ΤΜΤ - Ο μυστικός πόλεμος
Η δημιουργία της Τουρκικής Οργάνωσης Αντίστασης – T.M.T (Turk Mukavemet Teskilati) το 1958 θα καθόριζε σε μεγάλο βαθμό την πορεία του κυπριακού προβλήματος. Η Τ.Μ.Τ κατά τη διάρκεια της δεκαεξάχρονης δράσης της (1958-1974) πέτυχε ουσιαστικά τρεις βασικούς ενδιάμεσους στόχους, πριν την επίτευξη του τελικού της στόχου, αυτού της διχοτόμησης (TAXIM), που επιτεύχθηκε με την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974. Οι στόχοι αυτοί ήταν:
1. Η άσκηση τρομοκρατίας στα προοδευτικά στελέχη της τουρκοκυπριακής κοινότητας, διευρύνοντας το χάσμα μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
2. Η συμβολή στη δημιουργία θυλάκων, που σαν στόχο είχαν τον πληθυσμιακό και γεωγραφικό διαμελισμό του νησιού, εκμεταλλευόμενη και το αίσθημα μερίδας των Τουρκοκυπρίων για ασφάλεια, αλλά και τη δημιουργία στρατιωτικών προγεφυρωμάτων για το στρατό εισβολής.
3. Η επιβολή των διχοτομικών επιλογών της στην τουρκοκυπριακή ηγεσία. Όπως στην περίπτωση της σύνταξης μετά από πιέσεις της οργάνωσης, του εγγράφου της 14ης Σεπτεμβρίου 1963 από την τουρκοκυπριακή ηγεσία, το οποίο υπογράφεται από τους Ραούφ Ντενκτάς και Φαζίλ Κουτσιούκ, πρόεδρο της Τουρκικής Κοινοτικής Συνέλευσης και αντιπρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας αντίστοιχα.
Το έγγραφο που βρέθηκε το 1963 στο Γραφείο του Δρα Φαζίλ Κουτσιούκ, παρουσιάζει τη γενική πολιτική της τουρκικής κοινότητας, αναφορικά με το μέλλον της Δημοκρατίας, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης τριών χρόνων από την εγκαθίδρυσή της. Στη συνέχεια αναλύει δύο βασικά σενάρια: Το πρώτον, αυτό της καταγγελίας από τους Ελληνοκύπριους των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου και το Σύνταγμα και το δεύτερον, αυτό της σταδιακής υποβάθμισης των Τουρκοκυπρίων σε μειονότητα, με στόχο τη μη εφαρμογή του Συντάγματος από πλευράς των Ελληνοκυπρίων. Το σχέδιο, που κάνει λεπτομερή ανάλυση των ενεργειών στις οποίες πρέπει να προβεί η τουρκοκυπριακή κοινότητα σε πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο, θέτει σαν στόχο την εγκαθίδρυση μιας χωριστής Δημοκρατίας στο νησί. Το σχέδιο καταλήγει με την εξής προφητική αναφορά: «Μέχρι τότε οι Έλληνες θα μας δώσουν πολλές ευκαιρίες σ΄ αυτό το θέμα κι είναι φανερό από τώρα, ότι τις περισσότερες ευκαιρίες θα μας τις δώσουν με τη συμπεριφορά τους».
Κατά τη διάρκεια των γεγονότων της περιόδου από 7 Ιουνίου-6 Αυγούστου 1958 και τις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων συγκρούσεις με οδηγίες της Άγκυρας, η τρομοκρατική οργάνωση ΒΟΛΚΑΝ των Τουρκοκυπρίων εξτρεμιστών, παραδίδει ουσιαστικά τη σκυτάλη στην Τ.Μ.Τ. Μια νέα οργάνωση, απόλυτα καθοδηγούμενη από το τότε πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο της Τουρκίας. Αρχηγός της οργάνωσης ορίζεται από το Γραφείο Ειδικών Πολέμου της Τουρκίας ο αντισυνταγματάρχης του τουρκικού στρατού Ριζά Βουρουσκάν και πλαισιώνεται από έναν ταγματάρχη, τον Ισμαήλ Τανσού και άλλους δεκατρείς λοχαγούς και υπαξιωματικούς.
Η οργάνωση, που σαν έμβλημα είχε το λύκο, αντλεί οικονομικούς πόρους από την Τουρκία. Ενεργεί άκρως συνωμοτικά στο εσωτερικό και διαθέτει τέσσερα κέντρα εκπαίδευσης στο νησί (υποτιθέμενες κατασκηνώσεις προσκόπων), τρία τουλάχιστον κέντρα βασικής εκπαίδευσης στην Τουρκία, δύο από τα οποία στην Άγκυρα και την Αττάλεια, στα οποία την περίοδο 1957-1960, εκπαιδεύονται 1000 περίπου μέλη της. Ο οπλισμός της, που αποστέλλεται από την Τουρκία, καταφθάνει στο νησί από τρία κυρίως σημεία, τα Κόκκινα, το Λιμνίτη και περιοχές ανατολικά της Κερύνειας. Η προσπάθεια μεταφοράς οπλισμού για την Τ.Μ.Τ με το τουρκικό σκάφος «Ντενίζ» στις 18 Οκτωβρίου 1959, οκτώ μήνες μετά την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, είναι χαρακτηριστική και καταδεικνύει ουσιαστικά τη συντονισμένη και σε μόνιμη πλέον βάση προσπάθεια εξοπλισμού των ανδρών της οργάνωσης από την Τουρκία.
Παρά το γεγονός, ότι το σκάφος βυθίστηκε από τους ίδιους τους επιβαίνοντες, οι Άγγλοι κατόρθωσαν να κατάσχουν στρατιωτικό υλικό και να συλλάβουν το πλήρωμα, οδηγώντας την υπόθεση στη δικαιοσύνη.
Ο αρχηγός της ΕΟΚΑ, Γεώργιος Γρίβα Διγενής, αντιλαμβάνεται πλήρως τους κινδύνους από τη δράση των Τουρκοκυπρίων εθνικιστών, την οποία και αξιολογεί ως συντονισμένη και αρκετά καλά οργανωμένη. Αναφέρει συγκεκριμένα, ότι «καμιά αμφιβολία έμενε ότι δεν πρόκειται πλέον για μεμονωμένες τουρκικές επιθέσεις των προηγούμενων μορφών, αλλά για οργανωμένες τουρκοαγγλικές εξορμήσεις».
Έτσι, τις αξιολογούσε ο αρχηγός της ΕΟΚΑ, εκτιμώντας ότι οι Άγγλοι οργάνωσαν τους Τουρκοκύπριους και όχι η Τουρκία. Για το σκοπό αυτό εκδίδει διαταγές για την αυτοάμυνα των χωριών και των πόλεων. Φαίνεται, όμως, ότι αδυνατεί ν’ αντιληφθεί έγκαιρα τη διάσταση που θα προσελάμβανε η δράση της άγνωστης μέχρι εκείνη τη στιγμή Τ.Μ.Τ, αφού ενώ τον «απασχολεί σοβαρά η αντιμετώπιση των Τούρκων και η περίπτωση επίθεσής τους εναντίον μας» αξιολογεί την υλική δύναμή τους, ότι «δεν είχε τίποτα να προσθέσει από απόψεως αριθμού σ’ αυτήν που διέθεταν και θα μπορούσαν να διαθέσουν οι Άγγλοι στην Κύπρο».
Μια εκτίμηση, που θα διαψευσθεί τους επόμενους λίγους μήνες, αφού ο αριθμός των μελών της Τ.Μ.Τ που κατείχε οπλισμό ανήλθε, μέχρι την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε περίπου τέσσερις χιλιάδες, τη στιγμή που η ελληνική στρατιωτική ηγεσία εκτιμά ότι το 1963 οι ένοπλοι Τουρκοκύπριοι μέλη της Τ.Μ.Τ, που ήταν καλά οργανωμένοι, εκπαιδευμένοι, οπλισμένοι και πειθαρχημένοι, ανέρχονται στις 7.000. Εκτιμήσεις που γίνονταν πάντοτε με αρκετή επιφύλαξη, αφού η σύσταση, οργάνωση και δράση της Τ.Μ.Τ παρουσίαζε πάντοτε σκοτεινά σημεία, όπως κάθε άλλη εθνικιστική, τρομοκρατική οργάνωση.
Η μεγάλη αυτή αύξηση των υπό τα όπλα Τουρκοκυπρίων μελών της Τ.Μ.Τ οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αλλαγή της τουρκικής πολιτικής στο Κυπριακό το 1957. Η εγκατάσταση στην Κύπρο της ΤΟΥΡΔΥΚ (Τουρκικής Δύναμης Κύπρου) υπήρξε άκρως υποβοηθητική στην ενίσχυσή της. Χρησιμοποιήθηκε δε ως ορμητήριο της οργάνωσης και κέντρο συντονισμού της δράσης της.
Η ηγεσία της Τ.Μ.Τ ήταν αδίστακτη και αποφασισμένη για όλα. Τα μηνύματα προς όσους Τουρκοκύπριους πίστευαν και αγωνίζονταν για τη συνύπαρξη και την κοινή συμβίωση με τους Ελληνοκύπριους έπρεπε να είναι ηχηρά και η κάθε μορφής επαφή να διακοπεί. Στόχος της Τ.Μ.Τ αποτέλεσε και το συνδικαλιστικό κίνημα, η ΠΕΟ και οι Τουρκοκύπριοι - μέλη της.
Προσφιλής μέθοδος εκφοβισμού των Τουρκοκυπρίων υπήρξε ο ξυλοδαρμός. Χαρακτηριστικές είναι, επίσης, οι περιπτώσεις δολοφονιών του Αχμέτ Σατή, γραμματέα του Τουρκικού Γραφείου της ΠΕΟ στη δεκαετία του 1950, που υπέστη με τη γυναίκα του δολοφονική επίθεση από την Τ.Μ.Τ στις 22 Μαΐου του 1958 στην Ομορφίτα και αυτή της άνανδρης δολοφονίας από την τρομοκρατική οργάνωση στις 11 Απριλίου 1965, των Ντερβίς Αλί Καβάζογλου και Κώστα Μισιαούλη στο δρόμο Λευκωσίας - Λάρνακας.
Της δολοφονίας Μισιαούλη - Καβάζογλου είχε προηγηθεί τρία χρόνια πριν μια άλλη δολοφονική επιχείρηση εναντίον των δικηγόρων και ιδιοκτητών της εφημερίδας «Τζιουμχουριέτ» Αϊχάν Χικμέτ και Αχμέτ Γκιουρκάν το βράδυ της 23ης Απριλίου 1962. Οι Χικμέτ και Γκιουρκάν είχαν δηλώσει ότι θα έδιναν στη δημοσιότητα τα ονόματα των βομβιστών πρακτόρων της Τ.Μ.Τ που ευθύνονταν για την ανατίναξη του τεμένους Μπαϊρακτάρ στη Λευκωσία. Μια προβοκατόρικη ενέργεια, που στόχο είχε να δηλητηριάσει τις σχέσεις των δύο κοινοτήτων.
Σειρά πληροφοριών καταδεικνύουν ότι στη δολοφονική αυτή ενέργεια, όπως και σε άλλες, εμπλοκή είχε και ο Ραούφ Ντενκτάς, ο οποίος μαζί με το δρα Φαζίλ Κουτσιούκ υπήρξαν από τα πρώτα μέλη της οργάνωσης Τ.Μ.Τ. Παρά το γεγονός, ότι οι δυο τους δεν ασπάζονταν την ίδια πολιτική όσον αφορά τον τρόπο επίλυσης του προβλήματος και τη στρατιωτική παρουσία της Τ.Μ.Τ στο νησί.
Ποιος πραγματικά υπήρξε ο ρόλος της τρομοκρατικής οργάνωσης Τ.Μ.Τ στην πορεία του Κυπριακού και της διαμόρφωσης των εξελίξεων; Πώς η δική μας πλευρά αξιολόγησε και εκτίμησε τη για δεκαέξι χρόνια παρουσία και δράση της Τ.Μ.Τ στο νησί έτσι, που να την αποτρέψει από του να πετύχει το στόχο της - κοινός στόχος με την Τουρκία από την οποία ελεγχόταν και διοικούνταν - που δεν ήταν άλλος από τη διχοτόμηση; Τι ρόλο έπαιξαν τα ένοπλα μέλη της παραστρατιωτικής οργάνωσης πριν και κατά τη διάρκεια της εισβολής του 1974;
Τρία βασικά ερωτήματα, που οι απαντήσεις τους θα μας φέρουν πιο κοντά στην ιστορική αλήθεια και στην πληρέστερη κατανόηση του Κυπριακού προβλήματος, αλλά και των λαθών της πολιτικοστρατιωτικής ηγεσίας των Ελληνοκυπρίων.
Την απάντηση στο πρώτο ερώτημα δίνει ο ίδιος ο Ραούφ Ντενκτάς, μέσα από μια συνέντευξη που παραχώρησε το 1996 και στην οποία αναφέρει, ότι «η ίδρυση της Τ.Μ.Τ δε συνέβαλε μόνο στην εποχή που ιδρύθηκε. Υπήρξε μια οργάνωση που είχε στους κόλπους της πειθαρχημένους και πατριώτες νέους. Συνέβαλε στους εθνικούς αγώνες και μας οδήγησε στην 20ή Ιουλίου 1974».
Όσον αφορά το ρόλο των ενόπλων τουρκοκυπριακών παραστρατιωτικών δυνάμεων, πριν και κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής, αυτός υπήρξε καθοριστικός. Εντός των τουρκοκυπριακών θυλάκων που είχαν δημιουργηθεί μετά τα γεγονότα του 1963-64, οι Τουρκοκύπριοι συγκέντρωσαν σημαντικό εξοπλισμό και δημιούργησαν οχυρωματικά έργα. Για την εξουδετέρωση των τουρκοκυπριακών θέσεων στην Πάφο κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής εισβολής του 1974, χρειάστηκε η υποστήριξη του ελληνικού αρματαγωγού «Λέσβος». Από το «Λέσβος» ρίφθηκαν 900 περίπου βολές κατά των οχυρωματικών έργων στο Μούτταλο, όπου αμύνονταν σθεναρά οι Τουρκοκύπριοι.
Σημαντική υπήρξε η δράση των Τουρκοκυπρίων ενόπλων και στη Λευκωσία στις συνοικίες του Τράχωνα, της Νεάπολης και της Ομορφίτας, όπου έσπασαν τη γραμμή άμυνας της Εθνικής Φρουράς, μαζί με Τούρκους αλεξιπτωτιστές και προέβησαν σε εκτελέσεις και λεηλασίες ελληνοκυπριακών περιουσιών. Με σθένος και αγωνιστικότητα, θάρρος και ανδρεία εξουδετερώθηκε και η δύναμη των Τουρκοκυπρίων που βρίσκονταν εντός του τουρκικού τομέα της πόλης της Λεμεσού, στον οποίο υπολογιζόταν ότι υπήρξαν 1.000 περίπου ένοπλοι Τουρκοκύπριοι καλά οχυρωμένοι, αφού διέθεταν πολυβολεία στην περίμετρο του τομέα, αλλά και σημαντικά οχυρωματικά έργα εντός του Τουρκικού Γυμνασίου. Των ενόπλων του τουρκικού τομέα Λεμεσού ηγούνταν Τούρκοι αξιωματικοί.
Η εξουδετέρωση των Τουρκοκυπριακών θυλάκων ουσιαστικά απασχόλησε ένα σημαντικό μέρος των δικών μας δυνάμεων, στοιχείο απόλυτα αναγκαίο για την απόκρουση της κύριας αποβατικής στρατιωτικής δύναμης των Τούρκων.
Αναλύοντας την όλη κατάσταση από το 1958 μέχρι το 1974 καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι για ακόμη μια φορά υποτιμήσαμε τον τουρκικό και τουρκοκυπριακό εθνικισμό, την ίδια ώρα που υπερτιμούσαμε τις δικές μας δυνάμεις, αφήνοντας και με δική μας ευθύνη τα πράματα να οδηγηθούν ανεξέλεγκτα προς τη διχοτόμηση.
Μοναδικό αντίβαρο στις τουρκικές πολιτικοστρατιωτικές μεθοδεύσεις στην Κύπρο ήταν η από το Γεώργιο Παπανδρέου, πρωθυπουργό της Ελλάδας και Πέτρο Γαρουφαλιά υπουργό Άμυνας, αποσταλείσα αμέσως μετά τα γεγονότα του 1963-64, ελληνική μεραρχία στην Κύπρο.
Με την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από το νησί, μετά την επιχείρηση στα χωριά Κοφίνου και Άγιος Θεόδωρος το 1967 και το τελεσίγραφο της Άγκυρας, ουσιαστικά αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση και η αποξήλωση της άμυνας της Κύπρου. Με βάση τη μέχρι τότε προετοιμασία και στρατιωτικές δυνατότητες των Τούρκων και Τουρκοκύπριων όλα ήταν θέμα χρόνου. Την κατάσταση δυσχέραινε από τη δική μας πλευρά η εμφυλιοπολεμική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο νησί την περίοδο 1970-1974 με την ίδρυση του Εθνικού Μετώπου και στη συνέχεια της ΕΟΚΑ Β’, καθώς και με τα δημοκρατικά ελλείμματα της τότε κυβέρνησης Μακαρίου.
Βασική αιτία των δεινών της Κύπρου υπήρξε η παλινδρόμηση, όσον αφορά τον τελικό στόχο, που ενώ αρχικά ήταν η αυτοδιάθεση - ένωση, εξελικτικά αυτή εγκαταλείφθηκε και στη συνέχεια υιοθετήθηκε η ανεξαρτησία, την ίδια ώρα που το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος υπονομευόταν από μερίδα της ελληνοκυπριακής ηγεσίας, που θεωρούσε την ανεξαρτησία ως ενδιάμεσο σταθμό πριν την ένωση με την Ελλάδα, σε μια περίοδο που η Ένωση ήταν πέρα για πέρα αδύνατο να επιτευχθεί και ο κίνδυνος της διχοτόμησης ή της διπλής ένωσης ήταν πλέον ορατός. Τριάντα πέντε χρόνια μετά, η Κύπρος και ο λαός της εξακολουθούν να υφίστανται τις συνέπειες της εισβολής και της κατοχής.
romiossini.com
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου