Τετάρτη 11 Μαρτίου 2009

ΟΖΑΛ, ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ


Η φραστική αντιπαράθεση του Τούρκου πρωθυπουργού κ. Ερντογάν με τον πρόεδρο του Ισραήλ κ. Σιμόν Πέρεζ στο Νταβός ανέδειξε θεαματικά μια από καιρό συντελούμενη μετεξέλιξη της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Μάλιστα δε η ασυνήθης για τα διπλωματικά ήθη οξύτητα του επεισοδίου οδήγησε αρκετούς παρατηρητές και σε κατά πάσαν πιθανότητα υπερβολικά συμπεράσματα για τον διεθνή αναπροσανατολισμό της γείτονος.·

Διαρκούντος του Ψυχρού Πολέμου, η Τουρκία λειτούργησε ως νατοϊκό προπύργιο έναντι του σοβιετικού επεκτατισμού. Ο δυτικόστροφος αυτός προσανατολισμός, ο οποίος ανταποκρινόταν, όχι μόνο στις ανάγκες της εθνικής ασφαλείας της, αλλά και στην κεμαλική επιταγή του εκσυγχρονισμού της χώρας, συνοδεύθηκε από την τήρηση αποστάσεων έναντι του αραβομουσουλμανικού κόσμου. Με τη μόνη μείζονα τουρκική μεσανατολική εμπλοκή της περιόδου εκείνης, τη συμμετοχή της Τουρκίας στο Σύμφωνο της Βαγδάτης, να εξυπηρετεί δυτικά πρωτίστως γεωπολιτικά συμφέροντα..



Στο μεταψυχροπολεμικό γεωπολιτικό τοπίο ο εκ Βορρά κίνδυνος ελαχιστοποιήθηκε, καθώς η Ρωσία, όχι πλέον όμορη και δραστικά συρρικνωμένη, ήταν απορροφημένη από τα πολλαπλά και κρίσιμα εσωτερικά της προβλήματα. Από την άλλη, καθ’όλο το μήκος του τουρκικού γεωπολιτικού περιγύρου το επικρατούν χαρακτηριστικό ήταν η ρευστότητα. Ενώ η Τουρκία, από την πλευρά της, σημείωνε εντυπωσιακούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και αναβάθμιζε αποτελεσματικά τις στρατιωτικές της δυνατότητες. Είχαν επομένως δημιουργηθεί οι αντικειμενικές συνθήκες για την ανάληψη από την Άγκυρα μιας πιο φιλόδοξης εξωτερικής πολιτικής.



Τις αναγκαίες προς τούτο πρωτοβουλίες ανέλαβε ο, πρωθυπουργός αρχικά και πρόεδρος της δημοκρατίας εν συνεχεία, Τουργκούτ Οζάλ. Προερχόμενος από τη μετριοπαθή πτέρυγα του πολιτικού Ισλάμ και συγκεράζοντας Τουρκισμό και Μωαμεθανισμό σε ένα δόγμα που συνήθως αποκαλείται «ισλαμοεθνικισμός» ή, επί το ηπιότερο, «τουρκο-ισλαμική σύνθεση», ο ρηξικέλευθος εκείνος ηγέτης επεδίωξε να ενισχύσει την περιφερειακή οικονομική, πολιτιστική, και πολιτικοστρατιωτική παρουσία της Άγκυρας, με την αξιοποίηση, κατά κύριο λόγο, της γλωσσικής-εθνοτικής και θρησκευτικής συγγένειας των συμπατριωτών του με πληθυσμούς της Υπερκαυκασίας, της Κεντρικής Ασίας, της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων. Το μέγεθος των βλέψεών του αποδίδει ο κομπασμός του ότι «ο 21ος αιώνας θα είναι ο αιώνας των Τούρκων», με την επιρροή τους να επεκτείνεται «από την Αδριατική έως το Σινικό Τείχος».



Κατά τα λοιπά, διακηρύσσοντας ότι η Τουρκία αποτελεί γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης – η τουρκική υποψηφιότητα για ένταξη στην ΕΟΚ είχε, άλλωστε, υποβληθεί επί πρωθυπουργίας του – .ο Οζάλ παρουσίασε τη μεγαλεπίβολη αυτή πολιτική ως συμπληρωματική των μεταψυχροπολεμικών στοχεύσεων των δυτικών δυνάμεων. Συνακόλουθα δε: Έσπευσε να στηρίξει τις δυτικές πολιτικοστρατιωτικές επεμβάσεις στον μεταλλασσόμενο γιουγκοσλαβικό χώρο. Και, επωφελούμενος του θετικού κλίματος για την επίλυση του Παλαιστινιακού που είχε διαμορφωθεί στις αρχές της δεκαετίας του ’90 – μεταξύ άλλων, χάρις στη Διάσκεψη της Μαδρίτης – εργάσθηκε για την βελτίωση των, υποτονικών έως τότε, σχέσεων της χώρας του με το Ισραήλ. Ενώ τα ανοίγματά του προς την κατεύθυνση της Υπερκαυκασίας και Κεντρικής Ασίας αντιμετωπίσθηκαν από τα δυτικά κέντρα ως χρήσιμο αντίβαρο, τόσο στη ρωσική, όσο και στην ιρανική εκεί επιρροή, και ως προλείανση του εδάφους για τη δημιουργία δικτύου αγωγών προς μεταφορά των υδρογονανθράκων της Κασπίας προς τη Δύση με παράκαμψη της ρωσικής επικράτειας.



Η μείζων εν τούτοις χειρονομία αλληλεγγύης του Οζάλ προς τη Δύση και ειδικότερα προς τις ΗΠΑ ήταν η ενεργός σύμπραξη της Άγκυρας στον πόλεμο του 1990-1 κατά του Ιράκ. Ο οποίος, όμως, πόλεμος αποδείχθηκε βλαπτικός για την Τουρκία, δοθέντος ότι, όχι μόνο επέδρασε αρνητικά στα τουρκικά οικονομικά συμφέροντα, αλλά και συνέτεινε ουσιαστικά στην αναζωπύρωση της κουρδικής αποσχιστικής ανταρσίας. Η προβληματική δε αυτή εξωτερική εμπλοκή, σε συνδυασμό και με τα εμπόδια στα οποία προσέκρουσαν οι προσπάθειες διείσδυσης στον τουρκο-μουσουλμανικό βαλκανικό και ασιατικό χώρο, ενίσχυσε τις εσωτερικές αντιδράσεις στην πολύπλευρη διπλωματία του Τούρκου προέδρου και εξηγεί, σε μεγάλο βαθμό, την εγκατάλειψή της κατά τη δεκαετία που χωρίζει τον θάνατο του Οζάλ τον Απρίλιο του 1993 από την εκλογική νίκη του Κόμματος της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) τον Νοέμβριο 2002 και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον ίδιο τον Ερντογάν τέσσερις μήνες αργότερα. Με τις κεμαλικοκρατούμενες κυβερνήσεις της περιόδου αυτής να υιοθετούν μια συντηρητικότερη προσέγγιση της εξωτερικής πολιτικής, εστιασμένη στην προώθηση της κοινοτικής ένταξης, στη διαχείριση της αντιπαράθεσης με την Ελλάδα στην Κύπρο και στο Αιγαίο, στον χειρισμό του Κουρδικού και στη σύμπηξη μιας άτυπης συμμαχίας με το Ισραήλ – χρήσιμη εν μέρει για την αντιμετώπιση της κουρδικής απειλής, αλλά κυρίως για τη σύσφιγξη των σχέσεων της Τουρκίας με την προστάτιδα του εβραϊκού κράτους αμερικανική υπερδύναμη.



***



Η αναδρομή στην περίοδο Οζάλ επιτρέπει και την πληρέστερη κατανόηση των διεθνών προσανατολισμών της Τουρκίας υπό τον Ερντογάν. Ο παραλληλισμός, ειδικότερα, της εξωτερικής πολιτικής των δύο ισλαμογενών ηγετών καταδεικνύει τον καθοριστικό ρόλο του γεωπολιτικού παράγοντα στη διαμόρφωση των συναφών επιλογών τους, και, ως εκ τούτου, φωτίζει, τόσο τις ομοιότητες, όσο και τις διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των επιλογών αυτών. Διαπιστώνεται δε έτσι ότι, μιμούμενος κατά τούτο τον Οζάλ, ο Ερντογάν στοχεύει στη διεύρυνση του διεθνούς πεδίου επιρροής της Τουρκίας μέσω μιας πολυδιάστατης διπλωματικής κινητικότητας, στηριγμένης στη διττή, δυτική και ισλαμική-ασιατική, ταυτότητα της χώρας. Αλλά και ότι, σε αντίθεση με την πολιτική Οζάλ, ο σημερινός Τούρκος πρωθυπουργός, υπό την πίεση κυρίως των νέων γεωπολιτικών συνθηκών, έχει οδηγηθεί σε μερική αποστασιοποίηση από τον δυτικό παράγοντα.



Υπό το πρίσμα δε αυτό, το Ιρακινό αποδείχθηκε εκ νέου αποφασιστικής σημασίας. Ο δεύτερος πόλεμος του Περσικού, συμπληρώνοντας το έργο του πρώτου, απέληξε στη δημιουργία επί των τουρκικών συνόρων ενός ημι-ανεξάρτητου Κουρδιστάν, που τείνει να μετατραπεί σε ορμητήριο του ΡΚΚ για τις επιθέσεις του κατά της τουρκικής επικράτειας και, συνεπώς, και σε αγκάθι στις τουρκοαμερικανικές σχέσεις. Ενώ, η άρνηση των Τούρκων τον Μάρτιο 2003 να επιτρέψουν τη διέλευση αμερικανικών δυνάμεων εισβολής από το έδαφός τους, χωρίς ποσώς να επιφέρει τη ματαίωση του εγχειρήματος κατά του Σανταμικού Ιράκ, συνέτεινε και αυτή στην αποψίλωση των σχέσεών τους με την Ουάσινγκτον από το στοιχείο της εγκαρδιότητας που άλλοτε τις χαρακτήριζε. Στο κλίμα δε αυτό, φυσικό είναι η Άγκυρα να μη μεριμνά, στον βαθμό που το έπραττε στο παρελθόν, για τη συμβατότητα των περιφερειακών πρωτοβουλιών της με τις αμερικανικές διεθνοπολιτικές ευαισθησίες.



Φθορά όμως έχουν υποστεί και οι ευρωτουρκικές σχέσεις. Βαδίζοντας επί τα ίχνη των προκατόχων του, ο Ερντογάν είχε αρχικά καταστήσει την κοινοτική ένταξη της Τουρκίας κορυφαία εθνική προτεραιότητα. Υπελόγιζε άλλωστε στην ενταξιακή διαδικασία για να θέσει φραγμούς στην ισχύ του κεμαλικού κατεστημένου. Η αύξουσα, όμως, αντίθεση των κοινοτικών Ευρωπαίων στην τουρκική υποψηφιότητα – όπως προκύπτει, τόσο από σφιγμομετρήσεις της κοινής γνώμης, όσο και από δημόσιες τοποθετήσεις ηγετικών κυβερνητικών στελεχών μεγάλων χωρών-μελών – μαζί με τη μεταστροφή της άλλοτε φιλοευρωπαϊκής τουρκικής κοινής γνώμης, είχε ως επακόλουθο την αισθητή μείωση του κοινοτικού ζήλου της τουρκικής κυβέρνησης. Τον ευρωσκεπτικισμό δε αυτόν συμμερίζεται όλο και περισσότερο και η παραδοσιακά προσκολλημένη στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό στρατιωτική ηγεσία – εκτός των άλλων, λόγω των αρνητικών επιπτώσεων της εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων στον χειρισμό του Κουρδικού, αλλά και στην ίδια τη θέση της στο τουρκικό πολιτικό σύστημα.



Την προσοχή, εξ άλλου, της Άγκυρας συγκρατεί, όπως είναι φυσικό, και η δυναμική επιστροφή στο διεθνές προσκήνιο της παλαιάς ανταγωνίστριάς της Μόσχας. Ειδικότερα, ο πόλεμος του περασμένου Αυγούστου στον Καύκασο λειτούργησε ως προειδοποίηση για τις διευρυμένες ρωσικές στοχεύσεις και δυνατότητες στο βορειοανατολικά των τουρκικών συνόρων «εγγύς εξωτερικό» της Ρωσίας. Ενώ ανάλογο μήνυμα εξέπεμψε αμέσως μετά τη λήξη των εχθροπραξιών και η δημόσια προβολή από τον πρόεδρο Μεντβέντεβ ρωσικών «προνομιακών συμφερόντων» «στην παραμεθόριο περιοχή και όχι μόνο».



Ζωηρού, τέλος, τουρκικού ενδιαφέροντος διεργασίες συντελέσθηκαν τον τελευταίο καιρό και στις σχέσεις του εβραϊκού κράτους με τους Άραβες γείτονές τους. Πιο συγκεκριμένα, η παλαιστινιακή Ιντιφάντα του 2000, η ισραηλινή εισβολή στον Λίβανο του Ιουλίου 2008 και η πρόσφατη στρατιωτική επιχείρηση του Ισραήλ στη Γάζα έχουν διεγείρει στην τουρκική κοινή γνώμη βίαια αντιϊσραηλινά αισθήματα. Και συγχρόνως, λόγω και των φιλοϊσραηλινών τοποθετήσεων της Δύσης, περιέπλεξαν τις σχέσεις της Τουρκίας με τον αραβομουσουλμανικό κόσμο και ειδικότερα με δύο ιδιαιτέρως προβληματικά, από δυτικής σκοπιάς, κράτη της περιοχής: τη Συρία και το Ιράν. Τα οποία, στο μεσανατολικό τοπίο που προέκυψε από την ανατροπή του Σαντάμ, η Άγκυρα επιδιώκει να προσεγγίσει, με βασικό κίνητρο την αντιμετώπιση του κοινού πλέον και στις τρεις χώρες κουρδικού προβλήματος, προκειμένου δε για την Τεχεράνη, και την ενεργειακή συνεργασία.



***



Στο μεταλλασσόμενο αυτό γεωπολιτικό περιβάλλον, ο Τούρκος πρωθυπουργός, με προμετωπίδα το σύνθημα «μηδέν προβλήματα με τους γείτονες» και προσφέροντας τις καλές υπηρεσίες του για την επίλυση των μεταξύ των γειτόνων αυτών διαφορών, επιχειρεί να προβάλει τη χώρα του ως μεγάλη περιφερειακή δύναμη σταθεροποίησης.



Τα Βαλκάνια, στραμμένα στο σύνολό τους σχεδόν προς τον ευρωατλαντικό κόσμο, φαίνεται να καταλαμβάνουν αυτή τη στιμή σχετικώς χαμηλή θέση στις προτεραιότητες της Άγκυρας – παρά τις επισκέψεις Τούρκων αξιωματούχων, του ίδιου του Ερντογάν περιλαμβανομένου, στην περιοχή και ιδίως σε χώρες με σημαντικό μουσουλμανικό ή τουρκόφωνο στοιχείο. Μόνη εξαίρεση στην – όλως σχετική άλλωστε – υποβάθμιση αυτή της βαλκανικής πτυχής της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής: τα υπό ευρεία έννοια Ελληνοτουρκικά. Τα οποία, όμως, προσεγγίζονται από την τουρκική πλευρά με στενώς στρατηγικά κριτήρια – και ως εκ τούτου υπόκεινται στον αυστηρό έλεγχο της στρατιωτικής της ηγεσίας.



Σημαντική, αντιθέτως, τουρκική διπλωματική δραστηριοποίηση σημειώνεται, στην Υπερκαυκασία. Με στόχο τον περιορισμό των περιθωρίων ρωσικής ανάμειξης και τη μεγιστοποίηση της τουρκικής παρουσίας και επιρροής σε μια περιοχή μείζονος στρατηγικής και ενεργειακής σημασίας. Και με κύριες εκδηλώσεις, την προσπάθεια της Αγκυρας να εξομαλύνει τις σχέσεις της με την Αρμενία και παραλλήλως να μεσολαβήσει μεταξύ Γιερεβάν και Μπακού για την επίλυση της διαφοράς τους περί το Ναγκόρνο–Καραμπάχ – πρωτοβουλίες που αντιμετωπίσθηκαν θετικά από τους Δυτικούς – αλλά και την άκαρπη απόπειρα της κυβέρνησης Ερντογάν να δρομολογήσει, διαρκούσης της ρωσογεωργιανής κρίσης, ένα «Σχέδιο σταθεροποίησης και συνεργασίας στον Καύκασο» προβλέπον και τη σύμπραξη της Μόσχας – το οποίο, αντιθέτως, προσέκρουσε στην εύγλωττη επιφυλακτικότητα της Ουάσινγκτον.



Επίκεντρο, ωστόσο, της τουρκικής διπλωματικής εξόρμησης είναι ο μεσανατολικός χώρος – με την τύχη, όμως, των σχετικών πρωτοβουλιών να αποδεικνύεται άνιση. Εως την έναρξη του πολέμου της Γάζας, επί παραδείγματι, η διαμεσολάβηση Ερντογάν μεταξύ Ισραήλ και Συρίας φάνηκε να αποδίδει ουσιαστικούς καρπούς. Από την άλλη, όμως, η απόπειρα της Άγκυρας να αναβαθμίσει τη Χεζμπολάχ και τη Χαμάς σε συνομιλητές του εβραϊκού κράτους επέσυρε την αποδοκιμασία, όχι μόνο των Ισραηλινών, αλλά και των κύριων δυτικών δυνάμεων. Ενώ η τουρκική προσφορά καλών υπηρεσιών για την επίλυση του Ιρανικού έπεσε μάλλον στο κενό – προκαλώντας συγχρόνως και τη δυσαρέσκεια των Αμερικανών.



***



Υπό το φως των διαπιστώσεων που προηγούνται, η φραστική έκρηξη του Ερντογάν στο Νταβός γίνεται, σε κάποιο βαθμό, κατανοητή. Πέραν από την προσωπική του πικρία για τον εικαζόμενο «εμπαιγμό» του από τον Ισραηλινό ομόλογό του – ενώ ο Ολμερτ συζητούσε στην Άγκυρα τα της τουρκικής μεσολάβησης στο Συριακό, το Ισραήλ ολοκλήρωνε τις προετοιμασίες για την επίθεση στη Γάζα – ο Τούρκος πρωθυπουργός είχε ενδεχομένως ως κίνητρο και τον επηρεασμό της τουρκικής κοινής γνώμης εν όψει των κρίσιμων δημοτικών εκλογών της 29ης Μαρτίου. Εν πάση, όμως, περιπτώσει, η συμπεριφορά του υπερέβη τα εσκαμμένα – και, όπως όλα δείχνουν, υπήρξε αντιπαραγωγική. Αυτό άλλωστε προκύπτει και από τις εν συνεχεία σύντονες προσπάθειες της Άγκυρας να περιορίσει τη ζημία που υπέστησαν οι τουρκοϊσραηλινές σχέσεις. Σχέσεις χρησιμότατες, σημειωτέον, και για την τουρκική πλευρά, τόσο σε επίπεδο στρατιωτικής συνεργασίας, όσο και λόγω της ισχύος του εβραϊκού λόμπι στις ΗΠΑ – και του κινδύνου το τελευταίο αυτό, φιλικά μέχρι πρότινος διακείμενο έναντι της Τουρκίας, να στραφεί τώρα κατά των τουρκικών συμφερόντων.



Γενικότερα δε, θα ήταν σφάλμα να συμπεράνει κανείς ότι η μερική τουρκική αποστασιοποίηση από τον δυτικό παράγοντα ισοδυναμεί με ρήξη. Το ΝΑΤΟ, αλλά και η ΕΕ – με την οποία, εν αδυναμία επίτευξης της πλήρους ένταξης, μια προνομιακή σχέση παρουσιάζει πολλαπλά πλεονεκτήματα για τους Τούρκους – παραμένουν ανατικατάστατα ερείσματα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Ιδίως σε σχέση με τους κινδύνους που – παρά τις περιστασιακές λυκοφιλίες της Άγκυρας με διαχρονικούς γεωπολιτικούς της αντιπάλους, όπως η Ρωσία, η Συρία ή το Ιράν – δεν παύουν να ελοχεύουν στα βορειοανατολικά και νότια τουρκικά σύνορα. Ενώ οι Δυτικοί, από την πλευρά τους, μολονότι δυσφορούντες για τους εκκάστοτε προβληματικούς τουρκικούς χειρισμούς, εξακολουθούν να θεωρούν την Τουρκία σημαντικότατο στρατηγικό τους εταίρο στον υπό ευρεία έννοια μεσανατολικό χώρο.


· Το κείμενο αυτό αποτελεί προδημοσίευση από το τεύχος του Απριλίου του περιοδικού Monthly Review, στο οποίο πανεπιστημιακοί, πολιτικοί, κ.α. γράφουν για τις νέες κατευθύνσεις της τουρκικής πολιτικής.

Αναγνώστες

About This Blog

  © Blogger templates ProBlogger Template by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP