. Τα περιθώρια κινήσεων της ελληνικής πλευράς ήταν εμφανώς περιορισμένα, ενώ η διπλωματική ακαμψία της Τουρκίας εικονογραφήθηκε εναργώς στο πρόσωπο του αντιπροσώπου της, Ισμέτ Πασά. Κάθε φορά που αντιμετώπιζε τη χειμαρρώδη ρητορεία του Curzon, ο Ισμέτ εύρισκε καταφύγιο στην -υπαρκτή- βαρηκοΐα του.
Η ανταλλαγή των πληθυσμών
Τα περισσότερα ελληνοτουρκικά ζητήματα διευθετήθηκαν σχετικά σύντομα, ενώ αποφασιστικής σημασίας για το μέλλον των δύο χωρών ήταν η σύμβαση που υπέγραψαν οι Βενιζέλος και Ισμέτ στις 30 Ιανουαρίου 1923 για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών. Το κριτήριο της ανταλλαγής αυτής ήταν το θρήσκευμα και όχι η γλώσσα ή η εθνική συνείδηση, και έτσι πάνω από 1.200.000 ορθόδοξοι (πολλοί από τους οποίους τουρκόφωνοι Καραμανλήδες) και περισσότεροι από 350.000 μουσουλμάνοι (πολλοί από τους οποίους ελληνόφωνοι αλλά και Εβραίοι «ντονμέδες») εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Εξαιρέθηκαν όμως «οι Ελληνες κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης», οι «μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης», οι Ελληνες της Ιμβρου και της Τενέδου και οι Αλβανοί Τσάμηδες της Ηπείρου. Για πρώτη φορά μαζικές και υποχρεωτικές πληθυσμιακές ανταλλαγές διευθετήθηκαν με διεθνή συνθήκη.
Επίπονες διαπραγματεύσεις
Οι διαπραγματεύσεις για τα υπόλοιπα θέματα ήταν επίπονες, κατέρρευσαν τον Φεβρουάριο εξαιτίας οικονομικών διαφωνιών και συνεχίστηκαν τον Απρίλιο, με τη Συνθήκη της Λωζάννης να υπογράφεται τελικά στις 24 Ιουλίου 1923. Σύμφωνα με τους όρους της, η Ελλάδα ελάμβανε τα νησιά Λήμνο, Σαμοθράκη, Σάμο, Χίο, Ικαρία, και Λέσβο, όλα όμως αποστρατιωτικοποιημένα, και τη Δυτική Θράκη και έχανε την Ανατολική Θράκη μαζί με την περιοχή του Καραγάτς και το τρίγωνο του Αρδα με τον Εβρο, τη ζώνη της Σμύρνης και τα νησιά Ιμβρο και Τένεδο. Τα Δωδεκάνησα επιδικάστηκαν στην Ιταλία, μαζί με το Καστελλόριζο, παρά τις προσπάθειες του Ισμέτ για κατοχύρωση του νησιού στην Τουρκία. Το σαντζάκι της Αλεξανδρέτας παραδόθηκε στην, υπό γαλλικό έλεγχο, Συρία, και τελικά επέστρεψε στην Τουρκία το 1939. Η Μοσούλη παρέμεινε στους Βρετανούς, για να παραχωρηθεί το 1926 στο Ιράκ, ενώ επιβεβαιώθηκε και η προσάρτηση της Κύπρου στη Βρετανία. Τα στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων αποστρατιωτικοποιήθηκαν, αλλά όχι και η Θάλασσα του Μαρμαρά, ενώ επετράπη, αν και με περιορισμούς, ο διάπλους πολεμικών πλοίων. Το ταπεινωτικό οικονομικό καθεστώς των διομολογήσεων καταργήθηκε, αλλά η Τουρκία αναγκάστηκε να αποδεχθεί τις προνομιακές εμπορικές συμφωνίες που είχαν συναφθεί με ξένες εταιρείες πριν από το 1914.
Η συνθήκη αναγνώριζε μόνο θρησκευτικές μειονότητες στην Τουρκία και όχι «φυλετικές, θρησκευτικές και γλωσσικές», όπως είχε κάνει η Συνθήκη των Σεβρών το 1920, αφήνοντας έτσι νομικά ακάλυπτους τους μουσουλμάνους Κούρδους. Τα θρησκευτικά, πολιτικά και γλωσσικά δικαιώματα των «μη μουσουλμανικών μειονοτήτων» της Τουρκίας κατοχυρώνονταν με σχετική σαφήνεια σε οκτώ άρθρα, αλλά και αυτά παρέμειναν ανενεργά, όπως απέδειξε αργότερα η οδυνηρή ελληνική εμπειρία. Η έλλειψη συγκεκριμένης αναφοράς στο νομικό καθεστώς του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο η Τουρκία επεδίωξε ανεπιτυχώς να εκδιώξει από την Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, επρόκειτο επίσης να καταστεί πρόξενος δεινών στο μέλλον.
Στη σκιά του ξεριζωμού και της ήττας
Αναμφισβήτητα η Συνθήκη της Λωζάννης συνιστούσε περιφανή νίκη της κεμαλικής Τουρκίας, και έχει δικαιολογημένα χαρακτηρισθεί το «πιστοποιητικό γέννησής» της, καθώς αναγνωρίστηκε και επίσημα ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, ενώ με την εκδίωξη των Ελλήνων προωθήθηκε και η εθνική ομογενοποίηση της χώρας. Παρότι ακραίοι Τούρκοι εθνικιστές κατηγόρησαν τον Κεμάλ για «προδοσία του τουρκικού έθνους», λόγω Μοσούλης και Αλεξανδρέτας, δεν στάθηκαν ικανοί να εμποδίσουν τον Ισμέτ να υπογράψει ευχαρίστως, και πρώτος, τη συνθήκη με τη χρυσή πένα που του είχε στείλει ο Κεμάλ ειδικά για την περίσταση. Ο Βενιζέλος υπέγραψε έκτος, «κύριος εαυτού», όπως ανέφεραν δημοσιεύματα της εποχής, με τον Ισμέτ και τους άλλους Τούρκους αντιπροσώπους να τον παρακολουθούν «λίαν αξιοπρεπείς και σοβαροί και σιωπηλοί».
«Ανταλκίδειος Ειρήνη»
Αν στην Τουρκία η υπογραφή της συνθήκης χαιρετίστηκε ως εθνικός θρίαμβος, στην καθημαγμένη Ελλάδα τα συναισθήματα ήταν διαφορετικά. Στη σκιά της ήττας και του ξεριζωμού, δεν έλειψαν αυτοί που τη θεώρησαν ταπεινωτική, ενώ ο Θεόδωρος Πάγκαλος την απεκάλεσε «Ανταλκίδειο Ειρήνη». Ηταν περισσότεροι όμως όσοι αναγνώριζαν ότι δεν υπήρχε ρεαλιστική δυνατότητα για ευνοϊκότερες ρυθμίσεις. Οι δηλώσεις του ίδιου του Βενιζέλου μετά την υπογραφή της συνθήκης ήταν χαρακτηριστικές: «Πώς να σας κρύψω την βαθείαν μελαγχολίαν με την οποίαν υπέγραψα την Συνθήκην της Λωζάννης διά της οποίας οριστικώς καταργείται η Συνθήκη των Σεβρών; Εν τούτοις υπέγραψα με την συναίσθησιν ότι προσέφερον υπηρεσίαν εις την Χώραν». Σε ανάλογο κλίμα, ο πρωθυπουργός Στυλιανός Γονατάς, παρότι εξέφρασε την «απόλυτη ικανοποίηση» της κυβέρνησης «διά την επιτευχθείσαν ειρήνην», έσπευσε να τονίσει ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι εορτασμού «λόγω των τελικών αποτελεσμάτων, κατόπιν των γενομένων ατυχιών μας».
Ωστόσο, Ελληνες αλλά και ξένοι παρατηρητές επεσήμαναν τα «εθνολογικά» οφέλη που απεκόμισε η χώρα, καθώς η εγκατάσταση χιλιάδων προσφύγων στη Μακεδονία παγίωσε τη δημογραφική υπεροχή του Ελληνισμού σε μία περιοχή που εξακολουθούσε να προσελκύει τις βλέψεις της Βουλγαρίας. Κοινή είναι επίσης η εκτίμηση ότι η Λωζάννη σηματοδότησε την οριστική εγκατάλειψη του αλυτρωτισμού από την Ελλάδα, κάτι όχι απολύτως ακριβές, καθώς η Βόρειος Ηπειρος, η Κύπρος αλλά και «συνοριακοί διακανονισμοί» σε βάρος της Βουλγαρίας θα εξακολουθούσαν να απασχολούν τις ελληνικές κυβερνήσεις και μετά το 1923. Σε κάθε περίπτωση, η Συνθήκη της Λωζάννης μπορεί να θεωρηθεί ως μία ανθεκτική και ετεροβαρής συνθήκη που αντικατόπτριζε επαρκώς τους δυσμενείς για την Ελλάδα συσχετισμούς δυνάμεων της εποχής. Το ότι έχει ήδη συμπληρώσει πάνω από 85 χρόνια ενεργού βίου, αποδεικνύει έμπρακτα ότι εκτός από ανθεκτική ήταν και αναγκαία.

Αναγνώστες

About This Blog

  © Blogger templates ProBlogger Template by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP