Οι ιεραπόστολοι και, ακόμη περισσότερο, οι προσήλυτοι στο Χριστιανισμό, αποτελούν μία από τις εμμονές του τουρκικού εθνικισμού. Η πρόσφατη και γεμάτη ερωτηματικά δολοφονία του αποστολικού βικαρίου της Ανατολίας Λουΐτζι Παντοβέζε από τον οδηγό του, άτομο που καθώς φαίνεται υπέφερε από ψυχολογικά προβλήματα, έφερε εκ νέου στο προσκήνιο το ζήτημα των ιεραποστόλων και της εναντίον τους καχυποψίας, υστερίας ή και ανοικτής εχθρότητας κατά των Χριστιανών κληρικών στη χώρα.
Σύμφωνα με χριστιανικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στην Τουρκία, στη χώρα δραστηριοποιούνται σήμερα περίπου 1100 ιεραπόστολοι, ενώ σε πολλές χιλιάδες υπολογίζονται οι τέως Μουσουλμάνοι που βαπτίσθηκαν, προσχωρώντας κυρίως σε κάποια Προτεσταντική ομολογία ή στη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Οι περισσότεροι από τους προσήλυτους αυτούς στο Χριστιανισμό δεν αναγράφουν τη νέα τους θρησκεία στη σχετική καταχώρηση στις ταυτότητές τους, φοβούμενοι τυχόν διακρίσεις από τις αρχές και κοινωνική κατακραυγή. Έτσι, εξακολουθούν να εμφανίζονται τυπικά ως Μουσουλμάνοι. «Για το λόγο αυτό είναι αδύνατος ο ακριβής προσδιορισμός του αριθμού όσων άφησαν το Ισλάμ για να βαπτισθούν» εξηγεί ιερέας της Ρωμαιοκαθολικής «Αποστολικής Διασκονίας Κωνσταντινουπόλεως». Ούτε και η εκκλησία, συνεχίζει, επιθυμεί τη δημοσιοποίηση των σχετικών στοιχείων, φοβούμενη πως τόσο οι εκκλησιαστικές αρχές όσο και οι προσήλυτοι θα καταστούν στόχος επιθέσεων από «ακραίους κύκλους».
Η Τουρκία είναι από τις ελάχιστες χώρες με μουσουλμανική πλειοψηφία όπου ο προσηλυτισμός Μουσουλμάνων δεν αποτελεί έγκλημα καθώς η χώρα είναι – επισήμως και τυπικά τουλάχιστον – κοσμική. Η σαρία δεν είναι νόμος του κράτους και έτσι οι Μουσουλμάνοι πολίτες έχουν συνταγματικά κατοχυρωμένο το δικαίωμα ελευθερίας συνειδήσεως και λατρείας. Έτσι, είναι ελεύθεροι να αφήσουν το Ισλάμ για κάποια άλλη θρησκεία και δεν υφίστανται επισήμως εναντίον των προσήλυτων ή «αρνητών του Ισλάμ» καμμία νομική κύρωση. Στην Αίγυπτο, τη Συρία και την Αλγερία, για παράδειγμα, (χώρες με δήθεν κοσμική παράδοση) επιτρέπεται πιστός άλλης θρησκείας να ασπασθεί το Ισλάμ, αλλά σε κανένα Μουσουλμάνο να «αποστήσει». Οι έννομες τάξεις όλων των αραβικών χωρών πλην του Λιβάνου απαγορεύουν στη Μουσουλμάνα να παντρευθεί μη Μουσουλμάνο, καθώς τα παιδιά λαμβάνουν τη θρησκεία του πατέρα, και η έννομη τάξη χρησιμοποιεί σειρά δικλείδες για να προωθήσει το Ισλάμ.
Αν στην Τουρκία όλα αυτά δεν ισχύουν σε νομικό και συνταγματικό επίπεδο, αυτό δε σημαίνει πως η κοινωνική πραγματικότητα και νοοτροπία δεν προσεγγίζει εκείνη των άλλων μουσουλμανικών χωρών. «Πρόβλημά μας δεν είναι ο νόμος, αλλά η νοοτροπία τόσο της κοινής γνώμης όσο και των αρχών» επισημαίνουν πολλοί προσήλυτοι και ιεραπόστολοι στην Τουρκία. Οι αρχές αντιμετωπίζουν τους ιεραποστόλους με καχυποψία και, ιδίως στην επαρχία, μεγάλο τμήμα του πληθυσμού με απέχθεια. Ιεραπόστολοι αλλά και απλοί ιερείς που εξυπηρετούν τις αριθμητικά ολιγάριθμες χριστιανικές κοινότητες στη Μικρά Ασία, αλλά και προσήλυτοι, δέχονται συχνά απειλές και μάλιστα από στελέχη των δυνάμεων ασφαλείας και υπαλλήλους του κράτους. Στη βάση όμως της εχθρότητας κατά των ιεραποστόλων στην Τουρκία βρίσκεται περισσότερο ο τουρκικός εθνικισμός παρά ο οποιοσδήποτε θρησκευτικός ζήλος.
Στην Τουρκία το Ισλάμ είναι συγκεντρωτικά οργανωμένο και ελέγχεται στενά από το κράτος. Το κήρυγμα που διαβάζεται την Παρασκευή σε όλα τα τζαμιά της χώρας καταρτίζεται στη Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων και απηχεί τις κυβερνητικές θέσεις. ‘Ετσι, αποκαλυπτικό για τις τελευταίες είναι το γεγονός ότι το 2005 η κυβέρνηση μοίρασε κήρυγμα στα τζαμιά στο οποίο κατήγγειλε τους ιεαποστόλους ότι «αποπειρώνται να κλέψουν τα πιστεύω των νέων» της Τουρκίας, ενώ ισχυριζόταν πως το ιεραποστολικό έργο αποτελεί πλεκτάνη ξένων δυνάμεων που ζητούν να επηρεάσουν τα τεκταινόμενα σε αυτήν. Η ίδια διεύθυνση μοίρασε ένα φυλλάδιο, στο οποίο ισχυριζόταν πως οι ιεραπόστολοι σχετίζονται με τις Σταυροφορίες. Το 2005 πάλι, ο Υπουργός Εσωτερικών Μεχμέτ Αϊντίν δήλωνε πως το έργο των ιεραποστόλων «διακυβεύει την εθνική ενότητα», ενώ συμβούλευε τους πολίτες να ειδοποιούν τις αρχές σχετικά με τυχόν δράση τους που υποπίπτει στην αντίληψή τους. «Σοβαροί» νομικοί στην Τουρκία έχουν φθάσει στο σημείο να ισχυρίζονται πως ο προσηλυτισμός δεν καλύπτεται από τη θρησκευτική ελευθερία που κατοχυρώνει το Σύνταγμα.
Δυστυχώς, οι δηλώσεις του τότε υπουργού εσωτερικών αντικατοπτρίζουν την επίσημη κρατική στάση έναντι στο φαινόμενο της ιεραποστολικής δράσης και της αλλαγής θρησκείας στην Τουρκία. Όσο και αν μοιάζει κωμικό, οι κρατικές αρχές θεωρούν πως οι ιεραπόστολοι, όπως και οι εθνικές μειονότητες, αποτελούν απειλή για την εθνική ενότητα. Παραδοσιακά, οι ξένοι ιεραπόστολοι αναφέρονταν στο «εθνικό έγγραφο πολιτικής ασφάλειας» - από κοινού με τις εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες και τα ισλαμικά θρησκευτικά τάγματα που δρουν υπογείως – ως απειλές κατά της εθνικής ενότητας και της κρατικής ασφάλειας. Σε έκθεσή του το 2001, όταν ακόμη διατηρούσε πλειοψηφία στρατιωτικών, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας ανέφερε τους «ξένους ιεραποστόλους» ως την τρίτη μεγαλύτερη απειλή για την εθνική ασφάλεια, μετά τον Κουρδικό αποσχιστικό αγώνα και το Ισλαμικό κίνημα. Το στρατιωτικής τότε πλειοψηφίας όργανο καλούσε τις αρχές να προετοιμασθούν ώστε να αντιμετωπίσουν «τις άρτια σχεδιασμένες, καταστροφικές και εγκυμονούσες κινδύνους για την εθνική ενότητα» προσπάθειες των ιεραποστόλων. Αντίστοιχες εκθέσεις εξέδοσαν και η Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας και το γνωστό για τις εθνικιστικές θέσεις της διοίκησής του Εμπορικό Επιμελητήριο της Άγκυρας.
Δεδομένου ότι το ζήτημα άπτεται των θρησκευτικών πεποιθήσεων του πληθυσμού, ότι το Ισλάμ – σήμερα τουλάχιστον – δεν αποτελεί και το συνώνυμο της ανεκτικότητας και ότι η Τουρκία αποτελεί κοσμικό κράτος είναι εύλογο να περίμενε κανείς η εχθρότητα κατά των ευαγγελικών ιεραποστόλων να τρέφεται από ισλαμικούς κύκλους. Η εικόνα, ωστόσο, είναι πολύ πιο πολύπλοκη. Γίνεται έτσι από τους αναλυτές λόγος για μία «ανίερη συμμαχία εθνικιστών» μιας ευρείας κατά τα λοιπά ιδεολογικής γκάμας, που περιλαμβάνει ισλαμιστές, τη φασιστική ακροδεξιά και το μεγαλύτερο μέρος των κεμαλιστών – ακόμη και της «αριστερής» κεμαλικής πτέρυγας. Όλοι αυτοί διατηρούν κοινή εχθρότητα κατά των ιεραποστόλων την οποία υπαγορεύει ο υστερικός τους εθνικισμός, εθνικισμός που στρέφεται κατά της ελεύθερης σκέψης και του «διαφορετικού». Οι Τούρκοι που εγκαταλείπουν το Ισλάμ για να ασπασθούν το Χριστιανισμό δεν κατηγορούνται από τον περίγυρό τους και – έμμεσα – από τις αρχές για την «αποστασία» τους, αλλά επειδή θεωρείται ότι με την πράξη τους αυτή «προδίδουν» τη χώρα τους και το έθνος τους, ασπαζόμενοι «τη θρησκεία των ΗΠΑ και της Ευρώπης».
Έτσι, το στράτευμα, με τις κοσμικές υποτίθεται πεποιθήσεις, πρωτοστατεί στο «φακέλλωμα» τόσο των μελών των θρησκευτικών μειονοτήτων, όσο και των Τούρκων που προσχωρούν στο Χριστιανισμό. Σε έκθεσή του το 2004 με τίτλο «Η δράση των ιεραποστόλων στη χώρα μας και στον κόσμο» το στράτευμα ισχυριζόταν πως στην Τουρκία οι ιεραπόστολοι προσπαθούν να «διαιρέσουν το έθνος»: Προσηλυτίζοντας στο Χριστιανισμό τις εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες όπως οι Κούρδοι και οι Αλεβίτες, επιδιώκουν «να εξασθενήσουν ακόμη περισσότερο το δεσμό που νιώθουν να τους συνδέει με το κράτος». Παρά τον περίφημο κοσμικό χαρακτήρα του κράτους που η Τουρκία διαφημίζει, στις κρατικές αρχές επικρατεί – όπως δείχνει και η έκθεση – η αντίληψη ότι «πιστός» πολίτης της Τουρκικής Δημοκρατίας μπορεί να είναι μόνον ο Σουνίτης Μουσουλμάνος. «Έτσι η ταυτότητα του Μουσουλμάνου γίνεται ορατή ως δείκτης μέτρησης της αφοσίωσης στο κράτος, το έθνος και την [εθνική] κουλτούρα παρά ως ζήτημα προσωπικής επιλογής» εξηγεί η κοινωνιολόγος Esra Özyürek στη μελέτη της “Christian and Turkish: Secularist Fears of a Converted Nation”. Το στράτευμα, σύμφωνα με παλαιό ρεπορτάζ της εφημερίδας Ραντικάλ, παρακολουθούσε στενά τις κινήσεις των ιεραποστόλων στην Τουρκία, αλλά και τη δράση των χριστιανικών εκκλησιών.
Τι βρίσκεται όμως πίσω από αυτή την αντιπάθεια για τους ιεραποστόλους και τους προσήλυτους, σε μία χώρα με εβδομήντα έξι εκατομμύρια κατοίκους όπου οι Χριστιανοί δεν ξεπερνούν τις 100.000, με κάποιες χιλιάδες περαιτέρω προσήλυτους; Αν και η Μικρά Ασία αποτελεί κοιτίδα του Χριστιανισμού, οι σφαγές και εθνικές εκκαθαρίσεις στα τέλη του 19ου και τις αρχές του εικοστού αιώνα την άδειασαν από τους χριστιανικούς πληθυσμούς, που αποτελούσαν τότε το ένα τρίτο των κατοίκων της Μικράς Ασίας. Η αντιπάθεια για τους Χριστιανούς και τη δράση των ιεραποστόλων ανάγεται, κατά γενική συμφωνία των αναλυτών, στην Οθωμανική περίοδο και τη διαμόρφωση του τουρκικού εθνικισμού.
Η δράση των Προτεσταντών ιεραποστόλων στην Οθωμανική Μικρά Ασία, που έγινε πολύ εντατική στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, άφησε έντονη την πεποίθηση – με δεδομένη την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας που ακολούθησε – πως η ιεραποστολική τους δράση εξυπηρετούσε ξένα συμφέροντα. Τότε, καθώς η σαρία ήταν ο νόμος του κράτους, οι Μουσουλμάνοι δεν μπορούσαν να αλλάξουν θρησκεία και το ιεραποστολικό έργο περιοριζόταν δια νόμου μεταξύ των Χριστιανών της Μικράς Ασίας. Κληρονομία της περιόδου της Οθωμανικής κατάρρευσης είναι και η πεποίθηση πως οι ιεραπόστολοι δεν αποτελούν απλούς κήρυκες μιας θρησκείας, αλλά όργανα ξένων μυστικών υπηρεσιών που απεργάζονται τη διαίρεση της Τουρκίας. Οι δε Χριστιανοί της Αυτοκρατορίας – Έλληνες, Αρμένιοι, Σλάβοι – κατηγορούνται πως απεργάσθηκαν την κατάρρευσή της και συνεργάσθηκαν μετά το Μεγάλο Πόλεμο με τις δυνάμεις κατοχής. Σήμερα, οι μεν Χριστιανοί θεωρούνται εν δυνάμει προδότες και σε κάθε περίπτωση μη Τούρκοι, ενώ όσοι διαδίδουν το Χριστιανισμό θεωρούνται οπαδοί της ιδέας πως η Τουρκία δεν ανήκει στους Τούρκους.
Υπό αυτό το πρίσμα, η μεταστροφή ενός Τούρκου από το Ισλάμ στο Χριστιανισμό δεν αποτελεί μόνο προδοσία του Ισλάμ, αλλά και προδοσία του έθνους του. Η τουρκική ταυτότητα, παρά τους όποιους περί του αντιθέτους ισχυρισμούς, περιλαμβάνει σήμερα – όπως και ανέκαθεν – τη μουσουλμανική ταυτότητα ως κεντρική συνιστώσα στην αντίληψη της κοινής γνώμης. Η χριστιανική θρησκεία ειδικότερα ταυτίζεται με λαούς όπως οι Έλληνες και οι Αρμένιοι που υπήρξαν στο παρελθόν εχθροί και ανταγωνιστές, ή με λαούς όπως οι Αμερικανοί που αποτελούν, για την κοινή γνώμη, τους «εχθρούς του σήμερα». Ο ηγέτης του Κόμματος της Μεγάλης Ενότητας Μουχσίν Γιαζητζήογλου, που σκοτώθηκε σε πτώση ελικοπτέρου, δήλωνε πριν λίγα χρόνια την πεποίθησή του πως «πίσω από τους ιεραποστόλους κρύβεται η CIA». Αποδεικτικές δε της «ανίερης συμμαχίας» των εθνικιστών όλων των αποχρώσεων ήταν η δήλωση, το 2005, της Ραχσάν Έτζεβιτ, χήρας του Μπουλέντ, πως εξαιτίας των ιεραποστόλων η Τουρκία «χάνει τη θρησκεία της». Το αστείο της υποθέσεως βέβαια είναι πως η δήθεν αριστερή Ραχσάν που έκραζε «θέλω να ζω το υγιές Ισλάμ» δεν προέρχεται από οικογένεια Μουσουλμάνων αλλά Ντονμέδων.
Παλαιότερα, η προσηλυτιστική δράση των ιεραποστόλων απαγορευόταν στην Τουρκία, και τριακόσια περίπου άτομα συνελήφθησαν την περίοδο 1998-2001 με την κατηγορία του προσυλητισμού. Ωστόσο, η απαγόρευση ήρθη με τις νομικές μεταρρυθμμίσεις που έλαβαν χώρα ενόψει της πιθανής ένταξης στην ΕΕ. Η άρση του νομικού περιορισμού δεν επέφερε και την ελευθερία του προσηλυτισμού, ωστόσο. Τα τελευταία χρόνια πολλοί ιεραπόστολοι ή προσήλυτοι σύρθηκαν στα δικαστήρια με αγωγές για «προσβολή του τουρκισμού», εγκλήματος που θέτει η μάλλον φαιδρή διάταξη 301 του Ποινικού Κώδικα, της «προσβολής της ισλαμικής θρησκείας», της «διάδοσης αποσχιστικής προπαγάνδας» και της «διασποράς θρησκευτικού μίσους». Σήμερα, μετά την έναξη της διαδικασίας εξάρθρωσης της σπείρας Εργκένεκον, μέλη της οποίας κατέθεταν τις μηνύσεις που άνοιγαν τις σχετικές δίκες.
Η εκστρατεία που έχει εξαπολύσει κατά των ιεραποστόλων η «ανίερη συμμαχία του εθνικισμού» και το επίσημο κράτος είχε αποτελέσματα τραγικά γνωστά. Το 2006, μεσούσης της κρίσης που προκάλεσαν οι γελοιογραφίες του Μωάμεθ, δολοφονήθηκε στην Τραπεζούντα ο Καθολικός ιερέας Αντρέα Σαντόρο από ένα νεαρό. Σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες, ο έφηβος φώναξε «Αλλάχου Εκμπέρ» [ο Θεός είναι μεγάλος] καθώς πυροβόλησε το Σαντόρο, κραυγή – πολεμικό σύνθημα του Ισλάμ. Ακολούθησαν δύο επιθέσεις με μαχαίρι κατά Καθολικών ιερέων στη Σαμψούντα και τη Σμύρνη. Το 2007, δολοφονήθηκαν με ιδιαίτερα βάναυσο τρόπο στη Μαλάτεια της ανατολικής Τουρκίας ένας Γερμανός και τρεις Τούρκοι ιεραπόστολοι. Οι δολοφόνοι ήταν και πάλι άτομα νεαρής ηλικίας και ισλαμικών πεποιθήσεων, και μάλιστα έσφαξαν τα θύματα όπως σφαγιάζονται τα ζώα που θυσιάζονται στο Κουρμπάνι, την ισλαμική γιορτή της θυσίας (Id El-Fitr). Η πράξη αυτή εμπεριείχε ένα σαφέστατο εθνικιστικό – θρησκευτικό μήνυμα (με τον ίδιο τρόπο έσφαζαν οι Τούρκοι και Κούρδοι άτακτοι και τους Αρμενίους τη δεκαετία του 1890 και το 1915, αλλά και οι Ισλαμιστές της Αλγερίας τα θύματά τους τη δεκαετία του 1990). Με τον ίδιο τρόπο δολοφονήθηκε από τον οδηγό του φέτος και ο Παντοβέζε.
Τόσο στην περίπτωση του Παντοβέζε όσο και σε εκείνη του Σαντόρο, μέλη της τοπικής κοινωνίας σε δηλώσεις τους στον τύπο έκαναν λόγο για «ιεραποστολική δράση» των Σαντόρο και Παντοβέζε, ενώ ανέφεραν φήμες πως οι δύο ιερείς «μοίραζαν χρήματα στους νέους» για να τους πείσουν να ασπασθούν το Χριστιανισμό. Τις φήμες φαίνεται πως διασπείρουν εθνικιστικοί κύκλοι προκειμένου να δηλητηριάσουν το κλίμα κατά των ιερέων αλλά και κατά των τοπικών χριστιανικών κοινοτήτων. Άλλες φήμες που διαδίδονται και έχουν μεγάλη απήχηση στην επαρχία είναι πως στις εκκλησίες παρέχεται στέγη σε ιερόδουλες και λαμβάνουν χώρα όργια. Σε πολυάριθμες δημοσκοπήσεις, το 60% των ερωτηθέντων δήλωσε πως θα επιθυμούσε να λάβει η πολιτεία μέτρα κατά των ιεραποστόλων, ενώ το 40% πως δεν επιθυμεί Χριστιανούς ως γείτονες. Η φιλελεύθερη διανόηση αναγνωρίζει πως «ένα μείγμα φανατικού εθνικισμού και θρησκευτικού ζήλου» οδήγησε τους δράστες, πιστεύει όμως πως το προφίλ τους αποδεικνύει ότι είναι καθοδηγούμενοι.
Οι δράστες των δολοφονιών αυτών είναι πάντα πολύ νέοι, άνεργοι, αγράμματοι και καταγόμενοι από εθνικιστικό και ισλαμιστικό περιβάλλον. Είτε είναι ανήλικοι, είτε πάσχουν από ψυχολογικά προβλήματα. Οι φιλελεύθεροι παρατηρητές υποπτεύονται το εθνικιστικό παρακράτος, από το οποίο ξεπήδησε και το τέρας της Εργκένεκον, ως ηθικό αυτουργό. Τα μέλη του θεωρούν τους εαυτούς τους «σωτήρες της πατρίδας» και θεωρούν τη βία δύναμη κάθαρσης της Τουρκίας από «ανεπιθύμητα φαινόμενα». Την ιδεολογία της Εργκένεκον βλέπουν πίσω από το σημείωμα που άφησαν οι δολοφόνοι των ιεραποστόλων στη Μαλάτεια: «Ας είναι αυτό ένα μάθημα για τους εχθρούς της θρησκείας μας. Το κάναμε για τη χώρα μας». Αποδεικτική δε της νοοτροπίας περί «προδοσίας» έθνους, κουλτούρας και κράτους θεωρείται από πολλούς αναλυτές η επιμονή της οικογένειας ενός από τους Τούρκους σφαγιασθέντες της Μαλάτειας να τον κηδεύσει με το ισλαμικό τυπικό, παρά την επιλογή του να βαπτισθεί και την προφανώς αντίθετη θέλησή του.
Η φύση του προβλήματος που αντιμετωπίζουν οι Τούρκοι που βαπτίζονται Χριστιανοί φανερώνεται μέσα από τις ερωτήσεις που τους απευθύνουν οι συντοπίτες τους. «Μας ρωτούν, αν γίνει πόλεμος, εσύ με ποια πλευρά θα πας;» καταγγέλλει ο Ισά Καρατάς, που προΐσταταιτης Εκκλησίας της Σωτηρίας, η οποία αριθμεί, σύμφωνα με τους δικούς της υπολογισμούς, 5000 μέλη στην Τουρκία. Η ερώτηση βέβαια υπονοεί, αν οι προσήλυτοι θα έπαιρναν το μέρος της Τουρκίας ή των ΗΠΑ, καθώς στην κοινή γνώμη είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη η πεποίθηση πως επίκειται επίθεση των ΗΠΑ κατά της Τουρκίας, «όπως συνέβη στο Ιράκ». «Είναι αδύνατο να τους πείσεις πως, παρότι Χριστιανός, διατηρώ τα ίδια συναισθήματα προς τη χώρα μου. Δεν μπορούν να το καταλάβουν». Ο κοινωνιολόγος Μπεχνάν Κονουτγκάν, που ασπάσθηκε το Χριστιανισμό και επιτελεί ο ίδιος ιεραποστολικό έργο, καταγγέλει πως μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης βλέπει την εκκλησία ως εχθρό.
Σε μία κοινωνία που μαστίζει η παρανοϊκή πίστη πως οι ιεραπόστολοι, ως πράκτορες ξένων δυνάμεων, διαδίδουν το Χριστιανισμό ως βήμα απαραίτητο στα σχέδια της Δύσης να διαιρέσει τη χώρα, πώς αισθάνονται και πώς αντιδρούν όσοι άφησαν το Ισλάμ για το Χριστιανισμό; Κάποιοι, εξηγεί η Özyürek, στρέφονται στον τουρκικό εθνικισμό και υιοθετούν τη γλώσσα και τη σημειολογία των εθνικιστών στην προσπάθειά τους να γίνουν αποδεκτοί.
Προσπαθούν να τονίσουν πως οι Ευαγγελικές εκκλησίες είναι σύμφωνες με τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα και την τουρκική κουλτούρα,ενώ διατυπώνουν συχνά φαιδρούς ισχυρισμούς. Ένας πολύ συνήθης είναι πως, καθώς το μεγαλύτερο τμήμα της Κενής Διαθήκης γράφηκε στα εδάφη της σημερινής Τουρκίας απηχεί την τουρκική κουλτούρα (!) και όχι εκείνη στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Άσχετο βέβαια ότι οι Τούρκοι ήλθαν στη Μικρά Ασία μία χιλιετία μετά τη συγγραφή αυτών των κειμένων. Μεγάλο ρεύμα των Τούρκων Χριστιανών καλλιεργούν τη δική τους εκδοχή του Κεμαλικού εθνικισμού.
Άλλο ένα παράδοξο στην όλη ιστορία είναι η αντίληψη – ευχή στην Ελλάδα ότι οι Χριστιανοί και κρυπτο-Χριστιανοί της Τουρκίας είναι αλώβητοι από τον τουρκικό εθνικισμό, και ενδέχεται μάλιστα να έχουν μη τουρκική – και αν είναι ή γίνουν ελληνορθόδοξοι – ελληνική εθνική συνείδηση. Η νοοτροπία αυτή αποτελεί την αντίστροφη πλευρά της τουρκικής απόρριψής τους.
Read more...