Νταβούτογλου στο "Βήμα" - Οι πλόες των πολεμικών μας πλοίων στο Αιγαίο είναι απολύτως νόμιμοι
Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου μιλάει στο «Βήμα» και σχολιάζει πως «πριν από μία δεκαετία, χάρη και στις προσωπικές προσπάθειες του κ. Παπανδρέου, επιτεύχθηκαν πολλά για την ελληνοτουρκική προσέγγιση. Σήμερα, με τη νέα κυβέρνηση του ΠαΣοΚ, υπάρχουν υψηλές προσδοκίες για να ανοίξουμε ένα νέο κεφάλαιο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις». Σχετικά με την ελληνοτουρκική συνεργασία δηλώνει πως «είμαστε αποφασισμένοι να δημιουργήσουμε μια ζώνη ειρήνης, ευημερίας και σταθερότητας με τους γείτονές μας. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτή την πολιτική». Παρόλ’ αυτά, σχολιάζοντας την πρόσφατη δραστηριότητα του τουρκικού πολεμικού ναυτικού στα ελληνικά χωρικά ύδατα, λέει πως «έχω πληροφορηθεί ότι οι πλόες που πρόσφατα ακολούθησαν τα πολεμικά μας πλοία στο Αιγαίο είναι απολύτως σύμφωνοι με το διεθνές δίκαιο και την εθιμική πρακτική.
Ωστόσο αισθάνομαι ότι υπάρχει μια διαφορετική αντίληψη στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Καθώς επιχειρούμε να γυρίσουμε μια νέα σελίδα στις διμερείς σχέσεις, είμαι πεπεισμένος ότι οι δύο χώρες θα έπρεπε να συνεχίσουν να εστιάζουν σε συγκεκριμένες και εποικοδομητικές ιδέες. Οχι να “παραφουσκώνουν” τα πράγματα, κάτι που δεν θα εξυπηρετούσε την τρέχουσα θετική πολιτική ατζέντα». Κλείνοντας, κάνει λόγω για το κυπριακό και τις συζητήσεις για την επίλυσή του και δηλώνει πως «είναι σαφές ότι η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι έχουν καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επιτυχή ολοκλήρωση της διαδικασίας υπό τον ΟΗΕ. Είναι η ελληνοκυπριακή πλευρά που θα έπρεπε να εξετάσει “οποιαδήποτε θετική κίνηση” στην Κύπρο ώστε να προχωρήσει η διαδικασία».
Αποσπάσματα συνέντευξης του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου στον Αγγ. Αθανασόπουλο για το «Βήμα»
- Μετά την άνοδο του ΠαΣοΚ στην εξουσία παρατηρούμε μια νέα ώθηση για προσέγγιση Αθήνας- Αγκυρας. Ποιο είναι το όραμά σας για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
«Πριν από μία δεκαετία, χάρη και στις προσωπικές προσπάθειες του κ. Παπανδρέου, επιτεύχθηκαν πολλά για την ελληνοτουρκική προσέγγιση. Διάφοροι μηχανισμοί δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας διαλόγου και συνεργασίας. Σήμερα, με τη νέα κυβέρνηση του ΠαΣοΚ, υπάρχουν υψηλές προσδοκίες για να ανοίξουμε ένα νέο κεφάλαιο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Με μεγάλη μου ευχαρίστηση σημειώνω ότι υπάρχει κοινή θέληση για την επίτευξη αυτού του σκοπού και στις δύο πλευρές. Ωστόσο δεν θα συμμεριζόμουν τις απόψεις που ορίζουν τη σημερινή κατάσταση ως μια “νέα προσέγγιση”. Αυτός ο όρος ανήκει σε κάτι που συνέβη πριν από μία δεκαετία. Πιστεύω ότι σχεδιάζουμε την έναρξη μιας νέας φάσης στις σχέσεις μας με ένα νέο όραμα, προχωρώντας πέρα από αυτή καθαυτή την προσέγγιση. Είμαστε έτοιμοι να ασχοληθούμε και να συζητήσουμε κάθε ζήτημα- διμερές, περιφερειακό ή παγκόσμιο- με σκοπό να ανακαλύψουμε νέες λεωφόρους ώστε να αναπτύξουμε περαιτέρω την ήδη στενή συνεργασία μας».
- Τι μορφή θα μπορούσαν να πάρουν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις; Στην επιστολή που έστειλε προς τον κ. Παπανδρέου ο κ. Ερντογάν πρότεινε τη σύσταση ενός υψηλόβαθμου Συμβουλίου Συνεργασίας. Πώς θα λειτουργούσε αυτό;
«Οπως επισημάνατε, ο πρωθυπουργός Ερντογάν πρότεινε τη σύσταση ενός υψηλόβαθμου Συμβουλίου Συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Πρόκειται για το νέο μοντέλο στην άσκηση της εξωτερικής μας πολιτικής, από το οποίο έχουμε επωφεληθεί πολύ στην προώθηση των σχέσεών μας με ορισμένους εκ των γειτόνων μας. Ευθυγραμμίζεται επίσης με την εξωτερική πολιτική των μηδενικών προβλημάτων. Κατ΄ ουσίαν, το μοντέλο στοχεύει να συγκεντρώσει μαζί όλους τους υπουργούς με συναφές αντικείμενο και από τις δύο πλευρές, υπό την καθοδήγηση των δύο πρωθυπουργών. Τούτο δημιουργεί μια εντεινόμενη πολιτική βούληση και διευκολύνει το ξεπέρασμα παρατεταμένων προβλημάτων που είναι δύσκολο να λυθούν σε χαμηλότερο επίπεδο. Προσφέρει στους υπουργούς την ευκαιρία να δουν τη γενικότερη εικόνα και δημιουργεί μια αίσθηση “ιδιοκτησίας” της όλης διαδικασίας στα δύο μέρη».
- Οι χώρες μας αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα προβλήματα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ωστόσο, παρά την προθυμία των δύο κυβερνήσεων να προχωρήσουν, συμβάντα όπως η πρόσφατη δραστηριότητα του τουρκικού πολεμικού ναυτικού δημιουργούν αχρείαστη ένταση. Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Υπάρχουν κύκλοι εντός των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων που θέλουν να δημιουργήσουν προβλήματα στην κυβέρνηση Ερντογάν;
«Είμαστε αποφασισμένοι να δημιουργήσουμε μια ζώνη ειρήνης, ευημερίας και σταθερότητας με τους γείτονές μας. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτή την πολιτική. Έχουμε την πολιτική βούληση να βελτιώσουμε τις διμερείς σχέσεις μας. Υπό αυτό το πρίσμα, είμαστε προετοιμασμένοι να βρούμε ειρηνικές λύσεις σε όλες τις διαφορές μας, συμπεριλαμβανομένων αυτών στο Αιγαίο. Η ανοιχτή θάλασσα αποτελεί σήμερα περίπου το 50% του Αιγαίου Πελάγους. Εφόσον τα πράγματα είναι έτσι, θα πρέπει να είναι μια θάλασσα φιλίας και συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Εχω πληροφορηθεί ότι οι πλόες που πρόσφατα ακολούθησαν τα πολεμικά μας πλοία στο Αιγαίο είναι απολύτως σύμφωνοι με το διεθνές δίκαιο και την εθιμική πρακτική. Μάλιστα, απαντώντας σε ερωτήσεις, υψηλόβαθμοι έλληνες αξιωματούχοι ανακοίνωσαν δημοσίως ότι οι διελεύσεις των τουρκικών πολεμικών πλοίων ακολούθησαν τους κανόνες της αβλαβούς διέλευσης. Ωστόσο αισθάνομαι ότι υπάρχει μια διαφορετική αντίληψη στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Και πρέπει να σας πω ότι βρίσκω μη εποικοδομητικές και παραπλανητικές τις αναφορές των ελληνικών μέσων ενημέρωσης στο ζήτημα αυτό. Καθώς επιχειρούμε να γυρίσουμε μια νέα σελίδα στις διμερείς σχέσεις, είμαι πεπεισμένος ότι οι δύο χώρες θα έπρεπε να συνεχίσουν να εστιάζουν σε συγκεκριμένες και εποικοδομητικές ιδέες. Οχι να “παραφουσκώνουν” τα πράγματα, κάτι που δεν θα εξυπηρετούσε την τρέχουσα θετική πολιτική ατζέντα».
- Η ελληνική πλευρά υποστηρίζει ότι η μοναδική διαφορά στο Αιγαίο είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Συμφωνείτε με αυτό ή θεωρείτε ότι υπάρχουν και άλλα ζητήματα στην ατζέντα; Θα πρέπει να περιμένουμε την επανενεργοποίηση των διερευνητικών επαφών; Αν ναι, πότε;
«Μακάρι να ήταν μόνο μία. Ωστόσο η οριοθέτηση της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας είναι μόνο μία από τις εκκρεμείς διαφορές στο Αιγαίο. Η διευθέτησή της, από νομικής σκοπιάς, διασυνδέεται πάρα πολύ με άλλες διαφορές που σχετίζονται με τη θαλάσσια δικαιοδοσία. Η Τουρκία συνεχίζει να είναι πλήρως αφοσιωμένη σε καλές γειτονικές σχέσεις και στον σεβασμό της εδαφικής ακεραιότητας και του απαραβιάστου των συνόρων όλων των γειτόνων της, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης. Είμαστε αποφασισμένοι να αναζητήσουμε κάθε οδό για την επίτευξη συνολικής και βιώσιμης επίλυσης όλων των διαφορών και προβλημάτων μεταξύ των δύο χωρών, ειδικά όσων σχετίζονται με το Αιγαίο. Μια πιθανή επίλυση των ζητημάτων αυτών θα ήταν λειτουργική και βιώσιμη εφόσον βασιζόταν σε έναν κοινό παρονομαστή που είναι ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των νομίμων συμφερόντων των δύο χωρών. Με αυτή την πεποίθηση, η Τουρκία είναι έτοιμη να συνεχίσει να εργάζεται με την Ελλάδα για επίλυση των ζητημάτων του Αιγαίου με ειρηνικά μέσα και βάσει του διεθνούς δικαίου. Σκοπεύουμε στην επανενεργοποίηση των διερευνητικών επαφών και ελπίζουμε ο επόμενος γύρος να διεξαχθεί το συντομότερο».
- Είστε γνωστός ως ο «πατέρας» του δόγματος του «στρατηγικού βάθους». Θα μπορούσατε να μας εξηγήσετε πώς αυτό το δόγμα επηρεάζει την εξωτερική πολιτική του ΑΚΡ;
«Σήμερα έξι είναι οι αρχές που διαμορφώνουν την τουρκική εξωτερική πολιτική. Η πρώτη είναι η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ ελευθερίας και ασφαλείας. Δεν επιδιώκουμε ασφάλεια εις βάρος της ελευθερίας- και το αντίστροφο. Επομένως χρειάζεται να βρούμε την κατάλληλη ισορροπία. Δεύτερον, επιδιώκουμε τη στενότερη ολοκλήρωση ανάμεσα στην Τουρκία και στις γύρω από αυτήν χώρες. Ο σκοπός των “μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες” ενισχύει τις προσπάθειές μας για αντιμετώπιση και επίλυση όλων των εξεχόντων περιφερειακών ζητημάτων. Η τρίτη αρχή είναι φυσική συνέχεια της δεύτερης. Διεξάγουμε αποτελεσματική διπλωματία έναντι των γειτονικών περιοχών με σκοπό να επιτύχουμε τη μέγιστη ενδοπεριφερειακή και διαπεριφερειακή συνεργασία. Για να το επιτύχουμε αυτό, βασίζουμε τις περιφερειακές πολιτικές μας στις αρχές της “ασφάλειας για όλους”, του “πολιτικού διαλόγου”, της “οικονομικής αλληλεξάρτησης” και της “πολιτισμικής αρμονίας και του αμοιβαίου σεβασμού”. Η τέταρτη αρχή είναι η συμπληρωματικότητα με τους παγκόσμιους δρώντες. Η πέμπτη αρχή είναι η αποτελεσματική χρήση των διεθνών fora και νέες πρωτοβουλίες ώστε να καλλιεργήσουμε δράσεις για την αντιμετώπιση κοινών προκλήσεων. Οι αυξανόμενες συνεισφορές μας σε κορυφαίους διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ και ο Οργανισμός Ισλαμικής Διάσκεψης, και οι πρόσφατα καθιερωθείσες σχέσεις μας με την Αφρικανική Ενωση, τον Αραβικό Σύνδεσμο, την Ενωση Κρατών Καραϊβικής και τον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών πρέπει να ιδωθούν υπό αυτό το φως. Βάσει των παραπάνω αρχών, η έκτη και τελευταία είναι η δημιουργία μιας “νέας αντίληψης για την Τουρκία” βασισμένης στη δημόσια διπλωματία. Κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να ενισχύσουμε την εμπιστοσύνη μέσω μιας διαδικασίας τριμερών συνόδων κορυφής και κοινών οικονομικών σχεδίων. Παρέχουμε ισχυρή υποστήριξη στη σταθερότητα και ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν. Κατά τον ίδιο τρόπο, αναλάβαμε την πρωτοβουλία για την Πλατφόρμα Σταθερότητας και Συνεργασίας του Καυκάσου με σκοπό να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως το μοναδικό φόρουμ των χωρών της περιοχής που θα μπορούσε να βοηθήσει στη διευθέτηση περιφερειακών προβλημάτων μέσω διαλόγου. Η ατζέντα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής δεν περιορίζεται πάντως μόνο σε θέματα σκληρής ασφαλείας. Πασχίζουμε να εγκαινιάσουμε μια καλύτερη παγκόσμια οικονομική δομή μέσω της συμμετοχής μας στο G-20, ενώ ασχολούμαστε στενά με θέματα όπως η μείωση της παγκόσμιας υπερθέρμανσης, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η διασφάλιση βιώσιμων ενεργειακών πόρων, η προώθηση της αρμονίας μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών και η επέκταση της βοήθειας σε αναπτυσσόμενες χώρες. Η αυξημένη εμπλοκή στις προσπάθειες επίλυσης περιφερειακών και παγκοσμίων ζητημάτων διευρύνει, όπως είναι φυσικό, το “στρατηγικό βάθος” της Τουρκίας. Ωστόσο δεν χρησιμοποιώ αυτόν τον όρο υπό μια στενή γεωπολιτική έννοια, αλλά υπό μια ευρύτερη που συμπεριλαμβάνει γεωοικονομικές και γεωπολιτισμικές πραγματικότητες. Αυτές, απορρέουσες από μια κοινή ιστορία και τις πολιτισμικές συγγένειες που μοιράζεται ένας αριθμός περιοχών στην καρδιά του αφρο-ευρασιατικού εδαφικού όγκου, καθιστούν τόσο επιτακτικό όσο και ευκολότερο για την Τουρκία να απευθυνθεί σε αυτές τις γειτονικές περιοχές αλλά και πέρα από αυτές. Με άλλα λόγια, η απόκτηση στρατηγικού βάθους μάς επιτρέπει να συνδεόμαστε ευκολότερα με σημαντικές χώρες και περιοχές στην περιφέρειά μας όπου δεν είχαμε τόσο εύκολη πρόσβαση στο παρελθόν και να αποκαταστήσουμε μια αίσθηση “φυσικότητας” στις σχέσεις μας».
- Εξετάζει η Αγκυρα κάποια θετική κίνηση στο Κυπριακό, όπως η απόσυρση στρατευμάτων,ώστε να προχωρήσει η διαδικασία;
«Ως εγγυήτρια δύναμη, η Τουρκία υποστηρίζει πλήρως τις τρέχουσες διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και τις εποικοδομητικές προσπάθειες της τουρκοκυπριακής πλευράς. Με την επιτυχή ολοκλήρωση της διαδικασίας, θα εγκαθιδρυθεί στην Κύπρο ένας νέος συνεταιρισμός, βάσει της συμφωνίας των δύο ηγετών όπως αυτή διατυπώθηκε στην κοινή δήλωση της 23ης Μαΐου 2008, ο οποίος θα είναι μία διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα και θα έχει μία ομοσπονδιακή κυβέρνηση, καθώς και δύο συνιστώντα κράτη με ίσο καθεστώς. Η τουρκοκυπριακή πλευρά συμμετείχε στη διαδικασία με ειλικρινή, εποικοδομητική και δυναμική προσέγγιση, λαμβάνοντας πολλές πρωτοβουλίες με σκοπό να επιταχύνει τις διαπραγματεύσεις και να φθάσει σε συμφωνία. Χάρη σε αυτή την εποικοδομητική προσέγγιση, υπήρξε πρόοδος. Η τουρκοκυπριακή πλευρά κατέβαλε επίσης τη μέγιστη προσπάθεια ώστε η πρόοδος αυτή να καταγραφεί για να προετοιμαστεί το έδαφος για ολοκλήρωση της διαδικασίας με μια δίκαιη και βιώσιμη λύση το συντομότερο δυνατόν. Μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού εντός του πλαισίου του ΟΗΕ θα διασφαλίσει τη σταθερότητα και την ευημερία στην Ανατολική Μεσόγειο. Με αυτό το σκεπτικό, είμαστε έτοιμοι να συνεργαστούμε με την Ελλάδα, ως την άλλη μητέρα-πατρίδα και εγγυήτρια δύναμη. Είναι γνωστό ότι ο πρωθυπουργός Ερντογάν πρότεινε στον πρωθυπουργό Παπανδρέου μια τετραμερή συνάντηση με τη συμμετοχή Τουρκίας, Ελλάδας και των δύο πλευρών στο νησί. Υποστηρίξαμε επίσης και άλλες προτάσεις συναντήσεων σε ένα σχήμα στο πλαίσιο του ΟΗΕ και όπου τα δύο μέρη στο νησί θα εκπροσωπούνταν σε ίση βάση. Από την άλλη πλευρά, η ελληνοκυπριακή κοινή γνώμη εξακολουθεί να μην αντιλαμβάνεται το όραμα της Τουρκίας. Με αυτό το σκεπτικό ο πρωθυπουργός μας συναντήθηκε με ελληνοκύπριους και έλληνες δημοσιογράφους και διαμορφωτές της κοινής γνώμης στις 27 Φεβρουαρίου στην Κωνσταντινούπολη και μετέδωσε θετικά μηνύματα. Η θετική ανταπόκριση από το ελληνοκυπριακό κοινό, από τη μία πλευρά, και η αρνητική ανταπόκριση από τα ελληνοκυπριακά πολιτικά κόμματα, από την άλλη, στην ανακοίνωση του πρωθυπουργού μας, αποκαλύπτουν τη μεταξύ τους ασυμφωνία. Αυτό το άνοιγμα ήταν μια προσπάθεια εκ μέρους μας να δημιουργήσουμε θετικότερη ατμόσφαιρα στην Κύπρο. Συναντήθηκα επίσης με μέλη του Ελληνοτουρκικού Φόρουμ στην Άγκυρα που περιλαμβάνει Τουρκοκυπρίους και Ελληνοκυπρίους. Είχα την ευκαιρία να εξηγήσω το όραμά μας. Αναμένουμε από την ελληνοκυπριακή ηγεσία να εργαστεί προς την ίδια κατεύθυνση και να προετοιμάσει την κοινή της γνώμη για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση όπως το πράττει η τουρκοκυπριακή πλευρά. Είναι σαφές ότι η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι έχουν καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την επιτυχή ολοκλήρωση της διαδικασίας υπό τον ΟΗΕ. Είναι η ελληνοκυπριακή πλευρά που θα έπρεπε να εξετάσει “οποιαδήποτε θετική κίνηση” στην Κύπρο ώστε να προχωρήσει η διαδικασία. Θέλω επίσης να υπενθυμίσω στους αναγνώστες σας ότι ο τότε ΓΓ του ΟΗΕ, στην έκθεσή του με ημερομηνία 28 Μαΐου 2004, μετά τα δημοψηφίσματα για το Σχέδιο Αναν, είχε επισημάνει ότι “αν οι Ελληνοκύπριοι είναι έτοιμοι να μοιραστούν την εξουσία και την ευημερία με τους Τουρκοκυπρίους σε μια ομοσπονδιακή δομή βασισμένη στην πολιτική ισότητα, αυτό πρέπει να καταδειχθεί όχι μόνο με λόγια αλλά και με έργα”. Οπως ισχύει και για τις ελληνικές δυνάμεις, η παρουσία τουρκικών δυνάμεων στο νησί απορρέει από διεθνείς συνθήκες. Η Τουρκία θα σεβαστεί οποιαδήποτε λύση στην οποία θα φθάσουν ελεύθερα οι δύο πλευρές και θα εκπληρώσει ό,τι θα είναι υποχρέωσή της. Αν το Σχέδιο Αναν δεν είχε απορριφθεί από την ελληνοκυπριακή πλευρά το 2004, ο αριθμός των τουρκικών και ελληνικών στρατευμάτων θα είχε σταδιακά μειωθεί στα επίπεδα που προέβλεπαν οι συνθήκες του 1960».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου