Τουρκικές διεκδικήσεις - Ο Ακήρυχτος Πόλεμος
Σάββας Δ. Βλάσσης
Η ανακάλυψη αξιοποιησίμων κοιτασμάτων πετρελαίου στο Αιγαίο, ήταν η αιτία για την οποία η Τουρκία μετατόπισε το ενδιαφέρον της και στην συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, ενώ μέχρι τότε, όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αυτό εστιαζόταν στην Κύπρο.
Είχε προηγηθεί στις 21 Μαρτίου 1970 σύμβαση εκχωρήσεως από την ελληνική κυβέρνηση σε εταιρεία των ΗΠΑ, περιοχής του Βορείου Αιγαίου για την αναζήτηση, έρευνα κι εκμετάλλευση πετρελαίου. Στις 1 Νοεμβρίου 1973 ανακοινώθηκε η εκχώρηση από την τουρκική κυβέρνηση αδειών στην Τουρκική Εταιρεία Πετρελαίου (ΤΡΑΟ) για την διενέργεια ερευνών σε ζώνες στο Αιγαίο, από την Σαμοθράκη μέχρι την Χίο. Οι ζώνες αυτές ευρίσκοντο εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδος, σύμφωνα με την άποψη των Αθηνών.
Στις 29 Μαΐου 1974, το τουρκικό ερευνητικό σκάφος «Τσανταρλί» βγήκε στο Αιγαίο για την διεξαγωγή ερευνών μέχρι τις 6 Ιουνίου, πυροδοτώντας ένταση με την Ελλάδα. Στις 18 Ιουλίου 1974 ανακοινώθηκαν τέσσερις νέες περιοχές στο Αιγαίο, από την Σαμοθράκη μέχρι την Ρόδο, όπου και πάλι η τουρκική κυβέρνηση παραχωρούσε άδεια διεξαγωγής ερευνών στην ΤΡΑΟ.
Τα γεγονότα στην Κύπρο επισκίασαν τις τουρκικές προθέσεις στο Αιγαίο μέχρι το καλοκαίρι του 1976, όταν το ερευνητικό σκάφος «Χόρα» εμφανίστηκε και πάλι για διεξαγωγή ερευνών. Νέα κρίση ξέσπασε, που έφερε τις χώρες πολύ κοντά στην πολεμική αναμέτρηση.
Η εμπειρία των ετών εκείνων έδειξε ότι η αρχική τουρκική επιτυχία για κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη αδράνεια της Ελλάδος, ενίσχυσε την επιδίωξη της Αγκύρας για αναθεώρηση του νομικού καθεστώτος του Αιγαίου. Η ελληνική κυβέρνηση επέδειξε διαλλακτική στάση για την εξεύρεση λύσεως στο Κυπριακό όσο και στα ζητήματα που είχε θέσει η Άγκυρα για το Αιγαίο. Παρά όμως τα πρόσκαιρα σημάδια ανταποκρίσεως από τουρκικής πλευράς, η αλαζονεία που είχε προκαλέσει η στρατιωτική επιτυχία στην Κύπρο και η μετριοπαθής στάση των Αθηνών, ενθάρρυναν την Τουρκία σε σκλήρυνση της στάσεώς της. Το αποτέλεσμα ήταν η τουρκική υπαναχώρηση ακόμη και από συγκεκριμένες δεσμεύσεις που είχαν αναληφθεί, όσον αφορά τον μηχανισμό επιλύσεως του πρωτεύοντος ζητήματος για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδος.
Τουρκικός χάρτης, στον οποίο διακρίνονται με γκρι χρώμα οι περιοχές που παραχώρησε η τουρκική κυβέρνηση το 1974 στην ΤΡΑΟ, για εκτέλεση πετρελαϊκών ερευνών
Στις 27 Ιανουαρίου 1975 η Αθήνα απέστειλε ρηματική διακοίνωση στην Άγκυρα με την οποία ενημέρωνε ότι αποδεχόταν το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ) ως όργανο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδος. Η Τουρκία, αν και αρχικώς αποδέχθηκε την παραπομπή του θέματος στο ΔΔΧ, υπαναχώρησε τέσσερις μήνες αργότερα. Τα υπόλοιπα ζητήματα που είχε θέσει στην περίοδο 1974-1981 η Τουρκία, αφορούσαν:
Αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νήσων: Η Άγκυρα κατηγόρησε την Ελλάδα ότι κατά παράβαση των υφισταμένων διεθνών συνθηκών, μεταφέρει στρατιωτικές δυνάμεις στα ελληνικά νησιά, κάτι που αντιπροσωπεύει απειλή για τα Μικρασιατικά παράλια.
Τα όρια του FIR Αθηνών: Στις 6 Αυγούστου 1974 η Τουρκία εξέδωσε την ΝΟΤΑΜ 714, απαιτώντας από τα αεροσκάφη που πετούσαν ανατολικώς μίας γραμμής στο μέσον του Αιγαίου και εντός του FIR Αθηνών, να αναφέρονται στις τουρκικές υπηρεσίες εναερίου κυκλοφορίας. Η ΝΟΤΑΜ 714 ήταν παράνομη διότι για το FIR Αθηνών, έκδοση οδηγιών μπορεί να γίνει μόνο από την αρμόδια αρχή, την ελληνική Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας (ΥΠΑ). Στις 7 Αυγούστου η Ελλάδα αντέδρασε εκδίδοντας την ΝΟΤΑΜ 1018 με την οποία θεωρούσε την τουρκική ενέργεια ανύπαρκτη και στις 14 Αυγούστου την ΝΟΤΑΜ 1066, με την οποία χαρακτήριζε προσωρινώς ολόκληρο το Αιγαίο ως «επικίνδυνη περιοχή». Ο επίσημος χαρακτηρισμός έγινε με την ΝΟΤΑΜ 1157 της 13ης Σεπτεμβρίου, αποκλείοντας το Αιγαίο από πτήσεις της πολιτικής αεροπορίας.
Ο ICAO απηύθυνε έκκληση και στις δύο πλευρές για εξεύρεση λύσεως. Τελικώς, λόγω των διεθνών ανακατατάξεων όσο και αντιλαμβανόμενη ότι η απόφασή της έπληττε καίρια τα συμφέροντα και ειδικώς τον τουρισμό της, η Τουρκία απέσυρε την ΝΟΤΑΜ 714 στις 22 Φεβρουαρίου 1980. Φυσικά παρουσίασε την κατάργηση της παράνομης ενεργείας της ως κίνηση καλής θελήσεως. Την επομένη η Ελλάδα εξέδωσε την ΝΟΤΑΜ 267 με την οποία ακύρωνε την ΝΟΤΑΜ 1157.
Εκτός του ζητήματος των ορίων του FIR Αθηνών, η Τουρκία άρχισε να αμφισβητεί και την υποχρέωση της υποβολής σχεδίων πτήσεως από τα στρατιωτικά της αεροσκάφη, με το επιχείρημα ότι το άρθρο 3 της Συμβάσεως του Σικάγου του 1944, εξαιρεί τα στρατιωτικά αεροσκάφη. Η Αθήνα αντιτείνει ότι υπερισχύουν σε κάθε περίπτωση οι πρόνοιες του ICAO για προτεραιότητα στην ασφάλεια της εναερίου κυκλοφορίας και κατά συνέπεια η απαίτηση της ελληνικής ΥΠΑ για υποβολή σχεδίων πτήσεως απ’ όλα τα αεροσκάφη ανεξαιρέτως, πρέπει να γίνει σεβαστή. Η τουρκική άρνηση να καταθέτει σχέδια πτήσεως των στρατιωτικών της αεροσκαφών, μιμήθηκε το παράδειγμα των ΗΠΑ. Πράγματι, στην διάρκεια της ελληνοτουρκικής κρίσεως του 1974, μαχητικά του Ναυτικού των ΗΠΑ απονηώθηκαν κατ' επανάληψη από αεροπλανοφόρο που έπλεε στο Αιγαίο, δίχως να υποβάλλουν σχέδια πτήσεως και παρά την κήρυξή του από την Αθήνα ως «επικίνδυνη περιοχή».
Εναέριος χώρος: Μετά την κήρυξη του Αιγαίου ως «επικίνδυνη περιοχή» η Αθήνα δέχθηκε τις διεθνείς συστάσεις να συζητήσει με την Άγκυρα την άρση του αδιεξόδου. Τον Ιούνιο του 1975 έγινε η πρώτη συνάντηση εμπειρογνωμόνων με κύριο ζήτημα την άρση της ΝΟΤΑΜ 714. Τότε η τουρκική πλευρά έθεσε για πρώτη φορά μία σειρά νέων ζητημάτων:
1) Δήλωσε ότι δεν αναγνωρίζει στην Ελλάδα εύρος Εθνικού Εναερίου Χώρου (ΕΕΧ) 10 ν.μ. αλλά μόνο 6 ν.μ.
2) Δημιουργία ζώνης 50 ν.μ. δυτικώς των τουρκικών παραλίων, στην οποία κάθε αεροπορική δραστηριότητα θα έπρεπε να αναφέρεται στις τουρκικές αρχές. Τα τουρκικά μαχητικά εντός της ζώνης αυτής, δεν θα υπέβαλαν σχέδια πτήσεως στην Αθήνα.
3) Καθιέρωση μονίμων περιοχών ασκήσεων της Τουρκίας στο Αιγαίο, με άμεση έκδοση ΝΟΤΑΜ από την Ελλάδα δίχως μεταβολές των στοιχείων επί της τουρκικής αιτήσεως και από κοινού χρήση των μονίμων πεδίων βολής Άνδρου και Ψαθούρας.
4) Περιορισμό της τερματικής περιοχής του αεροδρομίου Λήμνου, με το επιχείρημα ότι η μεγάλη της έκταση εντός του διεθνούς εναερίου χώρου εμπόδιζε τις πτήσεις στην περιοχή.
Παρά τις κινήσεις καλής θελήσεως που έγιναν από την ελληνική πλευρά, δεν επιτεύχθηκε καμία συμφωνία. Στα τέλη του 1980 μόνο, μετά το «άνοιγμα» του Αιγαίου και την επιστροφή της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ, η Αθήνα, ως ένδειξη καλής θελήσεως προέβη σε ορισμένες «τεχνικές ρυθμίσεις» εντός του FIR Αθηνών. Αυτές αφορούσαν περιορισμό της τερματικής περιοχής του αεροδρομίου Λήμνου από 3.000 σε 1.382 τ.μ. και αναπροσαρμογή των υψών και ορίων σε ορισμένους αεροδιαδρόμους. Η τελευταία ρύθμιση, διευκόλυνε σημαντικά τις πτήσεις στρατιωτικών αεροσκαφών στο Αιγαίο, δεδομένου ότι άφηνε περισσότερο ελεύθερο χώρο για την εκτέλεση ελιγμών κάτω από τους αεροδιαδρόμους στους οποίους πετούν τα αεροσκάφη της πολιτικής αεροπορίας. Ειδικότερα στην περίπτωση ρυθμίσεως υψών του αεροδιαδρόμου W-14 στο τμήμα από Λήμνο μέχρι Σάμο, ήταν εμφανής η πρόθεση διευκολύνσεως της διεξαγωγής τουρκικών ασκήσεων.
Η μόνιμη παρουσία της Τουρκικής Αεροπορίας στο Αιγαίο, επιδιώκει να επιβάλλει την επιθυμία συνδιαχειρίσεως στο Αιγαίο, με πρόσχημα την ύπαρξη διεθνούς εναερίου χώρου και διεθνών υδάτων
ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΩΝ
Η τουρκική στάση από το 1974, ιδίως με την υπαναχώρηση από την δέσμευση προσφυγής στο ΔΔΧ για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδος, έπεισε την Αθήνα ότι η Άγκυρα δεν ενδιαφερόταν για νομική διευθέτηση των ζητημάτων που έθετε στο Αιγαίο. Προτιμούσε μία απευθείας διαπραγμάτευση, υπολογίζοντας στην επικράτηση των απόψεών της λόγω του ειδικού βάρους της και της απειλής χρήσεως της στρατιωτικής ισχύος.
Μετά την κυβερνητική αλλαγή που επήλθε στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1981, τέθηκε τέρμα στον ελληνοτουρκικό διάλογο. Η ελληνική κυβέρνηση κατήγγειλε την τουρκική στάση η οποία οδηγούσε σε άγονο διάλογο και ανακήρυξε ως μόνη υπαρκτή διαφορά την οποία ήταν διατεθειμένη να διαπραγματευθεί, το νομικό ζήτημα της οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδος. Όλα τα άλλα ζητήματα αποτελούσαν αυθαίρετες μονομερείς διεκδικήσεις της Τουρκίας εις βάρος της Ελλάδος.
Όσο ο ελληνοτουρκικός διάλογος βρισκόταν σε εξέλιξη και το Αιγαίο εξακολουθούσε να αποτελεί «επικίνδυνη περιοχή», η τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο ήταν συγκρατημένη. Οι είσοδοι τουρκικών μαχητικών στο FIR Αθηνών, δίχως υποβολή σχεδίων πτήσεως στην ελληνική ΥΠΑ, ήταν σποραδική. Επιπλέον, η άσχημη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Τουρκική Αεροπορία εξαιτίας του εμπάργκο που είχε επιβληθεί από τις ΗΠΑ, επηρέασε σοβαρά το επίπεδο επιχειρησιακής ετοιμότητος και την διαθεσιμότητα αεροσκαφών. Σταδιακώς, μετά την άρση του εμπάργκο, οι δείκτες αυτοί βελτιώθηκαν, όπως συνέβη και με την εκπαίδευση των Τούρκων ιπταμένων.
Με το «άνοιγμα» του Αιγαίου το 1980, η τουρκική επιθετικότητα κλιμακώθηκε. Η παράλειψη της ελληνικής πλευράς, προ, όσο και μετά, να λάβει αποφασιστικά αντίμετρα, καταρρίπτοντας τα τουρκικά αεροσκάφη που συχνά παραβίαζαν ακόμη και τον ΕΕΧ σε βάθος μεγαλύτερο των 6 ν.μ., προκάλεσε την αποθράσυνση της άλλης πλευράς. Τοιουτοτρόπως, μετά την περίοδο «ανιχνεύσεως» των ελληνικών προθέσεων και όταν έγινε αντιληπτό ότι δεν υφίστατο απειλή αντιμέτρων, η Τουρκική Αεροπορία ανέλαβε να εφαρμόσει στην πράξη όσα διεκδικούσε η τουρκική εξωτερική πολιτική σε διπλωματικό επίπεδο. Από την δεκαετία του 1980 λοιπόν, οι τουρκικές παραβάσεις των κανόνων εναερίου κυκλοφορίας και παραβιάσεις του ΕΕΧ κλιμακώθηκαν κι έλαβαν συστηματική βάση.
Η Πολεμική Αεροπορία, αποτελεί την μοναδική σταθερά όσον αφορά την ελληνική πλευρά, έναντι των μονομερών διεκδικήσεων της Τουρκίας στο Αιγαίο
Το κλίμα δυσπιστίας που επικράτησε στις σχέσεις Ελλάδος – ΗΠΑ, είχε ως αποτέλεσμα την επιδείνωση και των σχέσεων με το ΝΑΤΟ, κατάσταση η οποία επηρέασε και την εκτέλεση συμμαχικών γυμνασίων μεγάλης κλίμακος στο Αιγαίο. Βάσει του κανονισμού MC 66/1 της Συμμαχίας που ισχύει από το 1960, για λειτουργίες αυτής, ο ΕΕΧ της Ελλάδος αναγνωρίζεται στα 6 κι όχι 10 ν.μ. Επειδή οι κανόνες στο πλαίσιο της Συμμαχίας δεν υποκαθιστούν το Διεθνές Δίκαιο ώστε να επηρεάζονται τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα, η Ελλάδα δεν αντέδρασε. Από την δεκαετία του 1980 όμως, αμερικανικά αεροσκάφη, στο πλαίσιο μεμονωμένων πτήσεων ή συμμαχικών ασκήσεων πετούσαν στο Αιγαίο εξίσου προκλητικά με τα τουρκικά, ενθαρρύνοντας εμμέσως την τουρκική επιθετικότητα, η οποία όμως δεν εκδηλώνεται μόνο μέσα στο πλαίσιο της Συμμαχίας αλλά και εκτός αυτού. Η Ελλάδα, εκλαμβάνοντας την στάση της Συμμαχίας ως μεροληπτική υπέρ της Τουρκίας, αντιδρούσε με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή προβαίνοντας σε αναγνώριση και αναχαίτιση των αμερικανικών ή συμμαχικών αεροσκαφών που προέβαιναν σε παραβιάσεις του ΕΕΧ.
Σε γενικότερο πλαίσιο, παρά την επιστροφή της Ελλάδος στο στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας, έπειτα από συμβιβασμό με την παρέμβαση των ΗΠΑ, σημεία τριβής με την Τουρκία εξακολούθησαν να είναι τα όρια επιχειρησιακού ελέγχου των στρατηγείων επί ελληνικού εδάφους όσο και η περίπτωση της Λήμνου. Στις αρχές του 1980 η Τουρκία αντέδρασε στην πρόθεση της Συμμαχίας να εγκαταστήσει στην Λήμνο σταθμό ραντάρ, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι επρόκειτο για αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη. Έκτοτε, η νήσος έπαυσε να περιλαμβάνεται στις ασκήσεις του ΝΑΤΟ, παρά τις έντονες ελληνικές διαμαρτυρίες. Από το 1982, η ελληνική πλευρά, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την εξαίρεση της Λήμνου, έπαυσε να συμμετέχει στις συγκεκριμένες ασκήσεις. Η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε την ελληνική αποχή, προβαίνοντας σε σωρεία παραβιάσεων του ΕΕΧ στο πλαίσιο ασκήσεων της Συμμαχίας. Ενθαρρυμένη από τις εξελίξεις αυτές, το 1984 η Τουρκία έθεσε veto στην ελληνική πρόταση για διάθεση των δυνάμεων που στάθμευαν στην Λήμνο στον αμυντικό σχεδιασμό του επομένου έτους. Η Ελλάδα αντέδρασε με veto στο σύνολο των τουρκικών δυνάμεων. Η κατάσταση αυτή οδήγησε στην ουσία σε νέα, μετά το 1974, αδρανοποίηση της Νοτιοανατολικής Πτέρυγος.
Η κρίση που εκδηλώθηκε τον Μάρτιο του 1987, με αφορμή νέες εξαγγελίες της Τουρκίας για έξοδο ερευνητικού σκάφους στο Αιγαίο προς διεξαγωγή ερευνών, που προκάλεσαν ελληνική αντίδραση, έφερε για άλλη μια φορά τις χώρες κοντά στην πολεμική αναμέτρηση. Ενώ όμως τελικώς η Τουρκία υπαναχώρησε και δεν επέτρεψε στο σκάφος της να διεξάγει έρευνες, σε διπλωματικό επίπεδο, η Ελλάδα συμφώνησε το 1988 σε αποχή από ερευνητική δραστηριότητα εκτός των ελληνικών χωρικών υδάτων. Αποδέχθηκε δηλαδή άτυπη συμφωνία που ίσχυε από την δεκαετία του 1970.
Από πλευράς τουρκικών διεκδικήσεων, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η Άγκυρα ανέδειξε ένα νέο ζήτημα ως πεδίο αντιπαραθέσεως με την Ελλάδα: την Έρευνα & Διάσωση (Ε&Δ) στο Αιγαίο. Για τα αεροπορικά ατυχήματα, η Σύμβαση του Σικάγου του 1944, προέβλεπε στο Παράρτημα 12 (Annex 12) ότι η περιοχή ευθύνης Ε&Δ της Ελλάδος συμπίπτει με τα όρια του FIR Αθηνών. Όσον αφορά τα ναυτικά ατυχήματα που καλύπτει η Σύμβαση του Αμβούργου του 1979, η Ελλάδα, κατά την κύρωσή της το 1989, δήλωσε ότι θα ασκεί θαλάσσια Ε&Δ σε όλο τον χώρο του FIR Αθηνών, σύμφωνα και με την σχετική ανακοίνωση στην οποία είχε προβεί και προς τον ΙΜΟ και την πρακτική που ακολουθούσε αδιαλείπτως ήδη από το 1975. Το άρθρο 2.1.4 της Συμβάσεως του Αμβούργου ορίζει ότι ο καθορισμός των περιοχών ναυτικής Ε&Δ γίνεται με συμφωνία των ενδιαφερομένων παρακτίων κρατών. Η Ελλάδα έχει υπογράψει ανάλογες συμφωνίες με την Ιταλία και Μάλτα. Η τουρκική επιθετικότητα όμως, δεν επέτρεψε τέτοιου είδους προσέγγιση.
Στην διαδικασία της αναγνωρίσεως από ελληνικά μαχητικά, εφόσον τα τουρκικά μαχητικά εισέρχονται στο FIR Αθηνών δίχως να υποβάλλουν σχέδια πτήσεως, τα δεύτερα συχνά αντιδρούν και εμπλέκονται σε εικονικές αερομαχίες
Από την πλευρά της, στις 7 Ιανουαρίου 1989 η Άγκυρα δημοσίευσε «Τουρκικό Κανονισμό Έρευνας και Διάσωσης», τον 88/13559, σύμφωνα με τον οποίο και με βάση σχετική της δήλωση προς τον ΙΜΟ, οριοθέτησε περιοχή ευθύνης της για παροχή υπηρεσιών Ε&Δ σε κινδυνεύοντα «αεροπορικά και θαλάσσια μέσα», η οποία περιλαμβάνει τμήμα του FIR Αθηνών μέχρι το μέσο περίπου του Αιγαίου. Επρόκειτο για αυθαίρετη ενέργεια, διότι αγνοούσε ότι οι περιοχές αεροπορικής Ε&Δ απαιτούν απόφαση των αρμοδίων οργάνων του ICAO. Επιπλέον, η αναφορά σε «αεροπορικά και θαλάσσια μέσα», προκαλούσε σκόπιμη σύγχυση μεταξύ αεροπορικής και θαλασσίας E&Δ, κατά παράβαση σχετικών ρυθμίσεων του ICAO. Φυσική συνέπεια των τουρκικών αυθαιρεσιών ήταν η επιβεβαίωση από πλευράς ICAO, στις 7 Απριλίου 1989, ότι οι περιοχές ευθύνης της Ελλάδος και της Τουρκίας σχετικά με την αεροναυτική Ε&Δ παραμένουν αμετάβλητες, όπως αυτές έχουν ορισθεί και συμφωνηθεί στο πλαίσιο του Οργανισμού.
Μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως το 1989 και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, άλλαξαν άρδην οι πολιτικοστρατιωτικές συνθήκες. Η σημασία του ΝΑΤΟ περιορίστηκε, όπως και η επιρροή που είχαν στην ελληνική εξωτερική πολιτική ζητήματα που την έφερναν σε σύγκρουση με την Τουρκία. Η αλλαγή της δομής της Συμμαχίας, διευκόλυνε την διαδικασία. Η «ουδετερότητα» του ΝΑΤΟ στις ελληνοτουρκικές διαφορές απόψεων, έπαυσε να έχει την σημασία που απέδιδε ενοχλημένη η Αθήνα.
ΕΠΙΣΗΜΟΠΟΙΗΣΗ CASUS BELLI ΚΑΙ «ΓΚΡΙΖΕΣ ΖΩΝΕΣ»
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, το ζήτημα προτεραιότητος για την Τουρκία ήταν η έναρξη εφαρμογής το 1994 ως Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, της σχετικής Διεθνούς Συμβάσεως που είχε συνταχθεί το 1982 στο Μοντέγκο Μπέι. Σύμφωνα με αυτήν, κάθε χώρα έχει δικαίωμα επεκτάσεως των χωρικών υδάτων της μέχρι εύρους 12 ν.μ. Η Ελλάδα κύρωσε την Σύμβαση στις 31 Μαΐου 1995, επιφυλασσόμενη να ασκήσει το δικαίωμα επεκτάσεως των χωρικών της υδάτων όποτε αυτή το έκρινε σκόπιμο. Ως αντίδραση, η τουρκική Εθνοσυνέλευση εξέδωσε ψήφισμα στις 8 Ιουνίου με το οποίο εκχώρησε στην τουρκική κυβέρνηση όλες τις αρμοδιότητες, συμπεριλαμβανομένων και των στρατιωτικών μέτρων, για την διατήρηση και υπεράσπιση των ζωτικών συμφερόντων της Τουρκίας. Επρόκειτο στην ουσία για
επισημοποίηση του casus belli, το οποίο από το 1974 η Τουρκία χρησιμοποιούσε μόνο ατύπως ως προειδοποίηση προς την Ελλάδα.
Ανεπίσημος τουρκικός χάρτης, στον οποίο με κίτρινο χρώμα απεικονίζονται τα ελληνικά νησιά των οποίων η κυριότητα αμφισβητείται από την Άγκυρα. Η απαρίθμηση των νήσων, δεν είναι πλήρης και δεν περιλαμβάνονται οι βραχονησίδες. Διακρίνονται με αριθμήσεις το Αγαθονήσι (8), το Φαρμακονήσι (9) και τα Ίμια (10)
Οι πρόνοιες της νέας Συμβάσεως όσον αφορά τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, είναι ιδιαίτερα θετικές. Όχι μόνο η Ελλάδα έχει το δικαίωμα μέχρι και διπλασιασμού των χωρικών υδάτων της, αλλά αυτό έχει άμεσο αντίκτυπο στον καθορισμό της υφαλοκρηπίδος όσο και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ).
Το ίδιο έτος που η Αθήνα κύρωνε την νέα Σύμβαση, προωθούσε ένα σχέδιο εποικισμού μικρονησίδων στο Αιγαίο με κρατική επιδότηση. Οι επίσημες ανακοινώσεις μιλούσαν για ένα πρόγραμμα αναπτύξεως εναλλακτικής μορφής αγροτικού τουρισμού. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μία εύστοχη κίνηση διασφαλίσεως των εθνικών συμφερόντων όσον αφορά δικαιώματα επί υφαλοκρηπίδος και ΑΟΖ. Σύμφωνα με το άρθρο 121, παράγραφος 3 της Συμβάσεως για το Δίκαιο της Θαλάσσης του 1982, «Βράχοι, οι οποίοι δεν μπορούν να διατηρήσουν ανθρώπινη οίκηση ή αυτοδύναμη οικονομική ζωή, δεν θα έχουν αποκλειστική οικονομική ζώνη ή ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα» (“Rocks which cannot sustain human habitation or economic life of their own shall have no exclusive economic zone or continental shelf”).
Διαβλέποντας τις ελληνικές προθέσεις, το τουρκικό Γενικό Επιτελείο είχε αναζητήσει αντίμετρα. Στο πλαίσιο αυτό προέβη στην εκπόνηση και υιοθέτηση μιας μελέτης η οποία θα αμφισβητούσε άμεσα την ελληνική κυριαρχία σε συγκεκριμένα εδάφη και ειδικότερα σε νησίδες και βραχονησίδες. Λαμβάνοντας υπ' όψιν τα επίσημα αρχεία του τουρκικού κράτους, εντοπίστηκαν ελληνικά νησιωτικά εδάφη τα οποία δεν αναφέροντο ονομαστικώς στις υφιστάμενες συνθήκες. Η μη σαφής αναφορά σε αυτά, αυτομάτως έθετε σε αμφισβήτηση το σημερινό καθεστώς ελληνικής κυριαρχίας. Επρόκειτο για μία αυθαίρετη τουρκική θέση, δεδομένου ότι στα κείμενα των διεθνών συνθηκών γίνεται αναφορά σε «παρακείμενες νήσους».
Η φρουρά στο Φαρμακονήσι, αποτελεί μόνιμο στόχο των τουρκικών κυκλωμάτων διακινήσεως λαθρομεταναστών, όσο και της Τουρκικής Αεροπορίας
Η μελέτη υιοθετήθηκε ως νέα θέση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Απέμενε η επίσημη εξαγγελία της. Για το τουρκικό πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο από το οποίο εκπορεύεται η εξωτερική πολιτική, η επικρατούσα πολιτική ρευστότητα στο εσωτερικό της χώρας, ήταν η συνθήκη εκείνη που επέτρεπε την άνετη «διακομματική» αποδοχή της νέας θέσεως και την επίσημη προβολή της. Το ότι στην Ελλάδα επικρατούσε το ίδιο διάστημα αντίστοιχη εικόνα, εξαιτίας της νοσηλείας του πρωθυπουργού, συνιστούσε ευμενή συγκυρία η οποία καθιστούσε τις συνολικές συνθήκες ιδανικές.
Η προκήρυξη τουρκικών εκλογών στις 24 Δεκεμβρίου 1995 ήταν ένα ορόσημο. Την επομένη, ημέρα μεγάλης εορτής της Χριστιανοσύνης και άρα επισήμου αργίας στην Ελλάδα, το τουρκικό εμπορικό πλοίο “Figen Akat” προσάραξε στις βραχονησίδες Ίμια. Ο Τούρκος πλοίαρχος αρνήθηκε την ελληνική συνδρομή δηλώνοντας ότι επρόκειτο για περιοχή τουρκικής αρμοδιότητος. Το θέμα προκάλεσε ελληνοτουρκικές επαφές σε επίπεδο Υπουργείων Εξωτερικών με αποτέλεσμα στις 29 Δεκεμβρίου η Άγκυρα να εκδώσει ρηματική διακοίνωση με την οποία υποστήριζε ότι οι νησίδες Ίμια αποτελούσαν τουρκικό έδαφος. Η νέα αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, είχε εκφραστεί επισήμως.
Το ζήτημα παρέμεινε στην αφάνεια μέχρι τις 24 Ιανουαρίου 1996 οπότε και αποκαλύφθηκε από τα ελληνικά ΜΜΕ. Στις 27 Ιανουαρίου Τούρκοι δημοσιογράφοι προσγειώνονται με ελικόπτερο στην Ανατολική Ίμια και υψώνουν την τουρκική σημαία. Την επομένη ζητείται η συνδρομή των Ενόπλων Δυνάμεων για αφαίρεση της τουρκικής σημαίας και επανατοποθέτηση της ελληνικής. Για λόγους ασφαλείας, ομάδα βατραχανθρώπων εγκαθίσταται στην Ανατολική Ίμια. Το βράδυ της 29ης Ιανουαρίου, η Τουρκία αποφασίζει την ανάληψη στρατιωτικής δράσεως, για λόγους όμως παραπλανήσεως της Ελλάδος, εξακολουθεί να «συζητά». Πράγματι, οι ΗΠΑ έχουν αναλάβει διαμεσολαβητικό ρόλο για την επίτευξη συμφωνίας αποκλιμακώσεως με την ταυτόχρονη απόσυρση των δυνάμεων που έχουν συγκεντρώσει οι δύο χώρες στην περιοχή. Ελλάδα και Ουάσιγκτον νομίζουν ότι διεξάγονται διαπραγματεύσεις ουσίας αλλά στις πρώτες πρωινές ώρες της 31ης Ιανουαρίου, τουρκική ομάδα βατραχανθρώπων αποβιβάζεται στην Δυτική Ίμια. Παρά το ότι η ενέργεια αυτή ανατρέπει όλο το σκηνικό της μέχρι τότε διαπραγματεύσεως, η Αθήνα αποφασίζει να αποδεχθεί την πρώιμη, και υπό διαφορετικές συνθήκες επιτευχθείσα συμφωνία, αποσύρσεως δυνάμεων και εθνικών συμβόλων (no troops, no ships, no flags).
Την επομένη της κρίσεως, η Αθήνα υποστηρίζει ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει όσον αφορά το status quo στην περιοχή και ότι οι νησίδες Ίμια είναι ελληνικό έδαφος. Η Τουρκία υποστηρίζει την δική της άποψη. Απέμενε να αποδειχθεί στην πράξη κατά πόσο εννοούσε πραγματικά η κάθε πλευρά τον ισχυρισμό της. Τα επόμενα χρόνια, η περιοχή των Ιμίων απετέλεσε πεδίο εντάσεως λόγω της παρουσίας ελληνικών και τουρκικών σκαφών του λιμενικού ή του ναυτικού όσο και της ασκήσεως αλιευτικής δραστηριότητος μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων αλιέων.
Από ελληνικής πλευράς απαγορεύτηκε η μετάβαση Ελλήνων και ξένων στις συγκεκριμένες βραχονησίδες, πλην ενός Καλυμνίου ο οποίος και προ των γεγονότων συντηρούσε σε αυτές κοπάδι αιγοπροβάτων. Λίγα χρόνια μετά, ο ποιμένας απέσυρε το κοπάδι του εξαιτίας διακοπής καταβολής του επιδόματος που ελάμβανε από το κράτος, μέσω του οποίου εξασφάλιζε τροφή την οποία μετέφερε στα Ίμια. Το ενδιαφέρον της Αθήνας αρχίζει να «χαλαρώνει» εμπράκτως.
Αυτή την εικόνα ενίσχυε η αποφυγή προστασίας των Ελλήνων αλιέων από το Λιμενικό Σώμα (ΛΣ), απέναντι στις παρενοχλήσεις από σκάφη της τουρκικής ακτοφυλακής που τους πίεζαν να εγκαταλείψουν την περιοχή επειδή, δήθεν, δραστηριοποιούντο εντός τουρκικών χωρικών υδάτων (άρα οι βραχονησίδες είναι τουρκικές). Για λόγους αποφυγής εντάσεων, η Αθήνα διέκοψε την προστατευτική παρουσία σκαφών του ΛΣ, αφήνοντας τους Έλληνες αλιείς να υφίστανται διαρκή καταστροφή περιουσιών (κόψιμο διχτυών) που στο τέλος τους οδήγησε σε οριστική απομάκρυνση. Την θέση τους δε έλαβαν Τούρκοι αλιείς, οι οποίοι στην ουσία επιδίδονται ανενόχλητοι σε δραστηριότητα εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων, αφού δεν καλούνται να απομακρυνθούν από σκάφη του ΛΣ.
Συνοψίζοντας, το αποτέλεσμα της κρίσεως των Ιμίων είναι η εκ των πραγμάτων και με την συγκατάθεση των Αθηνών μετατροπή της περιοχής σε «γκρίζα ζώνη», παρόλο που σε θεωρητικό επίπεδο τίποτε δεν έχει αλλάξει.... Καμία μεταβολή δεν έχει καταγραφεί υπό μορφή επισήμου διμερούς συμφωνίας, ωστόσο, έχει επιβληθεί de facto μεταβολή του καθεστώτος. Και αυτό διότι η στάση της Αθήνας φανερώνει ερμηνεία της συμφωνίας της 31ης Ιανουαρίου 1996 όχι ως συμφωνίας εκτονώσεως της κρίσεως στην δεδομένη στιγμή αλλά ως επ' αόριστον άτυπη συμφωνία.
Η νέα τουρκική αυθαίρετη αξίωση, οι «γκρίζες ζώνες», ήταν η «κληρονομιά» της κρίσεως των Ιμίων. Στις 30 Μαΐου 1996, κατά την σχεδίαση της ασκήσεως “Dynamic Mix '96” από το ΝΑΤΟ, η Τουρκία υποστήριξε τον αποκλεισμό της Γαύδου, λόγω του «αμφισβητούμενου καθεστώτος κυριαρχίας». Το επόμενο διάστημα, από τουρκικής πλευράς παρουσιάστηκαν διάφορες εκδοχές για τον αριθμό των νήσων και νησίδων που, σύμφωνα με την άποψή της, ενέπιπταν στην κατηγορία των νησιωτικών εδαφών με ακαθόριστο καθεστώς κυριαρχίας.
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΜΕ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ ΠΡΟΚΛΗΣΕΩΝ
Ο προσανατολισμός της Τουρκίας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με την υποστήριξη και των ΗΠΑ, προσέφερε στην Ελλάδα την δυνατότητα αξιοποιήσεώς του ως μοχλό πιέσεως για διευθέτηση των όποιων διαφορών σε διμερές επίπεδο, παράλληλα με την ένταξη και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα όμως, η Τουρκία διείδε μία ευκαιρία αναβαθμίσεως του καταλόγου των διεκδικήσεων εις βάρος της Ελλάδος.
Παρά το ότι η γεωγραφία δεν την ευνοεί, η Τουρκία διεκδικεί αρμοδιότητα για Έρευνα & Διάσωση στο μισό σχεδόν Αιγαίο!
Με την ενεργό ανάμειξη των ΗΠΑ, στις 8 Ιουλίου 1997 επιτεύχθηκε η Συμφωνία της Μαδρίτης, μεταξύ των πρωθυπουργών Ελλάδος – Τουρκίας. Ήταν φανερό ότι είχε προηγηθεί μυστική διπλωματία για την κατάρτιση της συμφωνίας, η οποία άλλωστε υπεγράφη στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ. Η συμφωνία απέβλεπε στην προώθηση των διμερών σχέσεων, προκειμένου αυτές, μετά την κρίση των Ιμίων, να τεθούν σε νέο πλαίσιο.
Η Συμφωνία της Μαδρίτης προέβλεπε:
Αμοιβαία δέσμευση για την ειρήνη, την ασφάλεια και τη συνεχή ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας.
- Σεβασμό της κυριαρχίας της κάθε χώρας.
- Σεβασμό των αρχών του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών.
- Σεβασμό στα νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία τους.
- Δέσμευση αποφυγής μονομερών ενεργειών στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και της επιθυμίας, ώστε να αποτραπούν συγκρούσεις οφειλόμενες σε παρεξήγηση.
- Δέσμευση διευθέτησης των διαφορών τους με ειρηνικά μέσα, στη βάση αμοιβαίας συναίνεσης και χωρίς τη χρήση ή την απειλή χρήσης βίας.
Εκ πρώτης, η Συμφωνία της Μαδρίτης περιορίζεται σε αυτονόητες γενικές αναφορές για την εφαρμογή αρχών καλής γειτονίας. Το ίδιο είχε αποδεχθεί η Άγκυρα και με την υπογραφή της συμφωνίας τελωνειακής ενώσεως ΕΕ – Τουρκίας, η οποία υπεγράφη στις 6 Μαρτίου 1995. Η διαφορά της Συμφωνίας της Μαδρίτης ήταν ότι η γενικόλογη αναφορά σε «ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία της», επέτρεψε έκτοτε στην Τουρκία να παρουσιάζει ως τέτοια όλες τις μονομερείς διεκδικήσεις της εις βάρος των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Με απλά λόγια, η Αθήνα δεχόταν την ύπαρξη ελληνοτουρκικών διαφορών πέραν του ζητήματος της υφαλοκρηπίδος. Εάν αυτό το τελευταίο μπορεί να θεωρηθεί ως ένα αυθαίρετο συμπέρασμα, η διάψευση ήλθε από την επίσημη επίκληση των συμφωνηθέντων στην Μαδρίτη εκ μέρους της τουρκικής πλευράς, προκειμένου να «εξηγήσει» αυτή την στάση της στα ελληνοτουρκικά.
Κατά την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Άγκυρα τον Ιούνιο του 2007, ο Τούρκος πρόεδρος Γκιούλ δήλωσε ότι η Τουρκία διεκδικεί τα «νόμιμα και ζωτικά της συμφέροντα» στο Αιγαίο. Μετά την Μαδρίτη, επιταχύνθηκε ο διάλογος μεταξύ των δύο χωρών σε επίπεδο διερευνητικών επαφών εμπειρογνωμόνων των Υπουργείων Εξωτερικών. Η εξέλιξη αυτή, δημιούργησε μία επίπλαστη εικόνα βελτιώσεως των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η Αθήνα στράφηκε την εκμετάλλευση της εξελίξεως της τελωνειακής ενώσεως ΕΕ Τουρκίας, με σκοπό να μεταφέρει το ζήτημα των ελληνοτουρκικών τριβών στο επίπεδο των ευρωτουρκικών σχέσεων, ευελπιστώντας στην σαφή δρομολόγηση διαδικασίας επιλύσεώς τους.
Πράγματι, τον Δεκέμβριο του 1999 στο Ελσίνκι, η ΕΕ αποφάσισε να παροτρύνει όλα τα υποψήφια προς ένταξη κράτη (μεταξύ των οποίων και η Τουρκία) να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια επιλύσεως κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς και άλλων συναφών θεμάτων, διαφορετικά θα έπρεπε να φέρουν την όποια διαφορά ενώπιον του ΔΔΧ το αργότερο μέχρι τα τέλη του 2004. Η προσφυγή στο ΔΔΧ, για πρώτη φορά καθίστατο υποχρεωτική για την Τουρκία.
Στον χάρτη αυτό, διακρίνονται με ερυθρή διαγράμμιση οι περιοχές που δεσμεύει η Τουρκία σε ετήσια βάση, για την διεξαγωγή γυμνασίων στο Αιγαίο. Επέκταση των χωρικών υδάτων από ελληνικής πλευράς, θα περιόριζε την ευχέρεια αυτή της Τουρκίας
Πράγματι, οι ελληνοτουρκικές διερευνητικές επαφές απέκτησαν δυναμική και σημειώθηκε σοβαρή πρόοδος για την σύνταξη συνυποσχετικού μεταξύ των δύο χωρών, που θα παρέπεμπε το ζήτημα της υφαλοκρηπίδος στο ΔΔΧ. Η κυβερνητική μεταβολή τον Μάρτιο του 2004 στην Αθήνα, οδήγησε σε αναθεώρηση της γραμμής στα ελληνοτουρκικά. Οι πρόνοιες της Συμφωνίας του Ελσίνκι εγκαταλείφθηκαν και η Τουρκία έλαβε ημερομηνία ενάρξεως ενταξιακών διαπραγματεύσεων στην ΕΕ, δίχως προηγουμένως να έχει συναινέσει στην παραπομπή του ζητήματος της υφαλοκρηπίδος στο ΔΔΧ. Η Τουρκία, ανέλαβε, θεωρητικώς μόνο, την υποχρέωση να τηρεί γενικές αρχές καλής γειτονίας και προαιρετικώς μόνο να καταφύγει στο ΔΔΧ για την επίλυση των όποιων διαφορών της. Την ίδια στιγμή, οι ελληνοτουρκικές διερευνητικές επαφές ατόνησαν.
ΧΑΓΗ ΚΑΙ ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑ
Ο πυρήνας των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο, έγκειται στον καθορισμό της υφαλοκρηπίδος μεταξύ των δύο χωρών. Η έκταση της υφαλοκρηπίδος μιας παράκτιας χώρας, ορίζει τον βυθό στα διεθνή ύδατα όπου ασκεί το δικαίωμα της εκμεταλλεύσεως. Ως ανώτατο εύρος της υφαλοκρηπίδος, ορίζονται τα 200 ν.μ. από τα όρια των χωρικών υδάτων, κάτι που πρακτικώς είναι ανεφάρμοστο στις συνθήκες του Αιγαίου. Η υφαλοκρηπίδα συνιστά κυριαρχικό δικαίωμα και όχι πλήρη κυριαρχία, όπως στην περίπτωση των χωρικών υδάτων και του εθνικού εναερίου χώρου.
Ανεπίσημος τουρκικός χάρτης, στον οποίο με ερυθρή διαγράμμιση αποτυπώνονται, σύμφωνα με την αυθαίρετη τουρκική άποψη, τα όρια της υφαλοκρηπίδος στο Αιγαίο
Τοιουτοτρόπως, η έκταση της υφαλοκρηπίδος προσδιορίζει τις περιοχές στις οποίες η παράκτια χώρα μπορεί να διεξάγει έρευνες και εκμετάλλευση τυχόν πετρελαϊκών κοιτασμάτων. Η Ελλάδα αποδέχεται την παραπομπή του θέματος στο ΔΔΧ, θέση με την οποία διαφωνεί η Τουρκία, η οποία μη επιθυμώντας την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, προτιμά μία απευθείας διαπραγμάτευση με την Ελλάδα για εξεύρεση πολιτικής και όχι νομικής λύσεως. Από το 1994, η Ελλάδα, επέκτεινε την αποδοχή της στο ΔΔΧ για την επίλυση και άλλων ζητημάτων με την Τουρκία, ενημερώνοντας τα Ηνωμένα Έθνη ότι αναγνωρίζει «υποχρεωτική τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου της Χάγης, υπό την αίρεση της αμοιβαιότητας, με την εξαίρεση οποιασδήποτε διαφοράς συνδέεται με αμυντικά στρατιωτικά μέτρα που έχουν ληφθεί για λόγους εθνικής άμυνας».
Επιβεβαιώνεται έτσι ότι η μη παραπομπή των όποιων διαφορών στο ΔΔΧ οφείλεται σε άρνηση της Τουρκίας. Επιπλέον, καθίσταται αντιληπτό ότι υπάρχουν δύο προϋποθέσεις για τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδος:
α) Σύναψη συνυποσχετικού μεταξύ Ελλάδος – Τουρκίας για την παραπομπή του θέματος στο ΔΔΧ.
β) Καθορισμός του εύρους των χωρικών υδάτων της Ελλάδος, βάσει των οποίων θα οριστεί και η υφαλοκρηπίδα. Η έκταση της υφαλοκρηπίδος συναρτάται άμεσα από το εύρος των χωρικών υδάτων των ενδιαφερομένων παρακτίων χωρών, διότι ξεκινά από την γραμμή του βυθού στο όριο των χωρικών υδάτων.
Αυτά σημαίνουν ότι προ της Χάγης, Ελλάδα και Τουρκία θα εμπλακούν σε διαπραγματεύσεις ουσίας. Από ελληνικής πλευράς δηλώνεται ότι πριν την έναρξη των επισήμων διαπραγματεύσεων για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδος, η Αθήνα θα ασκήσει το δικαίωμα μονομερούς επεκτάσεως των χωρικών υδάτων της. Οι διαρροές όμως που κατά καιρούς έχουν γίνει, σχετικώς με τις επιδιώξεις των δύο πλευρών όσον αφορά την τελική επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων, φανερώνουν ότι και αυτό αποτελεί αντικείμενο ουσιαστικής διαπραγματεύσεως που θα προηγηθεί. Κατά συνέπεια, η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων, εικονικώς μόνο θα είναι μονομερής ενέργεια.
Οι κατά καιρούς διαρροές για την περίοδο μετά το Ελσίνκι, εμφάνιζαν την Ελλάδα να μην εμμένει στην μαξιμαλιστική θέση για χωρικά ύδατα 12 ν.μ. Φυσιολογική θα ήταν η επιδίωξη επεκτάσεως των χωρικών υδάτων στα 10 ν.μ. ώστε να υπάρξει ομαλή εναρμόνιση με το εύρος του ΕΕΧ. Ωστόσο, οι πληροφορίες συνέτειναν στο συμπέρασμα ότι η ελληνική πλευρά εξέταζε το ενδεχόμενο συμβιβαστικής λύσεως για εύρος 9 ν.μ. με αντίστοιχη τουρκική πίεση για 8 ν.μ. Η αλλαγή πλεύσεως της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής το 2004 με την εγκατάλειψη του Ελσίνκι, οφείλεται στις εκπεφρασμένες επιφυλάξεις της νέας κυβερνήσεως έναντι των πραγματικών δυνατοτήτων εξασφαλίσεως ικανοποιητικής λύσεως μέσω του ΔΔΧ. Σύμφωνα με αυτές, προσφυγή στο ΔΔΧ ενέχει κινδύνους για την Ελλάδα, διότι πρόκειται για όργανο νομικό μεν, του οποίου όμως η κρίση σαφώς επηρεάζεται από πολιτικά κριτήρια, όπως έχει δείξει η εμπειρία. Κατ' αυτό τον τρόπο, η λύση που θα προσφέρει, ενδέχεται να αποβεί εις βάρος της Ελλάδος. Εφόσον, η απόφαση θα αφορά μονομερείς διεκδικήσεις της Τουρκίας, είναι βέβαιο ότι οι παραχωρήσεις θα είναι μόνο ελληνικές!
Ο Τουρκικός μιλιταρισμός, κυριαρχεί στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, με πρωταρχικό στόχο την ανάδειξή της σε περιφερειακή δύναμη. Ως εκ τούτου, μόνη η διπλωματία δεν εξασφαλίζει παρά προσωρινά αποτελέσματα
Η θέση αυτή παρουσιάζεται αντιφατική, δεδομένου ότι από το 1994 η Ελλάδα έχει επιβεβαιώσει εκ νέου την προσήλωσή της στο ΔΔΧ ως διαιτητικού οργάνου. Η ελληνική αναστολή δικαιολογείται από την προσθήκη, μετά το 1996, ενός νέου ζητήματος που θέτει η Άγκυρα, της θεωρίας των «γκρίζων ζωνών». Η εξέλιξη αυτή περιπλέκει την διαπραγμάτευση για σύναψη συνυποσχετικού, δεδομένου ότι με βάση τις «γκρίζες ζώνες» η Τουρκία ουσιαστικώς αρνείται χωρικά ύδατα στις ελληνικές νήσους των οποίων την κυριότητα αμφισβητεί. Κατά συνέπεια, πριν την συμφωνία για το εύρος επεκτάσεως των χωρικών υδάτων, απαιτείται διευκρίνιση επί των «γκρίζων ζωνών», οι οποίες, σύμφωνα με την Τουρκία, περιλαμβάνουν περί τις 130 ελληνικές νήσους και νησίδες. Η άποψη του τότε υπουργού Εξωτερικών Π. Μολυβιάτη (την οποία δεν έδειξε να συμμερίζεται η προηγούμενη κυβέρνηση Σημίτη), ήταν ότι με την εξέλιξη αυτή, θα ετίθετο στην κρίση του ΔΔΧ ουσιαστικώς και εδαφικό ζήτημα. Ως εκ τούτου, διακινδύνευση απωλείας έστω και μέρους αυτών των νησιωτικών εδαφών, δεν ήταν επιθυμητή.
Όσοι βιάστηκαν να μιλήσουν για περιορισμό της τουρκικής πλευράς σε διακριτική παρουσίαση των «γκρίζων ζωνών» κατά τις διερευνητικές επαφές, διαψεύστηκαν. Τον Απρίλιο του 2005, κατά την επίσκεψη του Π. Μολυβιάτη στην Τουρκία, τουρκική ακταιωρός παρέμεινε επί ώρες εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων στην περιοχή των Ιμίων, αρνούμενη να υπακούσει στις κλήσεις ελληνικού σκάφους για αποχώρηση. Αυτό έγινε μετά την ενεργοποίηση μηχανισμού μέσω των δύο Υπουργείων Εξωτερικών, στην βάση της αμοιβαιότητος, όπως και στις 31 Ιανουαρίου 1996. Αυτή η εξόφθαλμα τεχνική κρίση που προκάλεσε η Άγκυρα, ήταν άκρως προσβλητική για τον Έλληνα επίσημο, ο οποίος όμως δεν αντέδρασε με τρόπο που θα ανακλούσε ελληνική διαμαρτυρία και δυσαρέσκεια. Επιβεβαιώθηκε με τον πλέον κραυγαλέο τρόπο η θεωρία περί αμφισβητούμενης κυριαρχίας των βραχονησίδων, δίχως πειστική ελληνική αντίδραση.
Η ανάδειξη λοιπόν της θεωρίας περί «γκρίζων ζωνών» σε ένα επιπλέον εμπόδιο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδος, περιπλέκει το πλαίσιο καθορισμού συνυποσχετικού και την παραπομπή του θέματος στο ΔΔΧ, δικαιολογώντας τις ελληνικές επιφυλάξεις.
Κατά τα άλλα, η επανέναρξη των διερευνητικών επαφών (40 κύκλοι μέχρι σήμερα) έδειξε να αποβλέπει τουλάχιστον σε βελτίωση για την ελληνική πλευρά, των όρων συμφωνίας για επέκταση των χωρικών υδάτων. Νέες διαρροές, συνέτειναν στην άποψη ελληνικής επιδιώξεως για 10 ν.μ. ενώ το ενδεχόμενο ορισμένων εξαιρέσεων σε περιοχές ιδιαιτέρας σημασίας, όπου θα αποφασιστεί εύρος 8 ν.μ., δείχνει να τυγχάνει της αποδοχής και των δύο μερών.
ΠΕΙΡΑΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
Ενώ η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδος και τα χωρικά ύδατα συνθέτουν τον πυρήνα της ελληνοτουρκικής διενέξεως, η Τουρκία σταθερά αυξάνει τις μονομερείς διεκδικήσεις της, όχι μόνο επί ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων αλλά ακόμη και στα ζητήματα αναγνωρισμένης διεθνούς αρμοδιότητος.
Η ανάπτυξη καθαρώς εχθρικής όσο και πειρατικής δραστηριότητος, από την Τουρκική Αεροπορία, δεν αφήνει αμφιβολίες για τις προθέσεις της γείτονος. Μόνο μέσον ανασχέσεως, έχει αναδειχθεί στην πράξη η Πολεμική Αεροπορία
Τέτοια είναι η περίπτωση του FIR Αθηνών, όπου η Άγκυρα δεν αναγνωρίζει όρια όσο και υποχρέωση υποβολής σχεδίων πτήσεως των στρατιωτικών της αεροσκαφών που εισέρχονται σε αυτό, όσο και η περίπτωση των περιοχών ευθύνης Ε&Δ. Η τουρκική στάση επιδεικνύει σταθερή περιφρόνηση προς το Διεθνές Δίκαιο, το οποίο εφαρμόζει μόνο επιλεκτικώς, αναλόγως των συμφερόντων της. Αυτή η «θέση εκκινήσεως», την καθιστά αυτομάτως κι εξαρχής αναξιόπιστο συνομιλητή. Η εικόνα αυτή ενισχύεται από την σταθερή άρνηση της Τουρκίας να εφαρμόσει ακόμη και τις υφιστάμενες συμφωνίες που αποσκοπούν στην μείωση της εντάσεως μεταξύ των δύο χωρών.
Το Μνημόνιο της Βουλιαγμένης (Παπούλια – Γιλμάζ) του 1988 περιλαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα για την εκτέλεση αεροναυτικών γυμνασίων στην ανοικτή θάλασσα και τον διεθνή εναέριο χώρο του Αιγαίου, προς αποφυγή εντάσεως. Για τις ασκήσεις αυτές που απαιτείται η έκδοση ΝΟΤΑΜ, η κάθε πλευρά συμφώνησε να αποφεύγει:
α) την απομόνωση ορισμένων περιοχών.
β) την δέσμευση περιοχών ασκήσεων για μεγάλες χρονικές περιόδους.
γ) την διεξαγωγή τους στη διάρκεια αιχμής της τουριστικής περιόδου και των εθνικών και θρησκευτικών εορτών.
Η Τουρκία παραβιάζει συστηματικώς τα μέτρα αυτά. Από το 2002 δε, δεσμεύει συστηματικώς τρεις ή τέσσερις φορές τον χρόνο και για μεγάλα χρονικά διαστήματα, περιοχές μεταξύ ελληνικών νήσων και του ελληνικού ηπειρωτικού κορμού. Δίχως να απευθύνεται στην αρμόδια ελληνική αρχή, εφόσον οι ασκήσεις διεξάγονται στο FIR Αθηνών, εκδίδει παράνομες ΝΟΤΑΜ για τις εν λόγω ασκήσεις. Η Ελλάδα εκδίδει ΝΟΤΑΜ με τις οποίες κηρύσσει άκυρες τις παράνομες τουρκικές ΝΟΤΑΜ και με δική της ΝΟΤΑΜ συστήνει, για αντικειμενικούς λόγους, τροποποιήσεις επί του τουρκικού προγράμματος ασκήσεων. Επιπλέον, κατά πάγια τακτική, η ελληνική ΝΟΤΑΜ ενημερώνει ότι τα τουρκικά αεροσκάφη θα πρέπει να υποβάλουν σχέδια πτήσεως και να μην παραβιάζουν το όριο των 10 ν.μ. του ΕΕΧ. Η Τουρκία αδιαφορεί για τις ελληνικές ΝΟΤΑΜ και παραβιάζει συστηματικώς τον ΕΕΧ. Επιπλέον, επειδή το Μνημόνιο της Βουλιαγμένης περιορίζεται στις ασκήσεις «που απαιτούν έκδοση ΝΟΤΑΜ», η Τουρκία προγραμματίζει στην διάρκεια της τουριστικής περιόδου «εκπαιδευτικές ασκήσεις» της Τουρκικής Αεροπορίας, με αποτέλεσμα την θερινή περίοδο όχι μόνο να μην διακόπτονται οι είσοδοι τουρκικών μαχητικών στο FIR Αθηνών αλλά απεναντίας να αυξάνονται.
Τέλος, η Άγκυρα εκμεταλλεύεται την ασαφή αλλά περιοριστική αναφορά του Μνημονίου «στο Αιγαίο», εκτελώντας συστηματικώς ασκήσεις σε περιοχές τις οποίες θεωρεί ότι βρίσκονται «εκτός Αιγαίου», στην Μεσόγειο, και συγκεκριμένα μεταξύ Κρήτης και Ρόδου. Αντίστοιχη περιφρόνηση επιδεικνύει η Τουρκία και με τις πρόνοιες της Μαδρίτης περί αποφυγής μονομερών ενεργειών, όπως αποκαλείται η άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων (έρευνες στην υφαλοκρηπίδα, επέκταση χωρικών υδάτων κ.λπ.). Η δραστηριότητα που αναπτύσσει η Τουρκική Αεροπορία στο FIR Αθηνών, πέρα από τον σαφή εχθρικό χαρακτήρα της, αποθρασυνόμενη σταθερά στο πέρασμα του χρόνου, έχει καταστεί πλέον καθαρώς πειρατική.
Τα τουρκικά μαχητικά όχι μόνο παραβιάζουν τον ΕΕΧ των 10 ν.μ. αλλά ακόμη και τα 6 ν.μ. Τα τουρκικά μαχητικά εκτελούν ακόμη και υπερπτήσεις σε ελληνικά νησιά, πράγμα που επιβεβαιώνει ότι πρόκειται περί εσκεμμένης κι όχι τυχαίας παραβιάσεως του ΕΕΧ. Οι υπερπτήσεις έχουν επεκταθεί σε σταθερή βάση στα μικρά νησιά. Οι υπερπτήσεις σε μικρά νησιά, εκτελούνται συνήθως σε χαμηλό ύψος και συχνά τα τουρκικά αεροσκάφη σπάνε το φράγμα του ήχου, διαταράσσοντας την ηρεμία των κατοίκων και προκαλώντας υλικές ζημιές σε κτίρια, από την θραύση τζαμιών. Οι υπερπτήσεις σε μικρά νησιά, όπου εδρεύουν ελληνικές φρουρές, έχουν χαρακτήρα εκπαιδευτικών αποστολών βομβαρδισμού. Τα τουρκικά αεροσκάφη προσεγγίζουν ελληνικά αεροσκάφη VIP που πετούν στο FIR Αθηνών, με σκοπό να προκαλέσουν. Τα τουρκικά αεροσκάφη αντιδρούν στην αναγνώριση που εκτελούν ελληνικά μαχητικά, με τρόπο που δεν συνάδει με την αεροπορική δεοντολογία. Τα ελληνικά μαχητικά προσεγγίζουν τους τουρκικούς σχηματισμούς προκειμένου να καταγράψουν ειδικά εξωτερικά φορτία (ατρακτίδια αναγνωρίσεως) που φέρουν, δεδομένου ότι εκτελούν επιχειρησιακές αποστολές φωτοαναγνωρίσεως ελληνικών εδαφών. Οι ελιγμοί αντιδράσεως των Τούρκων που αποσκοπούν στον εκφοβισμό των Ελλήνων χειριστών, είναι επικίνδυνοι και συχνά αδέξιοι, με δυνητικώς μοιραία αποτελέσματα, όπως απεδείχθη στο δυστύχημα της 23ης Μαΐου 2006 και την απώλεια του Σμηναγού Ηλιάκη. Οι Τούρκοι χειριστές χρησιμοποιούν την διεθνή συχνότητα κινδύνου κι εξυβρίζουν τους Έλληνες χειριστές και την Ελλάδα. Συχνά ακούγονται θρησκευτικού περιεχομένου επικλήσεις, αποδεικνύοντας τυφλό φανατισμό και ανεξέλεγκτη κατάσταση. Δικαίως οι Έλληνες χειριστές αποδίδουν τα αρχικά TAF ως “Taliban Air Force”. Τούρκοι χειριστές που εμπλέκονται σε εικονικές αερομαχίες με ελληνικά μαχητικά, εξαπολύουν θερμοβολίδες, με σκοπό την πρόκληση ζημιών στο ελληνικό αεροσκάφος από είσοδο αντικειμένων στον αεραγωγό. Τουρκικά μαχητικά που εισέρχονται στο FIR Αθηνών, εγκλωβίζουν με το ραντάρ τους ελληνικά πολεμικά πλοία.
Οι διαταγές της τουρκικής ηγεσίας για μέγιστη πρόκληση των Ελλήνων, επιτρέπουν την εκτέλεση επικινδύνων ελιγμών και εχθρικών αντιδράσεων από τους Τούρκους ιπταμένους, μια σαφώς ανεύθυνη στάση
Η αποτύπωση των ιχνών των τουρκικών σχηματισμών που εισέρχονται στο FIR Αθηνών, αποδεικνύει ότι αυτοί δεν εκτελούν εκπαιδευτικές ασκήσεις όπως προφασίζεται η Τουρκία. Αποτελούν απλές πτήσεις δίχως τακτικό εκπαιδευτικό αντικείμενο, αποβλέποντας μόνο στην καθημερινή παράβαση των κανόνων εναερίου κυκλοφορίας, την πραγματοποίηση παραβιάσεων του ΕΕΧ, ενίοτε δε σε μεγαλύτερες προκλήσεις, όπως η εκτέλεση υπερπτήσεων και το σπάσιμο του φράγματος του ήχου.
Η πειρατική συμπεριφορά των Τούρκων ιπταμένων, συμβαδίζει με επίσημες ψευδείς δηλώσεις της τουρκικής στρατιωτικής ηγεσίας, που αποδεικνύουν έλλειψη σοβαρότητος και αξιοπιστίας, επιτείνοντας την ελληνική καχυποψία. Ενδεικτικώς, στην πρώτη σύσκεψη αρχηγών Γενικών Επιτελείων των Βαλκανικών χωρών τον Απρίλιο του 2007, οι απαντήσεις του αρχηγού του τουρκικού Γενικού Επιτελείου σε ερωτήσεις δημοσιογράφων, κινήθηκαν στα όρια της παραπληροφορήσεως και της διαστροφής της πραγματικότητος. Στην ερώτηση γιατί τα τουρκικά αεροσκάφη φέρουν όπλα, διατύπωσε την γνωστή τουρκική πρόταση περί πτήσεως μόνο αόπλων αεροσκαφών και από τις δύο πλευρές. Παραβλέπει ότι τα ελληνικά μαχητικά απογειώνονται για αναγνώριση των τουρκικών αεροσκαφών που παραβιάζουν τους διεθνείς κανόνες εναερίου κυκλοφορίας και είναι υποχρεωμένα εκ των κανόνων του ICAO να φέρουν όπλα. Επιπλέον, ο Τούρκος αξιωματούχος, σκοπίμως προκαλούσε σύγχυση μεταξύ των εννοιών του FIR και του ΕΕΧ. Σε ερώτηση για τις παραβιάσεις του ΕΕΧ, ανέφερε ότι τα τουρκικά αεροσκάφη πετούν στον διεθνή εναέριο χώρο του Αιγαίου, αποκρύπτοντας ότι καθημερινώς τα τουρκικά αεροσκάφη όχι μόνο παραβιάζουν τον ΕΕΧ αλλά πραγματοποιούν ακόμη και υπερπτήσεις ελληνικών νήσων.
Το συμπέρασμα είναι ότι η πειρατική συμπεριφορά των Τούρκων στο Αιγαίο, δεν προέρχεται από προσωπική πρωτοβουλία κάποιων θερμόαιμων και ανεύθυνων αεροπόρων αλλά από συγκεκριμένες διαταγές της τουρκικής ηγεσίας για πρόκληση με κάθε τρόπο της Ελλάδος και επιβεβαίωση της περιφρονήσεως των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και αρμοδιοτήτων.
Τα τελευταία χρόνια η Τουρκία προσπάθησε εμπράκτως να αναδείξει την μη αναγνώριση ορίων του FIR Αθηνών, σε συνδυασμό με τις περιοχές ευθύνης Ε&Δ. Τον Φεβρουάριο του 1999, στο πλαίσιο της θεωρίας περί «γκρίζων ζωνών» η Τουρκία εξέδωσε την ΝΟΤΑΜ 240 στην οποία υποστήριζε ότι η γραμμή ορίων μεταξύ FIR Αθηνών και FIR Κωνσταντινουπόλεως, η οποία διερχόταν από τα ελληνοτουρκικά σύνορα στον δέλτα του Έβρου μέχρι το Καστελλόριζο είναι πλασματική, δεν αντιπροσώπευε θαλάσσια σύνορα μεταξύ των δύο χωρών και ότι δεν είχε καμία νομική υπόσταση. Το 2000, η τουρκική Εθνοσυνέλευση ψήφισε τον νόμο 2441 με τον οποίο καθόριζε ως περιοχή ευθύνης Ε&Δ της Τουρκίας, την περιοχή που διεκδικεί στο θέμα του εναερίου χώρου και του FIR Αθηνών για τον έλεγχο της εναερίου κυκλοφορίας, δηλαδή το ήμισυ του Αιγαίου βάσει χονδρικώς του 25ου Μεσημβρινού. Τέλος, η Τουρκία κινήθηκε και σε επίπεδο ΝΑΤΟ, ζητώντας επισήμως τον Φεβρουάριο του 2005 να συμπεριληφθεί στο εγχειρίδιο Ε&Δ της Συμμαχίας ως περιοχή ευθύνης της το μισό Αιγαίο.
Νεότερες αποφάσεις του ICAO, διαφοροποίησαν σημαντικά τα δεδομένα όσον αφορά τις περιοχές ευθύνης για αεροπορική Ε&Δ. Τον Νοέμβριο του 2004 τέθηκε σε ισχύ το αναθεωρημένο Παράρτημα 12 (Annex 12) της Συμβάσεως του Σικάγου για την αεροπορική Ε&Δ. Σε αυτό (παράγραφος 2.2) αναφέρεται ότι «ο καθορισμός της περιοχής έρευναςκαι διάσωσης ορίζεται με βάση τις τεχνικές και επιχειρησιακές δυνατότητες των χωρών και δεν λαμβάνονται υπ΄ όψιν τα σύνορα των χωρών αυτών». Η επίσημη ελληνική θέση για την τροποποίηση αυτή είναι ότι δεν θίγονται τα εθνικά συμφέροντα, καθώς αφορά αρμοδιότητα και όχι κυριαρχικό δικαίωμα. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την πρόνοια από πλευράς ΙΜΟ για καθορισμό των περιοχών ευθύνης ναυτικής Ε&Δ μέσω συμφωνιών των παρακτίων κρατών, δημιουργεί έδαφος για διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Ωστόσο, πέραν των προϋποθέσεων αυτών, η ανυπαρξία θετικού κλίματος, εξαιτίας των διαρκών τουρκικών προκλήσεων, δεν επιτρέπει εξελίξεις. Τοιουτοτρόπως, οι δύο πλευρές περιορίζονται στην ισχύ των αποφάσεών τους σε εθνικό επίπεδο. Η διαφορά είναι ότι ενώ η Ελλάδα δηλώνει ότι τα όρια των περιοχών αεροπορικής και ναυτικής Ε&Δ συμπίπτουν με το FIR Αθηνών, η Τουρκία έχει επεκτείνει την δική της περιοχή εντός του FIR Αθηνών στο μισό Αιγαίο. Η τελευταία δε, ερμηνεύει αυθαιρέτως τον μη υπολογισμό των συνόρων ως κριτήριο για καθορισμό των περιοχών αεροπορικής Ε&Δ, ως κατάργηση των ορίων του FIR Αθηνών!
Το αποτέλεσμα είναι να διατηρούνται οι τουρκικές αυθαιρεσίες όσον αφορά το FIR Αθηνών και ζητήματα Ε&Δ. Στο πλαίσιο αυτό, η τουρκική πλευρά:
Χαρακτηρίζει πτήσεις των ελληνικών αεροσκαφών ανατολικώς του 25ου Μεσημβρινού (στο μέσον του Αιγαίου περίπου) ως παραβάσεις σε περιοχή δικής της αρμοδιότητος. Χαρακτηρίζει τις προσεγγίσεις ελληνικών μαχητικών που σπεύδουν να αναγνωρίσουν τα τουρκικά, ως «παρενοχλήσεις». Σε περίπτωση πτήσεων ελληνικών αεροπλάνων ή ελικοπτέρων στα ανατολικά όρια του FIR Αθηνών, μέσω της διεθνούς συχνότητος κινδύνου ειδοποιούνται οι Έλληνες ιπτάμενοι ότι πετούν σε περιοχή, δήθεν, τουρκικής αρμοδιότητος και καλούνται να απομακρυνθούν. Σε περιπτώσεις πτήσεως ελληνικών αεροσκαφών στα ανατολικά όρια του FIR Αθηνών, συχνά απογειώνονται τουρκικά μαχητικά που δήθεν εκτελούν αναγνώριση και αναχαίτισή τους. Η τελευταία, συχνά έχει την μορφή εκτελέσεως επικινδύνων ελιγμών, σε περιπτώσεις δε ελληνικών ελικοπτέρων, έχει παρατηρηθεί η πρόθεση των Τούρκων να προκαλέσουν δυστύχημα, αφού τα αεροσκάφη τους εκτελούν κοντινές διελεύσεις σε μικρή απόσταση, με σκοπό, από το ισχυρό ρεύμα των μετα-καυστήρων να προκαλέσουν πτώση του ελικοπτέρου.
Παραλλήλως, η Τουρκία επιδιώκει την περαιτέρω αμφισβήτηση των ελληνικών αρμοδιοτήτων εντός του FIR Αθηνών, στην περίπτωση των μονίμων πεδίων βολής που έχει ανακηρύξει η Ελλάδα. Επειδή αυτά είναι δηλωμένα και περιλαμβάνονται σε όλα τα διεθνή αεροναυτιλιακά εγχειρίδια, υποδηλώνοντας στην ουσία αναγνώριση ελληνικής αρμοδιότητος, τουρκικά αεροσκάφη διέρχονται από αυτά, ακόμη και σε περιόδους που έχει αναγγελθεί η εκτέλεση πυρών! Στην ουσία, το ενδιαφέρον της Τουρκίας για τα μόνιμα πεδία βολής στο Αιγαίο, ταυτίζεται με την αρχική απαίτηση που εκφράστηκε το 1975, όσον αφορά την εξασφάλιση μονίμων περιοχών τουρκικών ασκήσεων στο Αιγαίο.
Η πειρατική συμπεριφορά της Τουρκικής Αεροπορίας, εδραιώνει ένα κλίμα εντάσεως και καχυποψίας σε καθημερινό επίπεδο, το οποίο κανένα Μέτρο Οικοδομήσεως Ειρήνης (ΜΟΕ) δεν αγγίζει. Στο ευρύτερο πολιτικοδιπλωματικό επίπεδο, την ατμόσφαιρα εξακολουθούν να δηλητηριάζουν το casus belli που διατηρείται κατά παράβαση ακόμη και του Καταστατικού Χάρτου των Ηνωμένων Εθνών όσο και η θεωρία των «γκρίζων ζωνών». Πρόκειται για δύο από τα κορυφαία «ατού» που έχει αναδείξει η τουρκική διπλωματία, κατά την πάγια τακτική της εγέρσεως πληθώρας ανύπαρκτων θεμάτων, τα οποία την στιγμή της διαπραγματεύσεως δύναται να αποσύρει ανώδυνα, παρουσιάζοντας τοιουτοτρόπως εικονικές παραχωρήσεις και πνεύμα καλής θελήσεως.
Η ελληνική πολιτική ηγεσία έχει αποδειχθεί ότι λαμβάνει πολύ σοβαρά υπ' όψιν τις ανωτέρω απειλές-διεκδικήσεις. Στην διάρκεια των διερευνητικών επαφών, τουλάχιστον μέχρι την και το 2003, για την σύναψη συνυποσχετικού, πληροφορίες έφεραν την ελληνική πλευρά να απαιτεί την εγκατάλειψη αιτιάσεων όπως η αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νήσων και της θεωρίας των «γκρίζων ζωνών»! Ως θετική διαπίστωση δε, αναφερόταν η διακριτική προσέγγιση από τουρκικής πλευράς των «γκρίζων ζωνών» όσο και η μη προβολή θέματος τουρκικής μειονότητος στην Θράκη…
Ταυτοχρόνως, η ελληνική πολιτική ηγεσία, τείνει να ερμηνεύει με κοντόφθαλμη αισιοδοξία την άρση τουρκικών απειλών και διεκδικήσεων, μέσα από τις διμερείς συμφωνίες τακτικής σημασίας που συνάπτονται κατά καιρούς. Ενδεικτικώς, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Θ. Πάγκαλος έσπευσε αμέσως μετά την Συμφωνία της Μαδρίτης να προεξοφλήσει την εγκατάλειψη του casus belli από την τουρκική πλευρά! Σύμφωνα όμως με την τουρκική άποψη, η Συμφωνία, αντιθέτως, επισημοποίησε την ισχύ του casus belli... Σε συνέντευξή του το 2007, ο Τούρκος πρόεδρος έδωσε την τουρκική ερμηνεία για την «δέσμευση αποφυγής μονομερών ενεργειών» της Συμφωνίας: «Η δήλωση της Μαδρίτης του 1997, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα δεν πρέπει να προεκτείνει τα χωρικά της ύδατα και η Τουρκία οφείλει να μην καταφύγει σε στρατιωτική λύση, βρίσκεται πάντα σε ισχύ».
Όμως η πραγματική αξία τέτοιου είδους ζητημάτων που θέτει η Άγκυρα, έχουν σημασία μόνο στον βαθμό που λαμβάνονται σοβαρά υπ' όψιν από την Αθήνα. Τον Απρίλιο του 2005, ο πρόεδρος της τουρκικής Εθνοσυνελεύσεως εκφράστηκε υπέρ της άρσεως του casus belli, διευκρινίζοντας ότι η πράξη αυτή δεν συνιστούσε καν απόφαση της Εθνοσυνελεύσεως αφού δεν διεξήχθη διαδικασία ψηφοφορίας. Πρόκειται δηλαδή στην ουσία για απλό ανακοινωθέν, το οποίο εξίσου εύκολα μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή...
Η στρατιωτική ηγεσία στην Τουρκία, επισκίαζε πάντα την πολιτική. Ο εγγενής μιλιταρισμός της Τουρκίας, σε πλήρη αντιδιαστολή με τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, την καθιστά επικίνδυνη για την περιφέρειά της
ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ
Οι τουρκικές επιδιώξεις στο Αιγαίο σχετίζονται με:
α) Ζητήματα στρατηγικής σημασίας που άπτονται των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Αυτά αφορούν την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδος, η οποία προϋποθέτει καθορισμό της επεκτάσεως των χωρικών υδάτων. Με την θεωρία των «γκρίζων ζωνών», η Τουρκία επιδιώκει να αμφισβητήσει την ελληνική κυριαρχία σε ελληνικά νησιωτικά εδάφη, επηρεάζοντας και την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδος. Η έγερση ζητήματος «γκρίζων ζωνών» περιπλέκει την εξεύρεση λύσεως. Από την πλευρά της, η Αθήνα δεν θέτει ανοικτά ζήτημα καθορισμού ΑΟΖ, που εισάγει νέα δεδομένα, για να μην προκαλέσει επιπλέον περιπλοκή.
Η παράταση του ζητήματος, έχει οδηγήσει σε αδρανοποίηση της Ελλάδος όσον αφορά την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων. Επειδή το ποσοστό της υφαλοκρηπίδος που θεωρητικώς αντιστοιχεί στην Τουρκία είναι μικρό μόνο σε σχέση με αυτό που αναλογεί στην Ελλάδα, η Άγκυρα επιδιώκει την σοβαρή αύξησή του, υπολογίζοντας ότι η ελληνική πλευρά θα λάβει υπ' όψιν την υπεροχή ισχύος της.
β) Ζητήματα ειδικού τουρκικού ενδιαφέροντος. Αυτά αφορούν την εξασφάλιση από τουρκικής πλευράς της εισόδου τουρκικών αεροσκαφών στο Αιγαίο, δίχως να υποβάλλουν σχέδια πτήσεως στην Αθήνα. Επιπλέον, επιδιώκεται ο καθορισμός συγκεκριμένης περιοχής ή περιοχών στα διεθνή ύδατα και τον διεθνή εναέριο χώρο, όπου θα επιτρέπεται η ανεμπόδιστη εκτέλεση ασκήσεων των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων. Επέκταση των χωρικών υδάτων και διατήρηση του ΕΕΧ στα 10 ν.μ. ενδεικτικώς, θα συρρίκνωνε δραστικώς «ανοικτές» περιοχές διεθνών υδάτων και διεθνούς εναερίου χώρου για την εκτέλεση στρατιωτικών γυμνασίων. Σε αυτό το σημείο, εντοπίζεται η ευαισθησία της Τουρκίας για τα μόνιμα πεδία βολής που έχει κηρύξει η Ελλάδα στο Αιγαίο. Επιπλέον, προβάλλοντας λόγους δικής της ασφαλείας, η Τουρκία επιδιώκει επίσης συνδιαχείριση της εναερίου κυκλοφορίας στο Ανατολικό Αιγαίο.
Τα ζητήματα αυτά θίγουν αναγνωρισμένες διεθνώς ελληνικές αρμοδιότητες όσον αφορά τον έλεγχο της εναερίου κυκλοφορίας στο Αιγαίο και την Ε&Δ. Για τον λόγο αυτό, επιδιώκεται από τουρκικής πλευράς η αμφισβήτηση των ορίων FIR και περιοχών ευθύνης Ε&Δ στο Αιγαίο και ο καθορισμός τους κατόπιν συμφωνίας με την Ελλάδα. Η επίλυση των τελευταίων, υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα αποτελούσε ιδιαίτερο πρόβλημα. Η Αθήνα όμως παρουσιάζεται απρόθυμη, διότι την ίδια στιγμή η Τουρκία αμφισβητεί τα θαλάσσια σύνορα, μέσω της θεωρίας των «γκρίζων ζωνών» ενώ καθημερινώς επιδεικνύει εχθρική συμπεριφορά τόσο σε επίπεδο στρατιωτικών δραστηριοτήτων όσο και διπλωματίας.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική των τελευταίων ετών, πλήρως απογοητευμένη από την ανυπαρξία τουρκικής ανταποκρίσεως στις κινήσεις καλής θελήσεως, έχει περιοριστεί σε επικοινωνιακές πρακτικές και προώθηση της οικονομικής συνεργασίας. Η αχαλίνωτη επιθετικότητα της Άγκυρας, προκαλεί δικαιολογημένη καχυποψία στην Αθήνα, όσον αφορά το τέλος των τουρκικών μονομερών διεκδικήσεων
Ως εκ τούτου, η Ελλάδα είναι εξαιρετικά επιφυλακτική έναντι ενός γείτονα με ασυγκράτητες αρπακτικές διαθέσεις και ανεξέλεγκτη πειρατική νοοτροπία που αποβλέπει στον εξαναγκασμό της σε συνεννόηση υπό συνθήκες εκβιαστικής πιέσεως. Η αναξιοπιστία της Τουρκίας και η διαρκής διεύρυνση της αμφισβητήσεως ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και αρμοδιοτήτων, βραχυκυκλώνουν κάθε προσπάθεια ελληνοτουρκικής προσεγγίσεως για διαπραγμάτευση ουσίας.
Η ποιοτική αναβάθμιση των προκλήσεων, αποσκοπεί στην διαρκή υπογράμμιση των θέσεών της, στην μέτρηση των ελληνικών αντιστάσεων και στην άσκηση πιέσεως για ελληνική υποταγή σε εφ' όλης της ύλης διαπραγμάτευση υπό ευνοϊκούς γι' αυτήν όρους. Αποτελεί ένδειξη της ελληνικής αδυναμίας ελλείψεως υπομονής, επιμονής και σθένους στην αντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων, η κατά καιρούς επίκληση των υψηλών δαπανών σε καύσιμα αεροσκαφών ή και των όποιων απωλειών σε έμψυχο δυναμικό, του «ακήρυχτου πολέμου» στο Αιγαίο, ως ένδειξη του «κόστους» από την παράταση της καταστάσεως. Πρόκειται για μία επικίνδυνα συναισθηματική στάση, που προσβάλει το κύρος της χώρας, υπονομεύει το ηθικό της κοινής γνώμης και των Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ μεταφέρει στον επιθετικό γείτονα μηνύματα προετοιμασίας για άτακτη υποχώρηση και υποταγή. Αγνοείται δε η αταλάντευτη στάση της άλλης πλευράς, παρά τις όποιες ελληνικές κινήσεις καλής θελήσεως, που δεν αφήνει αμφιβολίες για τις μελλοντικές προθέσεις της.
Τα τελευταία χρόνια, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επιδεινώθηκαν. Παρά την προσπάθεια από το 2006 της νέας ηγεσίας του ελληνικού ΥΠΕΞ για προσέγγιση των ελληνοτουρκικών βάσει «νέας στρατηγικής», δεν έχουν παραχθεί αποτελέσματα. Οι όποιες διμερείς συμφωνίες αποσκοπούσες στην μείωση της εντάσεως, παραβιάζονται στην πράξη από την πειρατική συμπεριφορά της Τουρκίας.
Τουναντίον, το διάστημα αυτό η Τουρκία:
Επιβεβαίωσε τις διεκδικήσεις της με τον πλέον προκλητικό τρόπο. Σε αυτό ακριβώς αποσκοπούσε η προσβολή πρώτου μεγέθους κατά την επίσκεψη του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών στην Άγκυρα το 2005, προκαλώντας ένταση στα Ίμια. Το αποτέλεσμα μεταφράστηκε από την Άγκυρα ως νέα επιβεβαίωση της ελληνικής αδυναμίας δυναμικής αντιδράσεως σε τέτοιες προκλήσεις, όχι μόνο σε στρατιωτικό αλλά ακόμη και σε διπλωματικό επίπεδο. Ανέδειξε νέα προβλήματα. Αυτό ίσχυσε στην περίπτωση του ζητήματος «τουρκικής» μειονότητος, όχι μόνο στην Θράκη αλλά πλέον και στην Δωδεκάνησο. Ανέδειξε και πάλι εντός του ΝΑΤΟ τις μονομερείς διεκδικήσεις της. Προέβη σε μονομερείς ενέργειες, διεξάγοντας έρευνες σε θεωρουμένη από την Αθήνα ελληνική υφαλοκρηπίδα. Την πρώτη φορά διαβεβαίωσε ότι επρόκειτο για καθαρώς επιστημονικής φύσεως έρευνες, θέση την οποία αποδέχθηκε η Αθήνα. Μόλις πρόσφατα όμως, διενήργησε έρευνες βυθού για πετρέλαιο ανοικτά του Καστελλορίζου.
Η Ελλάδα περιορίζεται πλέον στην βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μέσω κυρίως της αναπτύξεως συνεργασίας σε οικονομικό επίπεδο, δίχως την ανάληψη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών. Εξακολουθεί να υποστηρίζει την, εκ των πραγμάτων άνευ νοήματος, ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, δίχως να έχει λάβει καμμία ανταπόδοση σε
πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο. Τοιουτοτρόπως, ακόμη και για ζητήματα θρησκευτικού περιεχομένου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία η διεθνής κοινότητα θέτει στην Άγκυρα, ζητήματα για τα οποία υπάρχει και σχετικό ελληνικό ενδιαφέρον (Οικουμενικό Πατριαρχείο, Θεολογική Σχολή Χάλκης) δεν έχει παρατηρηθεί ούτε χιλιοστό μετακινήσεως της άλλης πλευράς.
Η διαπίστωση ότι, σε όσα ζητήματα θέτει η ΕΕ, τουρκική άρνηση, σε συνδυασμό με την υποστήριξη των ΗΠΑ, έχει ως αποτέλεσμα αναδίπλωση των Ευρωπαίων, ενισχύει την αυτοπεποίθηση και την αλαζονεία της Άγκυρας. Ακριβώς αυτή η αυτοπεποίθηση και αλαζονεία, ενισχυόμενα και από την διαπιστωμένη ιστορικώς απροθυμία της Αθήνας για δυναμικά αντίμετρα, είναι η αιτία για την οποία η Άγκυρα διευρύνει διαρκώς τις διεκδικήσεις της στα ελληνοτουρκικά.
Η τουρκική εμμονή σε πολιτική «λύση – πακέτο» και όχι σε προσφυγή στο ΔΔΧ, σε συνδυασμό με την σταθερή διεύρυνση των ζητημάτων που θέτει, προκαλεί βάσιμο φόβο στην Αθήνα ότι μετά και υπό μια διευθέτηση, της επιφυλάσσει στο μέλλον νέα έγερση ζητημάτων εις βάρος της, με σκοπό περαιτέρω αναθεώρηση του status quo. Αυτό άλλωστε διαφαίνεται από την «προετοιμασία» του εδάφους με τις μειονότητες.
Η ελληνική πλευρά, ενώ φαίνεται να υποστηρίζει την παραπομπή στο ΔΔΧ, στην ουσία έχει αποδεχθεί και συζητά ήδη για όλα τα ζητήματα που θέτει η Τουρκία. Αυτό ακριβώς σημαίνουν οι διερευνητικές επαφές. Αλλά η κατάσταση διαρκούς ανωμαλίας και εντάσεως που καλλιεργεί η Τουρκία, σε συνδυασμό με την επιδεικτική περιφρόνηση του Διεθνούς Δικαίου και των διμερών συμφωνιών, ενισχύουν δικαίως την καχυποψία της Ελλάδος. Υπ' αυτό το πρίσμα, ανεξαρτήτως του όποιου πλαισίου και ειδικών προσεγγίσεων έχουν γίνει σε διπλωματικό επίπεδο, η Αθήνα δεν διακρίνει θετικό κλίμα για επίτευξη συμφωνίας.
Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας όσον αφορά το Αιγαίο, δείχνει να επιδιώκει την διάσπαση της πολιτικής και εδαφικής ενότητος της Ελλάδος. Αυτό θα προκύψει μέσω της μεταβολής του καθεστώτος βάσει των μονομερών τουρκικών διεκδικήσεων, ώστε να περιέλθει σημαντική ζώνη ελληνικών νήσων και νησίδων σε αμοιβαίως αναγνωρισμένη τουρκική ζώνη οικονομικών και στρατηγικών συμφερόντων. Η Τουρκία, χρησιμοποιεί όπως και όλες οι αναθεωρητικές δυνάμεις στην ιστορία, τον μιλιταρισμό για την ανάδειξή της σε περιφερειακή δύναμη.
Ο εγγενής τουρκικός μιλιταρισμός εκδηλώνεται με την μόνιμη ή περιοδική παρουσία των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων σε ξένο έδαφος (Βόρεια Κύπρος, Βόρειο Ιράκ, Αιγαίο) και την απειλή χρήσεως στρατιωτικής βίας (Ελλάδα, Συρία). Η πολιτική αυτή αποδίδει τόσο στις σχέσεις της με τις γειτονικές της χώρες, όσο και με την ΕΕ και τις ΗΠΑ. Υποχωρήσεις και παραδοχές σε διπλωματικό επίπεδο έναντι των τουρκικών αξιώσεων, δεν επιτυγχάνουν παρά μόνο την δικαίωση του τουρκικού μιλιταρισμού.
Για την Ελλάδα, η εξασφάλιση θετικού πλαισίου, την ώρα της διαπραγματεύσεως για μια «ειδική σχέση» της Τουρκίας με την ΕΕ, δείχνει να προσφέρει μία ευκαιρία. Πρόκειται ίσως για την κορυφαία πρόκληση την οποία θα αντιμετωπίσει η Ελλάδα. Οι συνθήκες βεβαίως, είναι δύσκολες και θα απαιτηθούν επιδέξιοι διπλωματικοί χειρισμοί. Η διεθνής εμπειρία όμως, όπως και τα ελληνοτουρκικά, δείχνουν ότι ο μιλιταρισμός δεν αναχαιτίζεται μόνο με πολιτικά μέσα. Η πρόνοια εφαρμογής πειστικών αντιμέτρων σε στρατιωτικό επίπεδο, δεν μπορεί να αγνοείται, κάτι που ισχύει στην περίπτωση της Ελλάδος τα τελευταία 35 χρόνια.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου