Κυριακή 18 Απριλίου 2010

Μαθήματα διπλωματίας… στη Νεολαία Κομοτηνής (Με 65 σπουδαστές).


Μαθήματα διπλωματίας εκτός των τειχών της Τουρκίας πραγματοποίησαν 65 Τούρκοι σπουδαστές της Διπλωματικής Ακαδημίας του υπουργείου Εξωτερικών της γειτονικής χώρας, που για πρώτη φορά επισκέφτηκαν και την περιοχή μας.
Η περιοδεία των εκκολαπτόμενων διπλωματών περιελάμβανε επισκέψεις σε χώρες των Βαλκανίων, συναντήσεις με απεσταλμένους της Τουρκίας σε αυτές και συζητήσεις για την επικαιρότητα και τα τεκταινόμενα κάθε περιοχής, όπως και τις διπλωματικές σχέσεις. Το πέρασμα των 65 σπουδαστών από τη χώρας μας συνδυάστηκε με στάσεις αρχικά στη Θεσσαλονίκη, στη συνέχεια στην Καβάλα, αλλά και στην Κομοτηνή. Τους νεαρούς Τούρκους συνόδευε η πρέσβειρα Σινάρ Μπαιντούρ και από την πόλη μας ο γενικός πρόξενος Μουσταφά Σαρνίτζ, ενώ για την επικοινωνία στα ελληνικά επιστρατεύτηκε και ο μεταφραστής Σερντάρ Καράπατσα. Στην Καβάλα επισκέφτηκαν το Ιμαρέτ και το σπίτι του Μοχάμετ Αλί.

Στην Κομοτηνή τα μαθήματα διπλωματίας έγιναν στο χώρο…της «τουρκικής νεολαίας», εκεί όπου τους υποδέχτηκαν ο νέος πρόεδρος Κοράη Χασάν και μέλη του διοικητικού συμβουλίου προκειμένου να τους ενημερώσουν για τις δραστηριότητές τους. Τα «μαθήματα» έγινε συνοδεία τσαγιού και παρουσία του προξένου κ. Σαρνίτς και του υποπροξένου Οσκάν Ντουμάν. Μιλώντας σε νέους διπλωμάτες ο πρόξενος Μουσταφά Σαρνίτς μάλιστα έπλεξε το εγκώμιο της νεολαίας λέγοντας μάλιστα ότι για την «Τουρκική μειονότητα της Δυτικής Θράκης» αποτελεί ένας τόπος «σημαντικός και σεβαστός».
Ο νέος πρόεδρος Κοράη Χασάν προσέφερε στην επικεφαλής της τουρκικής αποστολής έναν πίνακα ζωγραφικής της τεχνικής εμπρού. Η πρέσβειρα Σινάρ Μπαιντούρ ευχαρίστησε για τη ζεστή φιλοξενία και οι 65 σπουδαστές συνέχισαν το ταξίδι της επιστροφής για την Τουρκία.

Read more...

Για τα ΙΜΙΑ “κάποιος” δεν λέει την Αλήθεια!!!


Το ΚΚΕ Ελλάδας, προκάλεσε χθες στη Βουλή, συζήτηση για τα σχέδια που έχει η Κυβέρνηση, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που σχετίζονται με σοβαρά θέματα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.
Η γ.γ. του ΚΚΕ κ. Παπαρήγα εξέφρασε την έντονη ανησυχία του κόμματός της, για τη ΝΑΤΟποίηση και τη διχοτόμηση του Αιγαίου. Και αναφέρθηκε στην αμφισβήτηση της Ελληνικότητας των Ιμίων. Η γενική γραμματέας του ΚΚΕ, στην ομιλία της επικαλέστηκε δημοσιεύματα για το διαχωρισμό του Αιγαίου, όπως επίσης και το έγγραφο που εξέδωσε ο αμερικανός διοικητής του αεροπορικού στρατηγείου της Σμύρνης, «που κηρύσσει το Αιγαίο ως γκρίζα ζώνη».

Στην απάντησή του ο Πρωθυπουργός Γ.Α.Παπανδρέου, υποστήριξε ότι, τα όσα ανέφερα η κ.Παπαρήγα είναι «ανησυχίες και φοβίες βασισμένες σε ψευδείς ή λαθεμένες δημοσιογραφικές πληροφορίες που δεν έχουν καμία βάση». Ειδικά για το θέμα των Ιμίων ο κ. Πρωθυπουργός είπε ότι, «επίσημη αναγνώρισης καθεστώτος αμφισβήτησης για τα Ίμια, δεν υπάρχει. Τα Ίμια είναι ελληνικό νησί».

Θα πρέπει όμως εμείς να πούμε ότι, από το 1996, μετά δηλαδή την κρίση των Ιμίων, η Τουρκική ακτοφυλακή δεν επιτρέπει στους έλληνες ψαράδες, ούτε καν να προσεγγίσουν την περιοχή των Ιμίων.
Ερώτηση: Μπορούμε να πάμε ΣΤΑ ΙΜΙΑ και να υψώσουμε τη γαλανόλευκη;

Read more...

Τούρκοι και ΝΑΤΟ «μοίρασαν» το Αιγαίο.


Της ΚΥΡΑΣ ΑΔΑΜ
Ο ανώτατος διοικητής των Αεροπορικών Δυνάμεων της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ (CCA) με έδρα τη Σμύρνη της Τουρκίας εξέδωσε την προηγούμενη εβδομάδα ένα απαράδεκτο σήμα με το οποίο παραχωρούσε το μισό Αιγαίο στο 6ο υποστρατηγείο του Εσκισεχίρ (6CAOC) ως περιοχή ευθύνης του για αεροπορική αστυνόμευση (ΑΡΑ).
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του ελληνικού υπουργείου Αμύνης υπήρξε ελληνική αντίδραση, με αποτέλεσμα να αποσυρθεί το σήμα αυτό. Ομως η ελληνική αντίδραση θεράπευσε μόνον την αφορμή και όχι τα αίτια, βάσει των οποίων εκδόθηκε το απαράδεκτο σήμα με συνέπεια να υπάρχει ανά πάσα στιγμή ο κίνδυνος για τα χειρότερα. Τον Ιούνιο του 2003 στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ αποφασίστηκε η μετεγκατάσταση του ΝΑΤΟϊκού αεροπορικού στρατηγείου από τη Νάπολη της Ιταλίας στη Σμύρνη, με αμερικανό διοικητή και τούρκο υποδιοικητή. Στην απόφαση αυτή υπήρχε ο απαράβατος όρος εντός τριών ετών, δηλαδή μέχρι το 2006, να καταργηθεί και το 6ο υποστρατηγείο του Εσκισεχίρ (6ο CAOC) και να αναβαθμιστεί το 7ο της Λάρισας, το οποίο με τις ελληνικές αεροπορικές δυνάμεις (9 ραντάρ αεροσκάφη αναχαίτισης) που έχει παραχωρήσει η Ελλάδα στο ΝΑΤΟ, θα αναλάμβανε την αεροπορική αστυνόμευση ολόκληρης της νοτιοανατολικής περιοχής του ΝΑΤΟ.

Ομως, λόγω της αδράνειας και των ελληνικών κυβερνήσεων, το 6ο υποστρατηγείο του Εσκισεχίρ όχι μόνον δεν καταργήθηκε μέχρι το 2006, αλλά σήμερα, το 2010, ανατέθηκαν από τον ΝΑΤΟϊκό διοικητή αρμοδιότητες αεροπορικού ελέγχου και αστυνόμευσης σε περιοχή που εκτείνεται μέχρι τη μέση του Αιγαίου (βλ. χάρτη).
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με το απαράδεκτο σήμα του ΝΑΤΟϊκού διοικητή, τα τουρκικά αεροσκάφη θα αποτελούσαν «τον φύλακα άγγελο» και «προστάτη» όλων των ελληνικών νησιών ανατολικά του 25ου μεσημβρινού, όπως Σαμοθράκη, Λήμνος, Λέσβος, Αγ. Ευστράτιος, Ψαρά, Σάμος, Χίος, Ικαρία, Κάλυμνος, Κως, Ρόδος, Μεγίστη κ.ά.
Ελληνική αδράνεια.
Ομως η ανακοίνωση του ΥΕΘΑ δεν κάνει καμία αναφορά στην κατάργηση του 6ου υποστρατηγείου του Εσκισεχίρ (που έπρεπε να έχει καταργηθεί από το 2006), με αποτέλεσμα να παραμένει ενεργή μία από τις αιτίες που θα δημιουργούν μόνιμα εθνικά προβλήματα στο Αιγαίο. Η μη κατάργηση του 6ου υποστρατηγείου μέχρι και σήμερα ανοίγει τον δρόμο σε συνδιαχείριση του Αιγαίου, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, με την Τουρκία.
Η ελληνική αδράνεια στο θέμα της κατάργησης του 6ου CAOC του Εσκισεχίρ έχει ως αποτέλεσμα να μην αναβαθμίζεται το 7ο CAOC της Λάρισας και έτσι να μην έχει περιοχή ευθύνης αεροπορικής αστυνόμευσης (ΑΡΑ).
Ετσι, για το Αιγαίο (FIR Αθηνών) την ευθύνη την έχει αυτός που διαθέτει ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις για να φτάσει γρηγορότερα στο σημείο που απαιτείται. Δυστυχώς, όμως, η Τουρκία με το πέρασμα των ετών έχει διαμορφώσει ισχυρό πλεονέκτημα έναντι της Ελλάδας και των κακών χειρισμών της:
Η Τουρκία έχει πετύχει να θέσει εκτός ΝΑΤΟ τις αεροπορικές δυνάμεις της Λήμνου (αεροσκάφη αεράμυνας στο αεροδρόμιο και το στρατιωτικό ραντάρ), με το αναληθές αιτιολογικό ότι η Λήμνος… τελεί υπό καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης.
Πρόκειται για μια παλιά «αμαρτία» των ελληνικών κυβερνήσεων, που δεν διορθώθηκε ποτέ.
Ετσι, τόσο το ΝΑΤΟ, όσο και ο ICAO αποδέχονται στην πράξη τη θέση της Τουρκίας και αντιμετωπίζουν τη Λήμνο ως αποστρατιωτικοποιημένη τόσο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ όσο και στο πλαίσιο του ICAO για σκοπούς έρευνας και διάσωσης.
Με βάση αυτή την αρνητική εξέλιξη, το 7ο CAOC της Λάρισας δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα αεροσκάφη της Λήμνου στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ για αεροπορική αστυνόμευση, με αποτέλεσμα το βορειοανατολικό Αιγαίο να παραμένει ακάλυπτο, αφού η πλησιέστερη ελληνική αεροπορική μονάδα για την περιοχή βρίσκεται στη Σκύρο. Αντιθέτως, η Τουρκία με τα αεροσκάφη της στα αεροδρόμια Badirma και Balikesir μπορεί να φτάσει στην περιοχή πολύ συντομότερα, με αποτέλεσμα να απαιτεί τον έλεγχο του Αιγαίου.
Το αεροδρόμιο της Λήμνου.
Επιπροσθέτως, για ανεξήγητο μέχρι στιγμής διαχρονικό λόγο οι ελληνικές κυβερνήσεις αρνούνται συστηματικά να ασχοληθούν με την περίπτωση της Λήμνου και να διορθώσουν τα κακώς κείμενα: Το στρατιωτικό αεροδρόμιο της Λήμνου (ιδιοκτησίας ΥΕΘΑ) είναι… ανύπαρκτο διεθνώς, αφού η αρμόδια Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας καταχωρίζει το αεροδρόμιο της Λήμνου (προς τέρψη της Αγκυρας, φυσικά) μόνον ως πολιτικό αεροδρόμιο στο Εγχειρίδιο Αεροναυτικών Πληροφοριών (ΑΙΡ Greece) που διανέμεται σε όλες τις χώρες του κόσμου.
Οι ενέργειες του υπουργείου Αμύνης με τις οποίες αποσύρθηκε το επίμαχο ΝΑΤΟϊκό σήμα και πάλι δεν επεκτάθηκαν στο αίτημα άμεσης εφαρμογής της νέας δομής του ΝΑΤΟ του 2003 και επομένως στην άμεση κατάργηση του 6ου CAOC του Εσκισεχίρ, που αποτελεί την αιτία του σημερινού προβλήματος. Ετσι το ΝΑΤΟ θα βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση, αφού θα είχε αναθέσει τον έλεγχο του μισού Αιγαίου σε ένα ανύπαρκτο CAOC, αυτό του Εσκισεχίρ.
Επιπροσθέτως, η κυβέρνηση δεν τόλμησε και πάλι να απαιτήσει από το ΝΑΤΟ να δεχθεί τις δυνάμεις αεράμυνας της Λήμνου και ακόμα να ζητήσει να κατοχυρωθεί το αεροδρόμιο της Λήμνου ως στρατιωτικό.
Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση φρόντισε αυτή τη στιγμή να θεραπεύσει μόνο την αφορμή, αλλά όχι και την αιτία. Μοιάζει δηλαδή με ανειδίκευτο υδραυλικό, που ενώ στάζει η βρύση δεν την αλλάζει αλλά βάζει τον κουβά για να μαζεύει το νερό μέχρις ότου να ξαναπλημμυρίσει.
Υπάρχει όμως και μια άλλη… διαχρονική λεπτομέρεια ελληνικής αδράνειας, που επιτείνει την κατάσταση: μέχρι το 1992 το ΝΑΤΟϊκό Στρατηγείο της Λάρισας είχε ως περιοχή αεροπορικού ελέγχου το FIR Αθηνών (περιοχή έγκαιρης προειδοποίησης). Με τη νέα δομή του ΝΑΤΟ, το 1992 (DPC92), η περιοχή αυτή καταργήθηκε και αναγράφηκε ότι εντός 6 μηνών πρέπει να επανακαθοριστεί. Εχουν παρέλθει ήδη 18 χρόνια και ακόμα η περιοχή δεν έχει καθοριστεί ώστε να προστατεύονται τα ελληνικά νησιά σε ΝΑΤΟϊκό πλαίσιο…

Read more...

Επιχείρηση της Mossad η σύλληψη του Οτσαλάν.


Φως στη πολύκροτη υπόθεση της απαγωγής και σύλληψης του Κούρδου ηγέτη και αρχηγού του PKK Αbdullah Ocalan στο Ναΐρόμπι της Κένυα το Φεβρουάριου του 1999 έρχεται να ρίξει η νέα έκδοση του “Gideon Spies” του Βρετανού δημοσιογράφου Gordon Thomas.
Ο συγγραφέας επικαλείται πηγές από το εσωτερικό της ισραηλινής υπηρεσίας πληροφοριών Mossad, στους πράκτορες της οποίας χρεώνει και την “επιτυχία” για τη σύλληψη του Ocalan, μετά από μυστική συμφωνία των πρωθυπουργών Τουρκίας και Ισραήλ.

To τηλεφώνημα Ecevit.
Η κινητοποίηση της Μossad για τον εντοπισμό και τη σύλληψη του Κούρδου ηγέτη πραγματοποιήθηκε στα τέλη Νοεμβρίου του 1998 μετά από τηλεφωνικό αίτημα του Τούρκου πρωθυπουργού Bulent Ecevit στον Ισραηλινό ομόλογό του Βenjamin Netanayhu σε μια περίοδο όπου η κουρδική αντάρτικη δράση βρισκόταν στο απόγειό της. Στα πλαίσια του περιβόητου τουρκο-ισραηλινού άξονα, ο Netanayhu έδωσε εντολή στον διοικητή της ισραηλινής υπηρεσίας Εfraim Halevy για την οργάνωση της επιχείρησης σύλληψης του Οcalan, ο οποίος εντωμεταξύ είχε φυγαδευτεί από τη Συρία κατόπιν τουρκικών απειλών πολέμου και αμερικανικών πιέσεων στον Σύρο Πρόεδρο Assad. Ο πρόσφατα, τότε, διορισμένος αρχηγός της Mossad βρισκόταν σε δυσμένεια για δύο πολύκροτες υποθέσεις:

Την αποκάλυψη του γνωστής υπόθεσης κατασκοπείας στη Κύπρο με τη σύλληψη των δύο Ισραηλινών πρακτόρων σε διαμέρισμα γεμάτο προηγμένες ηλεκτρονικές συσκευές παρακολούθησης των επικοινωνιών της Εθνικής Φρουράς. Το διπλωματικό επεισόδιο αποφεύχθηκε κατόπιν παρέμβασης του Ισραηλινού προέδρου Ezer Weizman προς τον τότε ομόλογό του Γλαύκο Κληρίδη, με τον οποίο είχαν συνυπηρετήσει στην RAF κατά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια άλλη γκάφα στο παθητικό του Efraim Halevy ήταν η διαρροή στον ισραηλινό Τύπο απόρρητου σχεδίου για τη δολοφονία του Ιρακινού δικτάτορα Saddam Hussein, το οποίο έτσι ματαιώθηκε. Ο διοικητής της Mossad είχε λοιπόν πρόσθετα κίνητρα να είναι αποτελεσματικός στη νέα αποστολή.
Επιχείρηση Επαγρύπνηση.
Στην επιχείρηση για τον εντοπισμό και τη σύλληψη του Ocalan δόθηκε η κωδική ονομασία “Επαγρύπνηση” και σύμφωνα με το βιβλίο του Gordon Thomas, σε περίπτωση επιτυχίας, κανείς δεν έπρεπε να γνωρίζει την πραγματική πατρότητά της, για να προστατευθούν από βέβαια αντίποινα οι ομάδες των Ισραηλινών πρακτόρων στο βόρειο Ιράκ, που δρούσαν με τη βοήθεια Κούρδων ανταρτών εναντίον του ιρακινού καθεστώτος. Ο δημοσιογράφος ισχυρίζεται ότι οι Ισραηλινοί πράκτορες παρακολουθούσαν τον Ocalan σε όλη την διάρκεια της περιπλάνησης του, αρχής γενομένης από την Ιταλία, Ισπανία, Μαρόκο, Τυνησία, Συρία, Πορτογαλία στην απέλπιδα προσπάθεια του να εξασφαλίσει το πολυπόθητο πολιτικό άσυλο. Η CIA και οι κατά τόπους διπλωματικές αποστολές παρακολουθούσαν τον Ocalan στις μετακινήσεις του μέχρι τη Ρώμη, όπου στάλθηκε πρώτα εξαμελές κλιμάκιο της Μossad με εξοπλισμό υποκλοπών. Ένα τηλεφώνημα από Ολλανδό αξιωματούχο ενημέρωσε τους Ισραηλινούς πράκτορες ότι ο Κούρδος ηγέτης μετέβαινε με πτήση της KLM στο Ναιρόμπι, όπου το Τελ Αβίβ διατηρούσε προνομιακές σχέσεις συνεργασίας με την Υπηρεσία Πληροφοριών Εθνικής Ασφάλειας (ΝSIS) της Κένυα ενώ διέθετε και μόνιμη βάση για τις ισραηλινές υπηρεσίες πληροφοριών. Σημειώνεται ότι εκείνη τη περίοδο είχαν εγκατασταθεί στην αφρικανική χώρα τουλάχιστον 100 πράκτορες του FBI και της CIA για τη διερεύνηση της βομβιστικής επίθεσης στην αμερικανική πρεσβεία.

O “Koύρδος” μετανάστης από το Ναιρόμπι.
Μεταξύ των έξι πρακτόρων της Mossad που έφθασε στο Ναϊρόμπι με τον απαραίτητο εξοπλισμό βρισκόταν ένας Ισραηλινός με τέλεια γνώση της κουρδικής και χαρακτηριστικά Κούρδου. Η ομάδα εγκαταστάθηκε κοντά στην ελληνική πρεσβεία, όπου είχε εντοπισθεί ο Ocalan και οι συνοδοί του και παρακολουθούσαν κάθε κίνηση και όλες τις επικοινωνίες, δίνοντας κάθε βράδυ αναφορά στο Τελ Αβίβ. Από τις υποκλοπές των μηνυμάτων και συνδιαλέξεων γνώριζαν ότι στην αίτηση του Ocalan για άδεια εισόδου στη Νότιο Αφρική δεν ερχόταν απάντηση, ενώ από τα τηλεφωνικές κλήσεις του Θεόδωρου Πάγκαλου -τότε υπουργού Εξωτερικών, άκουγαν ότι η ελληνική κυβέρνηση αδημονούσε να τον βγάλει από την πρεσβεία. Η ευκαιρία να εκμεταλλευθούν το ψυχολογικό αυτό κλίμα προσφέρθηκε με την επαφή με Κούρδο της συνοδείας του Ocalan, σε μπαρ γειτονικό του ξενοδοχείου Νόρφολκ, του ειδικού πράκτορα της Mossad που του συστήθηκε ως κούρδος μετανάστης στο Ναϊρόμπι. Μεταξύ των δύο αναπτύχθηκε σχέση εμπιστοσύνης. Από τις υποκλοπές των επικοινωνιών της πρεσβείας, η Mossad είδε την κορύφωση της έντασης με την πάροδο των ημερών και (κατά τον συγγραφέα) κατέγραψε εμπιστευτικό μήνυμα του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη που, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι η παρουσία του Οcalan απειλούσε να προκαλέσει μια πολιτική και ενδεχομένως και στρατιωτική σύγκρουση. Τότε ήρθε στο κλιμάκιο, από τον ίδιο τον Εfraim Halevy, η εντολή: Με κάθε διαθέσιμο μέσον έπρεπε ο Ocalan να βγει έξω από τη πρεσβεία και να επαναπατρισθεί στην Τουρκία.
O δήθεν “Κούρδος του Ναϊρόμπι” τηλεφώνησε στον “συμπατριώτη” του στην πρεσβεία ότι πρέπει να τον δει επειγόντως. Του είπε ότι πληροφορήθηκε ότι ο Οcalan κινδυνεύει και ότι υπάρχει τρόπος να φυγαδευτεί στα βουνά του βορείου Ιράκ και να ανασυγκροτήσει εκεί τις δυνάμεις του, πρόταση που συνέπιπτε με σκέψεις που είχε διατυπώσει ο Ocalan σε συνομιλίες που είχαν υποκλαπεί. Tην επομένη, στις 14 Φεβρουαρίου 1999, προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του Ναϊρόμπι ένα αεροπλάνο Falcon 900, που δήθεν μετέφερε ομάδα επιχειρηματιών…
Ο Gordon Thomas σημειώνει ειρωνικά ότι λίγες ώρες μετά τον εγκλεισμό του Οτσαλάν σε τουρκική φυλακή, ο Εcevit εκόμπαζε από τηλεοράσεως για “τον θρίαμβο των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών μετά από μια λαμπρή δωδεκαήμερη επιχείρηση παρακολούθησης και σύλληψης στο Ναϊρόμπι”! Οι εικόνες του απαχθέντος Ocalan, δεμένου και φιμωμένου εν πτήσει για την Τουρκία έκαναν τον γύρο του κόσμου, και οδήγησαν σε μαζικές διαμαρτυρίες και καταλήψεις ελληνικών πρεσβειών από Κούρδους μετανάστες. Σε πολιορκία του ισραηλινού προξενείου στο Βερολίνο τρεις Κούρδοι διαδηλωτές σκοτώθηκαν από τους ισραηλινούς φρουρούς. Ο Netanayahu, σε επανειλημμένες δηλώσεις του, διαβεβαίωνε ότι το Ισραήλ δεν είχε καμιάν ανάμειξη στην υπόθεση Ocalan και Αμερικανοί αξιωματούχοι βεβαίωναν για την “αθωότητα” των Ισραηλινών.
Οι New York Times της 22/02/1999, σε άρθρο του Tim Weiner, υποστήριζαν ότι οι αμερικανικές υπηρεσίες ήταν εκείνες που βοήθησαν την Άγκυρα να συλλάβει τον Κούρδο ηγέτη (και επομένως ότι αυτές έπρεπε να πιστωθούν την πολύτιμη βοήθεια στην Τουρκία). Αλλά ούτε οι ισραηλινές διαψεύσεις ανάμειξης ούτε οι αμερικανικές προσπάθειες συγκάλυψης του ρόλου της Mossad πέτυχαν να πείσουν τους Κούρδους. Όπως αναφέρει ο Gordon Thomas, την επιτυχία της στο Ναϊρόμπι η Μοssad την πλήρωσε με την απώλεια του κατασκοπευτικού δικτύου της στο βόρειο Ιράκ.
Συγκλονιστικές αποκαλύψεις για τη δράση της Μossad.
Στο βιβλίο του ο Gordon Thomas επικαλείται συνομιλίες με τέως αρχηγούς και ανώτερα στελέχη της CIA, της βρετανικής ΜΙ5 και ΜΙ6, της γερμανικής BND, όσο και της Mossad, για να καταγράψει τη μυστική δράση της ισραηλινής υπηρεσίας: από τη κλοπή στρατιωτικών πληροφοριών και τεχνολογίας μέχρι τη λαθραία εξαγωγή από τις ΗΠΑ σχάσιμου υλικού για την κατασκευή ατομικής βόμβας (υπόθεση Shapiro). Πράκτορες της Μossad παρακολουθούσαν το φορτηγό με τα εκρηκτικά στη Βηρυτό, που προοριζόταν να ανατινάξει το διοικητήριο των Αμερικανών Πεζοναυτών το 1983, αλλά -παρά τη συμφωνία συνεργασίας- δεν προειδοποίησαν τη CIA, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 241 Αμερικανοί στρατιώτες. Αμερικανοεβραίος στέλεχος μυστικής υπηρεσίας ο Jonathan Pollard, διοχέτευε επί πολλούς μήνες στους Ισραηλινούς άκρως απόρρητα έγραφα και φωτογραφίες δορυφόρων, πριν συλληφθεί και καταδικασθεί σε ισόβια. Μεταξύ πλείστων άλλων υπέδειξε και το δωδεκαμελές κλιμάκιο της CIA στη Νότιο Αφρική, το οποίο η Mossad κατέδωσε στις νοτιοαφρικανικές υπηρεσίες. Ο Gordon Thomas περιγράφει ακόμα πως το FBI είχε προσεγγίσει Ισραηλινό κατάσκοπο στο κορυφαίο κλιμάκιο της αμερικανικής εξουσίας, αλλά η επιχείρηση παρέλυσε όταν διαπιστώθηκε ότι ισραηλινές υπηρεσίες είχαν υποκλέψει ερωτικά τηλεφωνήματα του Προέδρου Clinton στη Monica Lewinski, που ήγειραν την απειλή πολιτικού εκβιασμού.
Στελέχη της Μοσάντ, στις συνομιλίες τους με τον συγγραφέα εξήραν τη βοήθεια στο έργο της από ομόθρησκους εθελοντές (Sayanim) στις χώρες δράσεως των πρακτόρων της (Katsa), οι οποίοι παρέχουν πληροφορίες, κρησφύγετα και άλλες διευκολύνσεις στα στελέχη της Mossad, ή λειτουργούν ακόμα κι ως φορείς παραπληροφόρησης, συμβάλλοντας στην παροιμιώδη αποτελεσματικότητά της ισραηλινής υπηρεσίας. Γραμμένο με συμπάθεια και ενίοτε με θαυμασμό για ορισμένους βετεράνους της Mossad, το βιβλίο δεν αποκρύπτει τίποτε από τη (γνωστή στον συγγραφέα) δράση και τις μεθόδους της μυστικής υπηρεσίας του Ισραήλ. Αναφέρεται έτσι και στην κλοπή 200 εκατομμυρίων δολαρίων της CΙΑ, προερχόμενων από εμπόριο ναρκωτικών, που στέλνονταν μέσω τραπέζης του Βατικανού, επί Πάπα Ιωάννη-Παύλου Βοϊτίλα και του περιβόητου επισκόπου Paul Marcinkus, στην πολωνική οργάνωση Αλληλεγγύη του Leh Valesa. Αποκαλύπτει επίσης ότι το φορτηγό αεροπλάνο της El Al που κατέπεσε το 1992 σε κατοικημένη περιοχή του Άμστερνταμ σκοτώνοντας 43 άτομα και τραυματίζοντας δεκάδες άλλα, μετέφερε θανατηφόρες τοξικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή του Σαρίν, ενός τρομερού νευροτοξικού αερίου. Το στοιχείο αυτό καλύφθηκε με τη σχετική παραπληροφόρηση, αλλά εκατοντάδες κατοίκων της περιοχής αρρώστησαν μετά το δυστύχημα. Τέλος, υποστηρίζει ότι στα υπόγεια εργαστήρια του Νες Ζιόνα, Ισραηλινοί επιστήμονες έχουν προχωρήσει στην ανάπτυξη χημικών και βιολογικών όπλων, επικαλούμενος άκρως μυστική έκθεση της CΙΑ στον Αμερικανό υπουργό Αμύνης William Cohen, κατά την οποία “Ισραηλινοί βιολόγοι προσπαθούν να ταυτοποιήσουν τα γονίδια ορισμένων αραβικών φύλων και να δημιουργήσουν στη συνέχεια ένα γενετικά διαφοροποιημένο βακτηρίδιο ή ιό”, με απλά λόγια, ένα βιολογικό όπλο που θα πλήττει μόνο Άραβες…

Read more...

Οι διπλωματικές ισορροπίες της Αγκυρας. Ούτε Ανατολή ούτε Δύση αλλά τολμηρές επιλογές.


Στις 21 Ιανουαρίου, το τουρκικό Συνταγματικό Δικαστήριο ανήγγειλε την ακύρωση ενός νόμου ο οποίος περιορίζει τη δικαιοδοσία των στρατοδικείων. Αυτή η απόφαση, όπως εξάλλου και η απαγόρευση του σημαντικότερου κουρδικού κόμματος, επιβεβαιώνει την ύπαρξη εντάσεων οι οποίες συνδέονται με τις απόπειρες εκδημοκρατισμού της πολιτικής ζωής. Αντίθετα, στην Αγκυρα έχει αρχίσει να καλλιεργείται κλίμα συναίνεσης για την εξωτερική πολιτική της χώρας.
«Πρόκειται, προπάντων, για ζήτημα οπτικής», διαβεβαιώνει ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου. Κι ο τρόπος με τον οποίο βλέπει τα πράγματα δεν είναι καθόλου στενόμυαλος: επιθυμεί την εδραίωση της ειρήνης και της ασφάλειας στην περιοχή και θεωρεί ότι η χώρα του -η οποία είναι ταυτόχρονα μέλος του G20 και του ΝΑΤΟ- διαθέτει όλα τα εχέγγυα για να συμβάλει σε αυτή την εξέλιξη. Ο Νταβούτογλου είναι ο αρχιτέκτονας της νέας πολιτικής της Αγκυρας, η οποία στηρίζεται στην αρχή «μηδέν προβλήματα με τις γειτονικές χώρες» και στη «soft power», την εξουσία που στηρίζεται στην πειθώ και τη διαπραγμάτευση.

Υπήρξε ο σημαντικότερος σύμβουλος του τούρκου πρωθυπουργού για τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής μετά την εντυπωσιακή νίκη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στις βουλευτικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 2002, ενώ, από τον Μάιο του 2009, έχει επιφορτιστεί με το καθήκον της υλοποίησης της συγκεκριμένης πολιτικής.
Ο «διαμεσολαβητής».
Οπως δηλώνει ο Νταβούτογλου, «είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε τον ρόλο του διαμεσολαβητή σε διάφορες συγκρούσεις, χάρη στις στέρεες σχέσεις που έχουμε οικοδομήσει με τις ποικίλες εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες, κυρίως τις τουρκόφωνες (στα Βαλκάνια, τον Καύκασο, τη Ρωσία, την Κύπρο και τη Μέση Ανατολή)». Ομως, οι φιλοδοξίες του δεν σταματούν εδώ: «Εχουμε μια αντίληψη για την ασφάλεια όλων και για την ειρήνη, η οποία προϋποθέτει ταυτόχρονα έναν διάλογο υψηλού επιπέδου σε πολιτικό επίπεδο, μια αλληλεξάρτηση στο οικονομικό επίπεδο, αλλά και το να λαμβάνεται υπόψη η πολιτισμική ποικιλομορφία». Ο Νταβούτογλου δεν είναι πολιτικάντης: είναι ένας πανεπιστημιακός ο οποίος δεν έχει εκλεγεί ποτέ σε κανένα αιρετό αξίωμα. Μάλιστα, δεν περιορίστηκε στην εκπόνηση μιας καινοτόμου εξωτερικής πολιτικής για την Τουρκία, αλλά ανέλαβε και την εφαρμογή της.
Παρουσιάζει δε τον κατάλογο των επιτευγμάτων του: «61 συμφωνίες που έχουν υπογραφεί με τη Συρία· 48 με το Ιράκ· άρση της υποχρέωσης έκδοσης βίζας για τους πολίτες οκτώ γειτονικών χωρών· επίλυση του προβλήματος της προεδρίας του Λιβάνου μαζί με τη Συρία· υπογραφή δύο πρωτοκόλλων με την Αρμενία». Σε αυτά προστίθενται οι απόπειρες διαμεσολάβησης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, καθώς και η διεξαγωγή των έμμεσων συνομιλιών μεταξύ Συρίας και Ισραήλ, την περίοδο 2007-2008. Πιστεύει, μάλιστα, πως «βρεθήκαμε πολύ κοντά, όχι σε μια ειρηνευτική συμφωνία, αλλά σε μια συμφωνία που θα επέτρεπε την έναρξη άμεσων διαπραγματεύσεων. Ομως, η επίθεση του Ισραήλ στη Γάζα, τον Δεκέμβριο του 2008, ακύρωσε ό,τι είχαμε πετύχει. Η Γάζα δεν συγκαταλεγόταν στα ζητήματα που συζητούνταν, ωστόσο η επίθεση είχε αρνητικές συνέπειες. Για να είναι αποτελεσματική μια διαμεσολάβηση, πρέπει να υπάρχει βούληση για την επίτευξη ειρήνης. Οταν το Ισραήλ θα έχει αυτή τη βούληση, θα είμαστε έτοιμοι να το ακούσουμε».
Τούρκοι από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα συμφωνούν και αναγνωρίζουν στις πρωτοβουλίες του υπουργού τους μια συνοχή η οποία έχει ως κίνητρα τόσο τις οικονομικές φιλοδοξίες και την επιθυμία για μεγιστοποίηση της ασφάλειας της χώρας όσο και μια ξεκάθαρη άποψη για το ποια πρέπει να είναι η θέση της Τουρκίας στην παγκόσμια σκηνή. Αυτή η πολιτική κάνει την εμφάνισή της σε μια κρίσιμη στιγμή: η εξουσία στέλνει το στρατό πίσω στα στρατόπεδά του, ενώ, παράλληλα, αποκαλύπτονται τα σκοτεινά μυστικά που κρύβει το «βαθύ κράτος»(1). Ανοίγει το δρόμο για τον εκδημοκρατισμό των δομών, στηρίζει την ανάδυση νέων ελίτ και την αυξανόμενη παρουσία μιας ιδιαίτερα ενεργής μεσαίας τάξης.
Οπως επισημαίνει ο Ιχσάν Μπαλ, καθηγητής στην Αστυνομική Ακαδημία, «υπάρχει μια νέα δυναμική που τροφοδοτείται από το λαό, αλλά η Δύση δεν την καταλαβαίνει. Εκανε την εμφάνισή της το 2003, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλησαν να χρησιμοποιήσουν την Τουρκία ως βάση για την κατάληψη του Ιράκ. Αυτός που είπε “όχι” ήταν ο λαός, οι βουλευτές και το εκλογικό σώμα που τους ψήφισε».
Ανοιγμα στη Μ. Ανατολή.
Θα περίμενε κανείς ότι ο πληθυσμός θα ανησυχούσε κατά κύριο λόγο για την παγκόσμια οικονομική κρίση και την ανεργία, η οποία έχει φτάσει στο 15%, και σίγουρα το 30% στους νέους. Διαπιστώνουμε, όμως, ότι ανησυχεί κυρίως για τη Γάζα. Πριν από έναν χρόνο, πέντε χιλιάδες άτομα υποδέχτηκαν, κραδαίνοντας σημαίες, τον πρωθυπουργό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος επέστρεφε από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός. Την 29η Ιανουαρίου του 2009, ο Ερντογάν είχε εγκαταλείψει μια τηλεοπτική συζήτηση με τον ισραηλινό πρόεδρο Σιμόν Πέρες, φωνάζοντάς του: «Αυτή τη στιγμή σκοτώνετε ανθρώπους». Ο παρουσιαστής της εκπομπής δεν του είχε επιτρέψει να αντικρούσει τις που πρόβαλε ο Πέρες για τον πόλεμο ενάντια που είχε εξαπολύσει στη Γάζα έναν μήνα νωρίτερα(2). Οι Τούρκοι ενδιαφέρονται πολύ για την Παλαιστίνη. Εκτιμούν, επίσης, την ειλικρίνεια των αισθημάτων του Ερντογάν, τον χαρισματικό χαρακτήρα του, την ταπεινή καταγωγή του και την έντονη παρουσία της οικογένειάς του.
Ορισμένοι παρατηρητές επισήμαναν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν δυσαρεστήθηκαν από το επεισόδιο ανάμεσα στον Σιμόν Πέρες και τον τούρκο πρωθυπουργό, δεδομένου ότι μετέτρεψε τον τελευταίο σε ήρωα για τον αραβικό και τον μουσουλμανικό κόσμο. Βέβαια, θα προτιμούσαν να δουν την Τουρκία να εκφράζει τη συμπάθειά της και για τη Φατάχ και όχι μονάχα για τη Χαμάς, έτσι ώστε να υπάρξει αναθέρμανση της «ειρηνευτικής διαδικασίας». Ορισμένοι πιστεύουν ότι η υποστήριξη του Ερντογάν στην κυβέρνηση της Χαμάς -η οποία εύκολα διαφαίνεται μέσα από την πρόσκληση προς τον αρχηγό της, Χαλέντ Μεσάαλ, να επισκεφθεί την Αγκυρα- θα αποφέρει και κάποια κέρδη, για παράδειγμα την απελευθέρωση του ισραηλινού στρατιώτη Γκιλάντ Σαλίτ, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε στις 25 Ιουνίου του 2006 και κρατείται έκτοτε στη Λωρίδα της Γάζας.
Η άνοδος στην εξουσία του ΑΚΡ, το 2002, δεν εμπόδισε τη διατήρηση στενών σχέσεων με το Ισραήλ, όπως αποδείχθηκε, άλλωστε, και από τις προσπάθειες διαμεσολάβησης με τη Συρία. Ομως, το κλίμα άλλαξε με την ισραηλινή επέμβαση στη Γάζα, το 2008, εξαιτίας της οποίας, μάλιστα, ματαιώθηκαν τα κοινά στρατιωτικά γυμνάσια που είχαν προγραμματιστεί για τον Οκτώβριο του 2009. Τον δε Ιανουάριο του 2010, η Τουρκία αντέδρασε σφοδρότατα στην «ταπεινωτική» μεταχείριση που επεφύλαξε ο ισραηλινός αναπληρωτής υπουργός, Ντανί Αγιαλόν, στον πρεσβευτή της στο Ισραήλ(3). Απείλησε να ανακαλέσει τον διπλωμάτη της και απαίτησε συγνώμη, την οποία και πέτυχε.
Να σηματοδοτούν, άραγε, όλα αυτά μια ριζική αλλαγή στις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες; Η Μελίχα Αλτουνιζίκ, καθηγήτρια στο Middle East Technical University της Αγκυρας, εξηγεί ότι, μετά τον πόλεμο στη Γάζα, «κάθε κυβέρνηση θα αναγκαζόταν να αλλάξει την πολιτική της και να ασκήσει κριτική στο Ισραήλ, το οποίο, εξάλλου, οδηγείται σε ολοένα μεγαλύτερη απομόνωση, εξαιτίας της στάσης των κυβερνώντων τη χώρα. Με τον Ομπάμα στην εξουσία, η στρατηγική θέση του βρίσκεται σε παρακμή». Πολλοί Τούρκοι υπογραμμίζουν, επίσης, ότι η χώρα τους έχει αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία για το Ισραήλ, ακόμα και στο οικονομικό επίπεδο. Θεωρούν δε πιθανό ότι, εάν υπάρξουν συνέπειες, θα πρόκειται απλά για μια υποβάθμιση των σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες, καθώς δεν επιθυμούν τη διακοπή των σχέσεων με το Ισραήλ· εξάλλου, ούτε και οι υπόλοιποι Αραβες επιθυμούν κάτι τέτοιο.
Οπως παρατηρεί η Αλτουνιζίκ, «οι υπεύθυνοι της περιοχής στρέφονται προς την Τουρκία και την παρακινούν να διαδραματίσει έναν εποικοδομητικό ρόλο. Το κλειδί είναι η οικονομία, όμως σημαντικό ρόλο παίζει και η προσωπικότητα του Ερντογάν. Στο κέντρο της Δαμασκού συνάντησα γυναίκες που για χάρη του μαθαίνουν τουρκικά! Ολα άρχισαν το 2003, όταν η Αγκυρα αντιτάχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες και αρνήθηκε να τις αφήσει να χρησιμοποιήσουν τη χώρα ως βάση για τον πόλεμο στο Ιράκ. Κυριάρχησε η εντύπωση ότι, σε αντίθεση με από τους άλλους ηγέτες της περιοχής, ο Ερντογάν είχε κατορθώσει να κάνει κάτι.
Οι δύο πόλοι.
«Αντίθετα, βλέπουμε ξεκάθαρα τον ανταγωνισμό που αναπτύσσεται ανάμεσα στην Αγκυρα και την Τεχεράνη: με την ανοιχτή υποστήριξή της στη Γάζα, την εμπλοκή της στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στη Συρία και στο Ισραήλ και τη συμβολή της στην επίλυση της κρίσης που προκάλεσε η ανάδειξη προέδρου στον Λίβανο, η Τουρκία προσπάθησε να κερδίσει τις εντυπώσεις και να υποβαθμίσει τον ρόλο του Ιράν. Η Αγκυρα αποκομίζει πολλαπλά πλεονεκτήματα από την επιθυμία της να επιλυθούν τα προβλήματα μέσα από τη συνεργασία: την ανάπτυξη των σχέσεών της με τις αραβικές χώρες και το Ιράν, οικονομικά οφέλη, αλλά και την εξασφάλιση της σταθερότητας σε αυτή την περιοχή του κόσμου. Για την Τουρκία, πρόκειται για μια στρατηγική από την οποία, μακροπρόθεσμα, θα βγουν όλοι κερδισμένοι».
Ουσιαστικά, το μόνο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής που διαιρεί τους Τούρκους είναι το Ιράν. Για τον Γιαβούζ Μπαϊντάρ, πολιτικό σχολιαστή της «Today’s Zaman», μιας αγγλόφωνης ημερήσιας εφημερίδας που πρόσκειται στην κυβέρνηση, δεν πρέπει να ανησυχούμε για όσα συμβαίνουν ανάμεσα στον Ερντογάν και τον πρόεδρο Μαχμούντ Αχμαντινεζάντ: «Και οι δύο έχουν λαϊκή καταγωγή και φέρονται σαν συνηθισμένοι άνθρωποι, αν και καθένας τους τρέφει δυσπιστία για τον άλλο». Για ορισμένους, οι απόπειρες διαμεσολάβησης στο ζήτημα των πυρηνικών του Ιράν είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αφελείς, ενώ στη χειρότερη επικίνδυνες. Οι αποκλίσεις στις εκτιμήσεις αντανακλούν τις δυσκολίες που υπάρχουν στο να κατανοηθούν οι φιλοδοξίες της Τεχεράνης, καθώς επίσης και το φόβο μήπως πυροδοτηθεί μια εκρηκτική κατάσταση σε μια περιοχή που γειτονεύει με την Τουρκία.
Από τις αραβικές χώρες, εκείνη που κάνει τους Τούρκους να ονειρεύονται είναι η Συρία. Στην πανεπιστημιούπολη, οι καθηγητές μιλάνε για το ταξίδι τους στη Δαμασκό. Αν αναλογιστεί κανείς τις, για μεγάλο χρονικό διάστημα, κακές σχέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στις δύο χώρες -με τους Σύριους να υποστηρίζουν το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (ΡΚΚ) τη δεκαετία του 1980, τις διεκδικήσεις της Δαμασκού στο Χατάι (Αλεξανδρέτα)(4) ή ακόμα το ζήτημα της μοιρασιάς των υδάτινων αποθεμάτων- η σημερινή εξέλιξη μπορεί να θεωρηθεί ένα πραγματικό θαύμα.
Οσον αφορά τη Βαγδάτη, το ενδιαφέρον για τις οικονομικές και τις κοινωνικές σχέσεις, όπως επίσης και οι προσπάθειες της Τουρκίας να πείσουν τις ομάδες των σουνιτών να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, έχουν ως αποτέλεσμα να επικρατεί μια σχετική ηρεμία στην τουρκοϊρακινή μεθόριο, ενώ έχει γίνει απόλυτα σαφές ότι δεν πρόκειται να επαναληφθούν στο εξής ενέργειες όπως η τουρκική επίθεση που πραγματοποιήθηκε το 2007 στο Βόρειο Ιράκ εναντίον των ανταρτών του ΡΚΚ. Ομως, η Τουρκία αναπτύσσει τις σχέσεις της και με χώρες της Αφρικής, κυρίως με τη Λιβύη και το Σουδάν. Βέβαια, ο τούρκος πρωθυπουργός διέπραξε πρόσφατα μια «γκάφα» απέναντι στο Σουδάν: Στις 9 Νοεμβρίου του 2009, δήλωσε ότι τα εγκλήματα πολέμου των Ισραηλινών ήταν χειρότερα κι από εκείνα για τα οποία κατηγορείται ο πρόεδρος Ομάρ Αλ Μπασίρ από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο(5). Τέλος, η παρουσία 1.700 τούρκων στρατιωτών στο Αφγανιστάν, στους οποίους ανατίθενται «μη μαχητικές αποστολές», συμβάλλει στη δημιουργία μιας θετικής εικόνας για την Αγκυρα σε ολόκληρη την περιοχή.
Ομως, η Τουρκία δεν έχει στραμμένο το βλέμμα της μονάχα στον μουσουλμανικό κόσμο. Στρέφει, επίσης, το ενδιαφέρον της προς τη Ρωσία, τη Σερβία, τη Γεωργία, ακόμα και την Αρμενία. Με την τελευταία, στις 10 Οκτωβρίου του 2009, υπογράφηκαν δύο πρωτόκολλα για την έναρξη διπλωματικών σχέσεων και για το άνοιγμα των συνόρων. Τέλος, όσον αφορά το ακανθώδες ζήτημα της Κύπρου, αρχίζει να διαφαίνεται η ελπίδα ότι, με τον έλληνα πρωθυπουργό, Γιώργο Παπανδρέου, είναι δυνατόν να υπάρξει πρόοδος σε κάποια σημεία.
Σε νέα γραμμή.
Αντανακλά, άραγε, η νέα γραμμή της τουρκικής διπλωματίας και οι φιλοδοξίες της να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην Ανατολή και τον Νότο, την αναγέννηση μιας «οθωμανικής αποστολής»(6), όπως αφήνουν να εννοηθεί κάποια διάσπαρτα άρθρα του δυτικού τύπου; Η έννοια δεν εμφανίζεται ούτε στο λεξιλόγιο, ούτε στην προβληματική των ηγετών και του λαού της Τουρκίας. Για τον Τεμέλ Ισκίτ, πρώην διπλωμάτη, που υπήρξε, τη δεκαετία του 1980, ο πρώτος γενικός διευθυντής του υπουργείου Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, οι κατηγορίες περί «νεο-οθωμανισμού» αποσκοπούν στη δημιουργία της εντύπωσης ότι «η Τουρκία εξισλαμίζεται και δεν επιμένει πλέον να ενταχθεί στην Ευρώπη». Κατά τη γνώμη του, είναι αδικαιολόγητες και «προέρχονται από τις πρωτεύουσες που απορρίπτουν την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, καθώς και από τον φιλοϊσραηλινό αμερικανικό τύπο».
Στο παρελθόν, ο Ισκίτ ήταν ένας από τους συμπαθούντες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος του Λαού (CHP), κεντροαριστερού κινήματος της κοσμικής αντιπολίτευσης, το οποίο κατάγεται από το κόμμα που είχε ιδρύσει ο «Πατέρας της Ανεξαρτησίας», Μουσταφά Κεμάλ, ο επονομαζόμενος Ατατούρκ, και το οποίο είχε επιβάλει στη χώρα μονοκομματικό καθεστώς. Οπως και πολλοί άλλοι, έχασε την εμπιστοσύνη του, τόσο στη γραμμή του κόμματος, όσο και στον ηγέτη του, Ντενίζ Μπαϊκάλ. «Επειτα από μια ολόκληρη ζωή που πέρασα υπερασπιζόμενος όσα ζητήματα αποτελούσαν ταμπού για τη χώρα (την Αρμενία, την Κύπρο, τους Κούρδους), αναθεώρησα τις απόψεις μου και αποφάσισα να εκφραστώ». Σήμερα, αρθρογραφεί στην «Taraf», μια ανεξάρτητη ημερήσια εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης(7).
Αποτελεί, μήπως, η νέα στάση της Τουρκίας στη διεθνή σκηνή μια αλλαγή στρατηγικού προσανατολισμού; Ο Ισκίτ θεωρεί ότι «η Τουρκία κατείχε ανέκαθεν μια κομβική γεωπολιτική θέση. Ομως, εξαιτίας του ”νεαρού” της ηλικίας της, καθώς και του αγώνα της για την ανεξαρτησία την επομένη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, αλλά και στη συνέχεια εξαιτίας του ψυχρού πολέμου, η χώρα μας βρισκόταν διαρκώς σε αμυντική θέση. Αυτό που άλλαξε ήταν το γεγονός ότι άρχισε να εκδημοκρατίζεται χάρη στα κριτήρια της Κοπεγχάγης(8), τα οποία υιοθετήθηκαν πριν από την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία, ενώ, κατόπιν, ο στρατός συναίνεσε στο να σταματήσει κάθε ανάμειξή του στην πολιτική ζωή της χώρας. Αυτός ο εκδημοκρατισμός οδήγησε σε μια νέα νοοτροπία συνεργασίας και διαπραγμάτευσης».
Κοινή γλώσσα.
Ο Καντρί Γκιουρσέλ, αρθρογράφος τη ημερήσιας εφημερίδας «Milliyet», η οποία υπεραμύνεται του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους, αλλά και δημοφιλής τηλεοπτικός σχολιαστής, δηλώνει ότι «ο σημερινός προσανατολισμός της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής θα είχε υιοθετηθεί από οποιαδήποτε κυβέρνηση». Και προσθέτει: «Τα ατού μας στην εξωτερική πολιτική πολλαπλασιάστηκαν από την καλπάζουσα οικονομική ανάπτυξη της διετίας 2002-2003, από την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και από την επίλυση ενός μείζονος προβλήματος ασφαλείας με τη σύλληψη του Αμπντουλάχ Οτζαλάν(9). Γινόμαστε μάρτυρες της φυσικής προσαρμογής της Τουρκίας στην πραγματικότητα της μεταψυχροπολεμικής εποχής και της παγκοσμιοποίησης, οι οποίες δημιούργησαν μια νέα δυναμική. Ομως, ένα κοσμικό κόμμα δεν θα είχε κατορθώσει να επωφεληθεί τόσο πολύ από την κατάσταση, ενώ το ΑΚΡ αισθάνεται εξαιρετικά άνετα στη Μέση Ανατολή, κυρίως με τους Σουνίτες». Ωστόσο, κατά τη γνώμη του, παρά το γεγονός ότι, για παράδειγμα, αρκετοί υπουργοί και σύμβουλοι μιλούν την αραβική γλώσσα, δεν υπάρχει «αραβικός άξονας», ούτε και αλλαγή στις συμμαχίες.
Θεωρεί δε ότι η οικονομική κατάσταση της Τουρκίας εξηγεί πολλά. «Είναι καταδικασμένη σε μια σταυροφορία η οποία θα στηρίζεται στις εξαγωγές, δεδομένου ότι δεν υπάρχει δομή εσωτερικής αποταμίευσης. Συνεπώς, οφείλει να βρει νέες αγορές, κυρίως στη Μέση Ανατολή. Σε γενικές γραμμές, αυτό λειτούργησε καλά: Τα μέλη της κυβέρνησης διαχειρίζονται σωστά την οικονομία και γνωρίζουν καλά ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του εμπορίου. Εχουν, βέβαια, την τάση να κατευθύνουν όλα τα κέρδη στους δικούς τους ανθρώπους. Με αυτόν τον τρόπο, βοηθούν την κοινωνική βάση του ΑΚΡ στην Ανατολία να δημιουργήσει μια νέα μεσαία τάξη, πράγμα που αποτελεί μία από τις βάσεις για την ανάπτυξη μιας σταθερής δημοκρατίας».
Οσο για τον Σολί Οζέλ, καθηγητή διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Bilgi της Κωνσταντινούπολης, θεωρεί ότι η Δύση δυσκολεύεται να αποδεχθεί μια Τουρκία η οποία θα αποφασίζει η ίδια για τις προτεραιότητές της. Το ΑΚΡ, το οποίο διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, επιθυμεί τη σταθερότητα και τη δημιουργία μιας ζώνης ευημερίας και ασφάλειας στην περιοχή, αντίθετα από τις επιδιώξεις του Ισραήλ και του Ιράν. Ο Οζέλ, ο οποίος υπογραμμίζει ότι υπάρχει συνέχεια στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, επισημαίνει, ωστόσο, ότι «το ΑΚΡ έδωσε μια θεωρητική υπόσταση σε όλα αυτά τα ζητήματα, με καλύτερο τρόπο απ’ ό,τι οι υπόλοιποι».
«Το ζήτημα του “δυτικού” χαρακτήρα της Τουρκίας αφορά λιγότερο τον στρατηγικό προσανατολισμό της και περισσότερο το εάν θα γίνει μια πραγματική δυτική χώρα. Εάν η Ευρωπαϊκή Ενωση αρνηθεί να βοηθήσει επειδή δεν κατανοεί σωστά τις κινήσεις της Τουρκίας -οι οποίες, ωστόσο, συμβαδίζουν με τα συμφέροντα της Δύσης- το μεγαλύτερο μέρος των διεθνών σχέσεών μας θα διεξάγεται μέσω των Ηνωμένων Πολιτειών. Αν φτάσουμε σε αυτό το σημείο, θα επιμείνει, άραγε, η Ουάσιγκτον να γίνει η Τουρκία μια πραγματικά δυτική και δημοκρατική χώρα; Οταν οι ΗΠΑ αρχίσουν να παρακινούν την Ε.Ε. να κάνει προόδους στο ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας, θα είναι η απόδειξη ότι όντως φτάσαμε στο εν λόγω σημείο».
Ελπίδες στον Ομπάμα.
Η Αγκυρα ελπίζει ότι ο Ομπάμα θα τα καταφέρει καλύτερα από τον Τζορτζ Μπους. Ο Γιασμίν Κονγκάρ, αρχισυντάκτης της «Taraf» και ειδικός στα ζητήματα των Ηνωμένων Πολιτειών, εξηγεί ότι «ο τρόπος με τον οποίο βλέπει τα πράγματα διαφέρει. Επιπλέον, έχει και ορισμένα ατού: την καταγωγή του, την πολυπολιτισμική παιδεία του και τις γνώσεις του για τον μουσουλμανικό κόσμο. Οι Τούρκοι δεν ξεχνούν ότι ονομάζεται Χουσεΐν». Ο λόγος του στο Κάιρο, τον Μάιο του 2009, υπέρ ενός διαλόγου με το Ισλάμ και του σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων, απηχεί τις ανησυχίες και της Αγκυρας. Εντούτοις, η αποτυχία του να αποσπάσει από το Ισραήλ την ολοκληρωτική διακοπή του εποικισμού στην Παλαιστίνη και η απόφασή του να στείλει επιπλέον στρατεύματα στο Αφγανιστάν, έχουν απογοητεύσει. Συνεπώς, αν ο Λευκός Οίκος θέλει να διαλύσει τη δυσπιστία της τουρκικής γνώμης, πρέπει να στείλει ξεκάθαρα μηνύματα για το παλαιστινιακό ζήτημα.
Η πικρία για τη στάση της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι υπαρκτή και κάνει την εμφάνισή της σε κάθε συζήτηση για την εξωτερική πολιτική. Οι κατηγορίες που απευθύνονται στην κυβέρνηση -ότι, δηλαδή, δεν επιδίωξε την ένταξη στην Ενωση με αρκετό ενθουσιασμό- δεν έχουν πια κανένα βάρος, από τη στιγμή που ο Νικολά Σαρκοζί και η Αγκελα Μέρκελ τάχθηκαν υπέρ του «Οχι». Η ιδέα ότι -με το ενισχυμένο κύρος της στην περιοχή και κυρίως στη Μέση Ανατολή- η χώρα θα είναι σε θέση να προσφέρει περισσότερα στην Ενωση, γίνεται ευκολότερα αποδεκτή. Το ίδιο ισχύει και για την άποψη πως, παρά το γεγονός ότι η Τουρκία δεν θα προσκληθεί να ενταχθεί στην Ε.Ε., ο ρόλος της στη διεθνή σκηνή θα διευρυνθεί.
Ο Ζαφάρ Γιαβάν, γενικός γραμματέας του Συνδέσμου των Βιομηχάνων και των Επιχειρηματιών της Τουρκίας (TUSIAD), που ελέγχεται παραδοσιακά από τις παλιές κοσμικές οικογένειες της Κωνσταντινούπολης, εκφράζει τη δυσαρέσκειά του, επειδή «η κυβέρνηση δεν κινήθηκε αρκετά γρήγορα στο ζήτημα της Ε.Ε., ιδιαίτερα όσον αφορά τις δημόσιες προμήθειες και τα υπόλοιπα οικονομικά ζητήματα, γεγονός που δημιούργησε αμφιβολίες για την αφοσίωσή της σε αυτήν την προοπτική». Ωστόσο, μετριάζει αμέσως αυτές τις κατηγορίες υπογραμμίζοντας ότι «για την επιβράδυνση της διαδικασίας σύγκλισης ευθύνεται περισσότερο ο Σαρκοζί και λιγότερο η Τουρκία. Είτε με αυτήν την κυβέρνηση είτε χωρίς αυτήν, η Τουρκία θα προοδεύσει, γιατί οι προσπάθειες για τον εκδημοκρατισμό της χώρας που επιχειρήθηκαν από το ΑΚΡ θα συνεχιστούν- είναι μια διαδικασία που δεν μπορεί να αναστραφεί. Ο ρυθμός των μεταρρυθμίσεων και η επιμονή με την οποία προωθήθηκαν δεν μπορούν να συγκριθούν, σε καμία περίπτωση, με τις ενέργειες των προηγούμενων κυβερνήσεων».
Η Αϊσά Τσελικέλ, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης του CHP, έχει κάθε λόγο να αντιτίθεται στην κυβέρνηση του ΑΚΡ, ιδιαίτερα επειδή διευθύνει μια οργάνωση (Cagdas Yasam Dernegi) που προσφέρει ουδετερόθρησκη εκπαίδευση σε νεαρές κοπέλες. Ο φορέας βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος με «τις πιέσεις που του ασκεί η εξουσία. Δεκατέσσερις υπάλληλοι της οργάνωσης συνελήφθησαν από την αστυνομία χωρίς να τους έχει γνωστοποιηθεί η κατηγορία που τους βαρύνει». Μας παρουσιάζεται ως «κεμαλίστρια, αλλά ανοιχτόμυαλη» και αναγνωρίζει ότι «με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση να έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα, η κυβέρνηση έχει επιδοθεί σε ένα εξισορροπιστικό εγχείρημα, με ανοίγματα προς την Ανατολή και τον Νότο». Ωστόσο, διευκρινίζει: «Οσο η κυβέρνηση δεν απομακρύνεται περισσότερο από την Ευρώπη ή δεν προσεγγίζει περισσότερο το Ιράν, εγώ είμαι σύμφωνη».
Και ποια είναι άραγε η γνώμη του Αρμαγκάν Κούλογλου, απόστρατου στρατηγού και ενός από τα σημαντικότερα μέλη του νεοσύστατου Κέντρου Στρατηγικών Μελετών για τη Μέση Ανατολή; Αυτοχαρακτηρίζεται ως «Ataturkcu» («πιστός στον Ατατούρκ»), αλλά όχι «κεμαλιστής», εννοώντας «υπεράσπιση του τουρκικού έθνους σε εθνοτική βάση». Σίγουρα θέλει να ασκήσει κριτική σε ορισμένα ζητήματα; Φυσικά, υπερασπίζεται τα παλιά δόγματα: «Η Βόρεια Κύπρος πρέπει να αναγνωριστεί ως κράτος· δεν υφίσταται κουρδικό πρόβλημα· η Αρμενία οφείλει να σταματήσει να υποστηρίζει ότι υπήρξε γενοκτονία…» Αλλά, ακόμα κι αυτός εκτιμά ότι «δεν παρατηρείται καμία αλλαγή προσανατολισμού στις συμμαχίες, ούτε και ανατροπή τους. Απλούστατα, η κυβέρνηση επιδιώκει να αναπτύξει καλές σχέσεις με τις γειτονικές χώρες, και είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο », χάρη στην εξέλιξη της Συρίας, του Ιράκ και του Ιράν. Δεν ασκεί καν κριτική στην κυβερνητική πολιτική πάνω στο ζήτημα της Ε.Ε., «εκτός από τις περιπτώσεις όπου κάνει παραχωρήσεις». Κι όπως εξηγεί, «θα ήταν ευχής έργο να μην ενταχθεί η Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ενωση, επειδή αυτό θα σήμαινε ότι παραχωρούμε ένα μέρος της εθνικής μας κυριαρχίας. Και, δεδομένου ότι δεν είμαστε ούτε Ολλανδία ούτε Ιταλία, η παραχώρηση θα είχε επιπτώσεις στην ασφάλειά μας». Αν και υπερασπίζεται τον παραδοσιακό ρόλο που διαδραμάτιζε ο στρατός παρεμβαίνοντας στην πολιτική, ο Κούλογλου συμφωνεί ότι ο στρατός χάνει την επιρροή του και ότι στο εσωτερικό του υπάρχουν «ορισμένες φιλόδοξες συμπεριφορές, οι οποίες επιβεβαιώνονται και από την υπόθεση Εργκένεκον».
Κίνηση ζογκλέρ.
Πολλοί Τούρκοι φοβούνται ότι η κυβέρνηση του ΑΚΡ μοιάζει με ζογκλέρ που παίζει με υπερβολικά πολλές μπάλες και, συνεπώς, στο τέλος, μερικές από αυτές θα πέσουν κάτω. Ορισμένοι δεν συμφωνούν με την ιδέα περί «μηδενικών προβλημάτων με τις γειτονικές χώρες» και «εγκατάλειψης του μαστίγιου», με άλλα λόγια, με την επίλυση των συγκρούσεων δια της πειθούς και των οικονομικών πλεονεκτημάτων. Κι αν το καρότο δεν λειτουργεί χωρίς το μαστίγιο; Κι αν η Τουρκία κινδυνεύσει επειδή υπερεκτίμησε τη δυναμική «soft power» που διαθέτει;
Με τον τρόπο της, η Αλτουνιζίκ δίνει μια απάντηση σε αυτούς τους φόβους: «Το ερώτημα είναι ακόμα πρόωρο. Κι ύστερα, δεν λαμβάνει υπόψη το ουσιώδες: Ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται η εξωτερική πολιτική είναι εξίσου σημαντικός με τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται τελικά. Η Τουρκία θεωρούνταν από όλους τους γείτονές της περιφερειακή δύναμη. Σήμερα, δεν μπορεί κανείς να συζητήσει για το μέλλον πολλών περιοχών του κόσμου χωρίς να αναφερθεί σε αυτήν».
(1) Η υπόθεση Εργκένεκον έφερε στο φως της δημοσιότητας μια συνωμοσία των στρατιωτικών που αποσκοπούσε στην αποσταθεροποίηση του ΑΚΡ. Ενας από τους κυριότερους επιδιωκόμενους στόχους ήταν η δολοφονία του αναπληρωτή πρωθυπουργού Μπουλέντ Αρίνκ. Οι έρευνες που διεξήχθησαν επέτρεψαν να πέσει φως στις επιχειρήσεις για την αντιμετώπιση του αντάρτικου που διεξήχθησαν στο Τουρκικό Κουρδιστάν και απειλούν να αποκαλύψουν τις δραστηριότητες αυτού που οι Τούρκοι αποκαλούν «βαθύ κράτος»: Πρόκειται για μια συμμαχία στρατιωτικών και μαφιόζων, η οποία κατηγορείται ότι κινεί τα νήματα από το παρασκήνιο. Βλέπε, για παράδειγμα, «State’s dirty laundry might come out with “cosmic room” search», «Sunday’s Zaman», Κωνσταντινούπολη, 3 Ιανουαρίου 2010.
(2) Μπορεί να δει κανείς τα βίντεο στο http://www.youtube.com/watch?v=OrbQsHkVQ_4.
(3) Ο πρεσβευτής αναγκάστηκε να περιμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε έναν διάδρομο. Στη συνέχεια, ενώπιον των δημοσιογράφων, ο Αγιαλόν αρνήθηκε να του σφίξει το χέρι και τον ανάγκασε να καθίσει σε ένα κάθισμα χαμηλότερο από το δικό του. Στο γραφείο του υπήρχε μονάχα η ισραηλινή σημαία. Ο αναπληρωτής υπουργός κατηγορούσε την Τουρκία για τη μετάδοση από ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό μιας τηλεταινίας η οποία θεωρήθηκε αντισημιτική, καθώς επίσης και για την κριτική που άσκησε ξανά στο Ισραήλ ο πρωθυπουργός Ερντογάν έπειτα από μια ισραηλινή επιδρομή στη Λωρίδα της Γάζας.
(4) Η επαρχία βρισκόταν υπό γαλλική κατοχή μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και παραχωρήθηκε στην Τουρκία το 1939, παρά το γεγονός ότι διεκδικούνταν από τους σύριους εθνικιστές.
(5) «Today’s Zaman», Κωνσταντινούπολη, 10 Νοεμβρίου 2009.
(6) Βλέπε Delphine Stauss, «Turkey’s Ottoman mission», «Financial Times», Λονδίνο, 23 Νοεμβρίου 2009.
(7) Από τον Ιανουάριο του 2010, στην «Taraf» δημοσιεύεται η τουρκική έκδοση της «Le Monde diplomatique».
(8) Τα κριτήρια για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως καθορίστηκαν στην Κοπεγχάγη, το 1993, περιλαμβάνουν τρεις κατηγορίες: πολιτική, οικονομία, αποδοχή του κοινοτικού κεκτημένου.
(9) Ηγέτης του ΡΚΚ, ο οποίος συνελήφθη τον Φεβρουάριο του 1999.

Read more...

* Αρχική Η Τεχεράνη, «αγκάθι» μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας.


Η διαφοροποίηση του Ταγίπ Ερντογάν από την προσέγγιση της Δύσης στο θέμα του πυρηνικού οπλοστασίου του Ιράν, που εξελίσσεται σε «αγκάθι» των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, βρέθηκε στο επίκεντρο της συνάντησης που είχε ο Μπαράκ Ομπάμα με τον Τούρκο πρωθυπουργό στο περιθώριο της διεθνούς διάσκεψης για την πυρηνική ασφάλεια στην Ουάσιγκτον.
Ο Αμερικανός πρόεδρος ζήτησε να στηρίξει η Αγκυρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας το αναμενόμενο ψήφισμα επιβολής νέων κυρώσεων στην Τεχεράνη, αλλά ο Τούρκος πρωθυπουργός αρνήθηκε. Η στάση του τελευταίου, ο οποίος απορρίπτει την αμερικανική προσέγγιση και ακολουθεί δική του πολιτική, αναζητώντας μάλιστα συμμάχους όπως τη Βραζιλία, έχει προκαλέσει δυσφορία στην Ουάσιγκτον.

Το επιχείρημα που κατέθεσε ο Ταγίπ Ερντογάν στον Μπαράκ Ομπάμα, αλλά και ο Αχμέτ Νταβούτογλου στη Χίλαρι Κλίντον, και το οποίο οι δύο Τούρκοι ιθύνοντες επανέλαβαν σε ομιλίες τους σε στρατηγικά και ακαδημαϊκά ιδρύματα της Ουάσιγκτον, είναι πως το Ιράν όχι μόνο είναι γειτονική χώρα, αλλά αποτελεί μείζονα πηγή ενεργειακής τροφοδοσίας για την Τουρκία. Επιχείρησαν δε να παίξουν το «χαρτί της Ρωσίας», λέγοντας ότι δεν θα ήθελαν να εξαρτάται πλήρως η Τουρκία από το ρωσικό φυσικό αέριο. Ταυτόχρονα, τόνισαν ότι ενδεχόμενες οικονομικές κυρώσεις σε έναν σημαντικό εμπορικό εταίρο όπως είναι το Ιράν θα προκαλέσει τεράστια ζημία στην τουρκική οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό επικαλέσθηκαν τη ζημία που, όπως είπαν, υπέστη η Τουρκία και από τις κυρώσεις που είχαν επιβληθεί την περασμένη δεκαετία σε μια άλλη γειτονική της χώρα, το Ιράκ. Γι’ αυτό η ξεκάθαρη θέση που πρόβαλαν οι κ. Ερντογάν και Νταβούτογλου ήταν ότι η Τουρκία δεν συμφωνεί και δεν θα συναινέσει σε νέες κυρώσεις, και θα συνεχίσει στην οδό της διπλωματίας.
Περιφερειακή δύναμη.
Μιλώντας στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων ο κ. Νταβούτογλου περιέγραψε την Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη, η οποία έχει σημαντικά στρατηγικά συμφέροντα στην Ευρώπη, την Ασία, τη Μέση Ανατολή, τον Καύκασο, αλλά και στην Κασπία και τη Μαύρη Θάλασσα, τα οποία λειτουργούν συμπληρωματικά με αυτά των ΗΠΑ. Υποστήριξε ότι η χώρα του είναι αντίθετη με την προοπτική απόκτησης πυρηνικών όπλων από το Ιράν, αλλά συμπλήρωσε ότι ταυτόχρονα θεωρεί πως κανένα κράτος δεν πρέπει να διαθέτει πυρηνικό οπλοστάσιο στη Μέση Ανατολή, σε μια ευθεία αναφορά στο Ισραήλ.
Η στάση αυτή δεν ικανοποιεί την Ουάσιγκτον, η οποία θεωρεί ότι έχουν εξαντληθεί όλες οι δυνατότητες διαλόγου με το Ιράν και προσπαθεί να εξασφαλίσει τη ευρύτερη δυνατή συναίνεση στους κόλπους του Σ. Α. για την επιβολή κυρώσεων. «Διαφωνούμε με όσους μας ζητούν να σταματήσουμε τις κυρώσεις γιατί υπάρχει ακόμη προοπτική να υπάρξει διευθέτηση», τόνισε αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, επικρίνοντας εμμέσως πλην σαφώς την Αγκυρα, και συμπλήρωσε με νόημα ότι «αυτή τη στιγμή κρίνεται η αξιοπιστία της διεθνούς κοινότητας».
Πάντως, τουρκικές πηγές τόνιζαν ότι ο ο Ταγίπ Ερντογάν «δεν παίζει κάποιο διπλωματικό παιχνίδι, αλλά εννοεί αυτά που λέει για το Ιράν», αν και έχει έχει διαμηνύσει στην Τεχεράνη ότι η απόκτηση πυρηνικού όπλου δεν θα βοηθήσει έναντι του Ισραήλ, καθώς δεν μπορεί η Τεχεράνη να εξαπολύσει επίθεση κατά της Ιερουσαλήμ, που αποτελεί ιερή πόλη όχι μόνο για το Ισραήλ αλλά και για το Ισλάμ.
Η Αρμενία.
Στο άλλο μείζον ζήτημα που απασχολεί πλέον τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, ο κ. Ομπάμα ζήτησε να προχωρήσει η διαδικασία προσέγγισης Τουρκίας και Αρμενίας, αλλά και εδώ ο Ταγίπ Ερντογάν εμφανίσθηκε διστακτικός, επιμένοντας να αποτρέψει ο Λευκός Οίκος την αναγνώριση της αρμενικής γενοκτονίας από την ολομέλεια της Βουλής των Αντιπροσώπων, παρότι το Κογκρέσο λειτουργεί κάτω από τις δικές του επιρροές και ακολουθεί προτεραιότητες που συχνά δεν ταυτίζονται με αυτές της εκτελεστικής εξουσίας.
Η Χίλαρι Κλίντον είχε εκτενή συζήτηση με τον Αχμέτ Νταβούτογλου για το αρμενικό ζήτημα και, σύμφωνα με αξιωματούχο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, εξετάσθηκαν «δημιουργικές φόρμουλες» που θα μπορούσαν να ανοίξουν τον δρόμο για την ομαλοποίηση των σχέσεων με την Αρμενία.
Ελληνοτουρκικά και Κυπριακό.
Χίλαρι Κλίντον και Αχμέτ Νταβούτογλου συναντήθηκαν δύο φορές. Οι Αμερικανοί εκφράζουν ελπίδες ότι στο μέτωπο των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα υπάρξει πρόοδος, θεωρώντας καθοριστικό παράγοντα την παρουσία του Γ. Παπανδρέου. Την Παρασκευή το απόγευμα ο Ελληνας πρωθυπουργός είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Τούρκο ομόλογό του κ. Ταγίπ Ερντoγάν και συμφώνησαν η επίσκεψη του τελευταίου στην Αθήνα να γίνει τέλη Μαΐου.
Στην Κύπρο επενδύουν στον Δ. Χριστόφια και ταυτόχρονα ελπίζουν σε νίκη του Ταλάτ στις εκλογές που διεξάγονται σήμερα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, ενώ η πιθανή επικράτηση του Ντερβίς Ερογλου προκαλεί προβληματισμό. Η κ. Κλίντον συμφώνησε με τον Τούρκο ομόλογό της ότι σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να ενθαρρύνουν τον νέο Τουρκοκύπριο ηγέτη να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις.
Πάντως, σε περίπτωση που επικρατήσει ο κ. Ερογλου, η ελληνοκυπριακή πλευρά κινδυνεύει να βρεθεί στη χειρότερη δυνατή θέση. Να έχει προχωρήσει ο πρόεδρος Χριστόφιας σε παραχωρήσεις, τις οποίες η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων πολιτών και των πολιτικών κομμάτων θεωρούν υπερβολικές, αλλά η διεθνής κοινότητα αντί να πιέσει την τουρκοκυπριακή πλευρά να ανταποκριθεί με ανάλογες κινήσεις, να στρέψει τις πιέσεις προς την ελληνοκυπριακή πλευρά με σκοπό να διασφαλίσει τη συνεργασία του νέου Τουρκοκύπριου ηγέτη ο οποίος χαρακτηρίζεται «εθνικιστής».

Read more...

O ρόλος της Οικονομίας και της Στρατιωτικής Δύναμης στο καθορισμό της ισχύος.


Η πρόσφατη οικονομική κρίση και η ταχύτατη εξάπλωσή της άλλαξε τα δεδομένα και δημιούργησε νέους συσχετισμούς δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα.
Ως συνέπεια αυτών των αλλαγών μεταβλήθηκε και η σχετική θέση των κρατών στην διεθνή ιεραρχία της ισχύος.Η ισχύς είναι εκείνος ο παράγοντας που καταδεικνύει την θέση ενός κράτους μέσα στο διεθνές σύστημα. Μπορεί να εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως είναι το ΑΕΠ, η στρατιωτική δύναμη, οι συμμαχίες, ο πληθυσμός, η τεχνολογία και πολλά ακόμη. Ας επικεντρωθούμε όμως στους δύο κρισιμότερους που είναι η οικονομία και η αμυντική ικανότητα. Στο παρόν κείμενο θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε την σημασία των δύο αυτών παραγόντων στον καθορισμό της ισχύος της Ελλάδος και της Τουρκίας.

Όπως είναι γνωστό η σχέση της άμυνας με την οικονομία είναι άρρηκτη. Πρόκειται για μία σχέση αμφίδρομη. Η οικονομία εξαρτάται από την άμυνα και η άμυνα εξαρτάται από την οικονομία. Οι δύο αυτές έννοιες αποτελούν κύριες ,όχι όμως και τις μοναδικές, συνιστώσες της συνολικής ισχύος μίας χώρας. Η συνολική δύναμη είναι το άθροισμα του πλούτου και της δύναμης. Πιο απλοποιημένα ο πλούτος ταυτίζεται με την οικονομική ανάπτυξη και η δύναμη με την στρατιωτική ικανότητα μίας χώρας. Αδιαμφισβήτητα οι δύο αυτοί παράγοντες, πλούτος και δύναμη ή απλούστερα οικονομική ανάπτυξη και στρατιωτική ικανότητα συγκαθορίζουν τον ρόλο ενός κράτους στο παγκόσμιο σύστημα και κυρίως, αν πρόκειται για μικρή χώρα, στο περιφερειακό σύστημα που ανήκει. Συνεπώς δεν αρκεί για μία χώρα να έχει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις. Οφείλει, μεταξύ άλλων, αν θέλει να καταστεί σημαντικός παίκτης στο σύστημα των διεθνών σχέσεων να διαθέτει ισχυρή οικονομία.
Πριν προχωρήσουμε όμως στην ανάλυση του ρόλου άμυνας και οικονομίας στην σχέση Ελλάδας και Τουρκίας, κρίνεται απαραίτητο να εξετάσουμε πως αλληλεπιδρά άμυνα και οικονομία. Ισχυρή οικονομία σημαίνει την δυνατότητα για μεγαλύτερες δαπάνες για εξοπλισμούς. Σημαίνει τη δυνατότητα για αγορά σύγχρονων αμυντικών συστημάτων, υιοθέτηση εξελιγμένης στρατιωτικής τεχνολογίας και αν πρόκειται για οικονομικά εύρωστη χώρα συνεπάγεται την δημιουργία ισχυρής αμυντικής βιομηχανίας. Είναι λοιπόν προφανές το πώς η οικονομική ανάπτυξη επιδρά θετικά στην αμυντική θωράκιση ενός κράτους. Αυτό που δεν είναι τόσο εμφανές (και συνήθως τα μη εμφανή έχουν τη μεγαλύτερη σημασία) είναι το πώς οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί βοηθούν την οικονομική ανάπτυξη μίας χώρας. Αυτό μπορεί να συμβεί με δύο τρόπους, με την ανάπτυξη ισχυρής αμυντικής βιομηχανίας και με την στρατιωτική υποστήριξη, άρα και διασφάλιση, των οικονομικών και όχι μόνο συμφερόντων μίας χώρας στο εξωτερικό.
Αναφορικά με την αμυντική βιομηχανία είναι σαφές ότι βοηθάει άμεσα την οικονομική ανάπτυξη αφού δημιουργεί θέσεις εργασίας, τεχνολογία που διαχέεται και σε πολιτικές εφαρμογές, εξαγωγές στο εξωτερικό και πολλές άλλες θετικές πολλαπλασιαστικές διαδικασίες στην οικονομία. Φυσικά τα παραπάνω οφέλη των αμυντικών δαπανών υφίστανται όταν υπάρχει ισχυρή εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Η ανυπαρξία εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας δεν εκμηδενίζει βέβαια, αλλά σαφώς μειώνει αισθητά τις θετικές επιρροές των στρατιωτικών δαπανών στην αναπτυξιακή διαδικασία. Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί βοηθούν την οικονομική ανάπτυξη ενός κράτους έχει να κάνει με την προστασία των επενδύσεων της στο εξωτερικό, την διασφάλιση προς όφελος της πρώτων υλών στο έδαφος ξένων κρατών αλλά και την επιβολή της πολιτικής της θέλησης. Στο νέο διεθνές περιβάλλον μετά την 11η Σεπτεμβρίου και αν γυρίσουμε λίγο παλαιότερα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, άνοιξε ο δρόμος για πολλές στρατιωτικές επεμβάσεις που είχαν ως κύριο στόχο την προστασία οικονομικών συμφερόντων μίας χώρας στο έδαφος μίας άλλης. (π.χ. Η.Π.Α. και τα συμφέροντα τους για πετρέλαιο στο έδαφος του Ιράκ). Άρα λοιπόν η στρατιωτική δύναμη διασφαλίζοντας τα συμφέροντα των εθνικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό βοηθά στην οικονομική ανάπτυξη.
Πώς όμως όλα αυτά μεταφράζονται στην σχέση ισχύος Ελλάδας-Τουρκίας; Τονίσαμε στην αρχή ότι η ισχύς είναι μεταξύ άλλων συνάρτηση δύο παραγόντων, της οικονομίας και της αμυντικής ικανότητας μίας χώρας. Ας αναφερθούμε αρχικά στην αμυντική ικανότητα. Η Ελλάδα και η Τουρκία αποτελούν τους κυριότερους παίχτες στην περιοχή στον στρατιωτικό τομέα μαζί με το Ισραήλ. Ένα μεγάλο μέρος του ΑΕΠ της χώρας μας και της γείτονος χώρας δαπανάται στην άμυνα.Αυτό έχει ως συνέπεια την κατακόρυφη άνοδο της εξοπλιστικής δύναμης των δύο κρατών. Μπορούμε να μιλήσουμε για ένα ανταγωνισμό εξοπλισμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Μετά την κρίση στα Ίμια η Ελλάδα προέβει σε αγορές αρκετών νέων συστημάτων τα οποία κρίθηκαν αναγκαία για να υπάρξει εξισορρόπηση ανάμεσα στις δυνάμεις των δύο χωρών. Από τη άλλη πλευρά και η Τουρκία συνεχίζει το μακροχρόνιο εξοπλιστικό της πρόγραμμα. Βέβαια η οικονομική κρίση που πλήττει την γειτονική χώρα την ανάγκασε σε περικοπές του αμυντικού της προυπολογισμού όπως άλλωστε το ίδιο συνέβει και στην χώρα μας. (στην περίπτωση της Ελλάδας μπορεί να γίνει λόγος για μία συνειδητή επιλογή μείωσης των στρατιωτικών δαπανών που δεν υπαγορεύτηκε μόνο από την τρέχουσα οικονομική κρίση αλλά και από την πεποίθηση ότι η χώρα μας ως ενεργό μέλος της ΕΕ και άλλων διεθνών οργανισμών αλλά και στο πλαίσιο της διαφαινόμενης συμμόρφωσης της Τουρκίας στο Διεθνές Δίκαιο ώστε να εκπλήρωσει τα κριτήρια ένταξης, μπορεί να εξασφαλίσει τα συμφέροντα της με λιγότερες δαπάνες για εξοπλισμούς). Περικοπές που όμως είναι για την Τουρκία βραχυχρόνιου χαρακτήρα και όλα δείχνουν πως όταν ξεπεράσει την κρίση οι δαπάνες θα επανέλθουν στα αρχικά τους επίπεδα. Εκτός βέβαια και αν η ευρωπαική προοπτική της χώρας την εξαναγκάσει να προβεί και σε νέες περικοπές μακροχρόνιου και συνεπώς μονιμότερου χαρακτήρα. Ο παραπάνω εξοπλιστικός ανταγωνισμός έχει οδηγήσει την Τουρκία στο να κατέχει ποσοτικά την υπεροχή. Όμως σε ποιότητα οπλικών συστημάτων οι δύο χώρες είναι στο ίδιο επίπεδο με μία τάση της Ελλάδας να επιδιώκει (και να έχει αποκτήσει; ) την ποιοτική υπεροχή έναντι του αντιπάλου.
Η ποσοτική υπεροχή της Τουρκίας δεν σημαίνει ότι σε μία ενδεχόμενη επίθεση της θα κέρδιζε ένα πόλεμο. Ούτε καν σημαίνει ότι η Τουρκία στηριζόμενη στην ποσοτική της υπεροχή θα ξεκίναγε ένα πόλεμο. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει, η Ελλάδα αποτρέπει την Τουρκία. Τί σημαίνει όμως η έννοια <<αποτρέπω>> στην στρατηγική σκέψη; Μία χώρα Α αποτρέπει μία χώρα Β όταν η Β δεν επιτίθεται στην Α διότι γνωρίζει ότι μία ενδεχόμενη επίθεση της θα προκαλέσει ισχυρό ανταποδοτικό χτύπημα από τη Α που η Β δεν είναι διατεθιμένη να δεχτεί το κόστος του. Άρα μία χώρα δεν αρκεί να είναι απλά ισχυρότερη στρατιωτικά από μία άλλη για να αποφασίσει να επιτεθεί. Πρέπει να είναι σίγουρη ότι η χώρα στην οποία θα επιτεθεί δεν θα έχει την ικανότητα να της απαντήσει με ένα εξίσου ισχυρό χτύπημα. Πρέπει πρώτα από όλα ο επιτιθέμενος να καθορίσει το κόστος που θα του επιφέρει το ανταποδοτικό χτύπημα της άλλης χώρας και το αν είναι διατεθιμένος να το δεχτεί. Έστω ότι η Τουρκία εξετάζει το ενδεχόμενο να επιτεθεί στην Ελλάδα. Αν η Ελλάδα έχει, έστω και με λιγότερες αριθμητικά στρατιωτικές δυνάμεις, την ικανότητα να επιφέρει ένα πλήγμα με ισχυρό κόστος στην Τουρκία ( πχ καταστροφή καίριων βιομηχανικών μονάδων, διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων κλπ) τότε αυτομάτως αποτρέπει την γείτονα χώρα από το να επιτεθεί. Μπορεί η Τουρκία να αντέξει το οικονομικό και πολιτικό κόστος ενός πολέμου με την Ελλάδα; Προφανώς όχι. Όλα τα δεδομένα δείχνουν ότι η Ελλάδα αποτρέπει την Τουρκία αποτελεσματικά. Ας αναλογιστεί κανείς ότι <<η ΕΣΣΔ απέτρεπε κατά την κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962 τις ΗΠΑ από το να τις επιτεθούν ενώ είχε μόλις τριακόσιους διηπειρωτικούς πυραύλους ενώ οι ΗΠΑ πέντε χιλιάδες.>>,δήλωση του τότε υπουργού άμυνας των ΗΠΑ Μακναμάρα. Συνεπώς η αριθμητική κατωτερότητα δεν συνεπάγεται απαραίτητα έλλειψη στρατιωτικής <<ισοτιμίας>> ή αποτροπής. Τονίζουμε εδώ ότι η πυρηνική ισοτιμία ανάμεσα σε ΕΣΣΔ και ΗΠΑ έχει τις δικές της πτυχές και δεν είναι πάντα ωφέλιμη και επιστημονικά ορθή μία μεταφορά των συμπερασμάτων της αμερικανοσοβιετικής διένεξης στην σχέση Ελλάδας-Τουρκίας. Απλά προσπάθησα με το παράδειγμα των διηπειρωτικών πυραύλων να δώσω παραστατικά την έννοια της αποτροπής και την μερική της ανεξαρτησία από την ποσοτική της διάσταση.Οποιαδήποτε άλλη ταύτιση πυρηνικής με συμβατική ισοτιμία ή αποτροπή πιθανώς να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα.
Η Ελλάδα είναι μέλος της ΕΕ, της ευρωζώνης και παράλληλα θεωρείται πλέον μία ανεπτυγμένη χώρα. Μπορεί ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ να κατέχει τις τελευταίες θέσεις όμως ας αναλογιστούμε ότι πρόκειται για τις δεκαπέντε ισχυρότερες χώρες της Ευρώπης ανάμεσα στις οποίες παγκόσμιες βιομηχανικές δυνάμεις όπως η Γερμανία (3η στον κόσμο οικονομία), το Ηνωμένο Βασίλειο (4η στον κόσμο οικονομία), η Γαλλία, η Ιταλία και άλλες.
Παράλληλα πρωταγωνιστεί στο περιφερειακό υποσύστημα των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Οι ελληνικές επενδύσεις στα Βαλκάνια είναι αξιοσημείωτες και αυξάνουν τόσο σε ποσότητα όσο και σε ποιότητα. Ο πληθωρισμός στη χώρα μας είναι χαμηλός ενώ η ανάπτυξη, πρίν την παρούσα οικονομική κρίση, ήταν ιδιαίτερα υψηλή, πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ-15. Το κύρος της Ελλάδας στο διεθνές περιβάλλον αναβαθμίστηκε με την διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, την συμμετοχή σε Διεθνείς οργανισμούς όπως η Επιτροπή για την Αναπτυξιακή Βοήθεια, την συνέπεια της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και με την γενικά σταθερά ανοδική πορεία της ελληνικής οικονομίας την τελευταία δεκαετία.
Από την άλλη μεριά η Τουρκία βρίσκεται αρκετά πίσω στον οικονομικό τομέα. Μπορεί να κατάφερε να εισέλθει σε μία ορθολογικότερη πορεία, σε σχέση με το παρελθόν, όμως έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει μέχρι να φτάσει σε ικανοποιητικό επίπεδο. Υψηλός πληθωρισμός και διαρθρωτικά προβλήματα στην οικονομία δεν συνιστούν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά στοιχεία για μία χώρα που επιθυμεί να γίνει μέλος στην ΕΕ. Βέβαια κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αμφισβητήσει τα βήματα προόδου σε σχέση με το παρελθόν, ωστόσο οφείλουμε να τονίσουμε ότι μένουν ακόμα πολλά να γίνουν. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ το 2006 ανέρχεται σε 9.240 $ (σε Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης) ενώ της Ελλάδας σε 25.890 $ (σε Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης). Μία χώρα με 7πλάσιο πληθυσμό σε σχέση με την Ελλάδα, 76 εκατ. Έναντι 11 εκ, έχει ΑΕΠ μόλις 2,4 φορές υψηλότερο, 284 δις για την Ελλάδα έναντι μόλις 695 δις για την Τουρκία (σε ΜΑΔ για την ίδια περίοδο αναφοράς). Τί δείχνουν όλα αυτά; Ότι σε όρους οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά από την Τουρκία.
Παρατηρήσαμε εν συντομία την κατάσταση στην άμυνα και την οικονομία των δύο χωρών. Στον τομέα της άμυνας καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα αποτρέπει την Τουρκία με την υφιστάμενη δομή στρατιωτικών εξοπλισμών. Στον τομέα της οικονομίας η Ελλάδα είναι πολύ περισσότερο ανεπτυγμένη από την Τουρκία. Με δεδομένο ότι η ισχύς είναι το άθροισμα πλούτου και δύναμης, ή αλλιώς οικονομίας και στρατιωτικής δύναμης συμπεραίνουμε ότι η χώρα μας είναι ισχυρότερη από την γειτονική, με βάση πάντα αυτούς τους δύο προσδιοριστικούς παράγοντες της ισχύος. Προς αυτό το συμπέρασμα συνεπικουρούν και άλλοι παράγοντες όπως η πολιτική αστάθεια στο εσωτερικό της Τουρκίας, η σύγκρουση συμφερόντων για το ενδεχόμενο ίδρυσης κουρδικού κράτους, η εσωτερική διαμάχη ανάμεσα σε ισλαμιστές και κεμαλικούς.
Μπορεί η Τουρκία να θεωρείται και πράγματι να είναι ένας από τους ισχυρότερους μαζί με την Ελλάδα παράγοντες των Βαλκανίων, όμως θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψιν και τα εσωτερικά διαρθρωτικά της προβλήματα πριν βγάλουμε συμπεράσματα για την πραγματική της ισχύ.
Αυτό που θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας είναι ότι δεν πρέπει να επιδοθούμε σε ένα ξέφρενο ανταγωνισμό εξοπλισμών με την Τουρκία χωρίς να υπολογίζουμε τις οικονομικές συνέπειες όταν μάλιστα βρισκόμαστε εν μέσω οικονομικής ύφεσης. Από την άλλη δεν είναι ορθό να ενδιαφερόμαστε μόνο για την οικονομία παραμελώντας την άμυνα γεγονός που μας υπενθυμίζει η στρατιωτική τουρκική δραστηριότητα των τελευταίων μηνών. Χωρίς ισχυρή οικονομία μειώνεται η ικανότητα μας να εξοπλιστούμε αμυντικά και χωρίς άμυνα δεν θα μπορέσουμε ποτέ να έχουμε ισχυρή οικονομία. Η οικονομική ανάπτυξη παράγει άμυνα και η άμυνα παράγει οικονομική ανάπτυξη. Πρέπει να ενσωματώσουμε τις δαπάνες για την άμυνα σε ένα πλαίσιο που θα τις καθιστά ωφέλιμες για την ανάπτυξη της χώρας και στην συνέχεια να εκμεταλλευτούμε την οικονομική ανάπτυξη για να γίνουμε ακόμη πιο ισχυροί αμυντικά. Αυτή είναι η πρόκληση όσο αφορά τη σχέση οικονομίας και άμυνας για την Ελλάδα.

Read more...

Αναγνώστες

About This Blog

  © Blogger templates ProBlogger Template by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP