Ο φασισμός της Τουρκίας στο προσκήνιο!
Ο σάλος δεν λέει να κοπάσει στην Τουρκία από τις δηλώσεις του κ. Ερντογάν σχετικά με τη «φασιστοειδή» πολιτική της εκδίωξης των μειονοτικών πολιτών από τη χώρα. Και είμαστε ακόμα στην αρχή.
Διότι μέχρι στιγμής τον χορό των αντιδράσεων σέρνουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, οι εθνικιστές και τα ΜΜΕ που στηρίζουν το κοσμικό κεμαλικό σύστημα. Ο στρατός σιωπά. Ομως είναι περίπου βέβαιο ότι θα υποχρεωθεί να πάρει θέση σε ένα θέμα που τον αφορά ευθέως... Η ιστορική έρευνα έχει αποσαφηνίσει ποιος και με ποιες μεθοδεύσεις -παρά τις πρόνοιες της Συνθήκης της Λωζάννης- αφάνισε μεθοδικά τις μειονότητες, και ιδιαίτερα την ελληνική, τα τελευταία 70 χρόνια.
Το γεγονός αυτό έρχεται να αυξήσει τις ενδείξεις ότι ύστερα από μια περίοδο προσμέτρησης και ανασύνταξης δυνάμεων, το βαθύ κράτος στην Τουρκία και η κυβέρνησή της οδεύουν προς την τελική αναμέτρηση. Οι θεματοφύλακες του κοσμικού πολιτεύματος, δηλαδή οι στρατιωτικοί, δείχνουν ξεκάθαρα ότι δεν συμφωνούν με τις επιλογές -και τις δηλώσεις- του κ. Ερντογάν. Από την πλευρά του ο Τούρκος πρωθυπουργός δείχνει να τους αγνοεί. Του αρκεί που τον στηρίζει ο πρόεδρος των ΗΠΑ, η Δύση και το εκλογικό σώμα της χώρας του.
Η βασική ανησυχία των στρατιωτικών της Τουρκίας επικεντρώνεται κυρίως στον παλιό φόβο της ανόδου του πολιτικού Ισλάμ. Υπάρχουν βέβαια και άλλα σημεία διάστασης μεταξύ κυβέρνησης και κεμαλιστών, τα οποία έχουν βαρύνουσα υπόσταση στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας με κυριότερο το Κουρδικό. Η πρόθεση για κάποια, χαλαρή έστω, μορφή επίλυσής του, που έχει εκδηλώσει η κυβέρνηση, σε συνδυασμό με τους συμβιβασμούς που δρομολογούνται για την προσέγγιση της χώρας με την Αρμενία, το τίμημα που μια τέτοια εξέλιξη θα κοστίσει στην ιστορική σχέση Τουρκίας-Αζερμπαϊτζάν, οι δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που απαιτεί η Ε.Ε., η πιθανή επανεκτίμηση της θέσης της χώρας στο Κυπριακό, το άνοιγμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, οι θρησκευτικές ελευθερίες και η τροποποίηση του Συντάγματος βρίσκουν -όπως όλα δείχνουν- κάθετα αντίθετους τους Τούρκους στρατηγούς. Ομως, η αντιπαράταξη των ταγών του κοσμικού κράτους και εκείνων του κοσμικού Ισλάμ επιβεβαιώνεται και από άλλα γεγονότα, σε βαθμό που να προκαλούνται ξανά στη Δύση (και στην Τουρκία) ρίγη ανησυχίας.
Οι πρόσφατες δημόσιες καταγγελίες του επιτελάρχη στρατηγού Ιλκέρ Μπασμπούγκ για τους χειρισμούς της κυβέρνησης στο «στήσιμο» της συνωμοτικής υπόθεσης Εργκένεγκον που ενοχοποιεί τον Στρατό, το δικαστικό αίτημα παραπομπής σε δίκη του προέδρου της χώρας κ. Γκιουλ για αδίκημα του... 1990, οι ομολογημένες επαφές του πρώην επιτελάρχη κ. Μπουγιουκανίτ με παράγοντες και κατηγορούμενους της υπόθεσης Εργκένεγκον, οι προειδοποιήσεις ανώτατων δικαστών προς την κυβέρνηση Ερντογάν να μην τροποποιήσει το Σύνταγμα, είναι ένα (μικρό) ορατό τμήμα αυτής της αναμέτρησης.
Για όσους γνωρίζουν τα πράγματα, το κλίμα θυμίζει έντονα τις πρώτες ημέρες του 1997. Τότε ο στρατός ύστερα από αντίστοιχες προσμετρήσεις δυνάμεων, δημόσιων παρεμβάσεων και προειδοποιήσεων, πραγματοποίησε το «βελούδινο πραξικόπημα» της 28ης Φεβρουαρίου. Χωρίς τη χρήση των τανκς, με μια καλά ενορχηστρωμένη διαδικασία πολιτικής αστάθειας και κοινωνικής απαξίωσης, ανέτρεψε την κυβέρνηση συνασπισμού του (ισλαμιστή) πρωθυπουργού κ. Ερμπακάν και προέβη στη λεγόμενη «Παλινόρθωση του Κεμαλισμού». Ενας ανώτατος αξιωματικός που αναμείχθηκε ενεργά στο «πραξικόπημα» εκείνο, ο τ. στρατηγός Τσεβίκ Μπιρ σε συνέντευξή του σε αμερικανική εφημερίδα ξεκαθάρισε τότε ότι «ο αγώνας των Ενόπλων Δυνάμεων της Τουρκίας εναντίον των ισλαμιστών ξεπερνάει σε σημασία και προτεραιότητα κι αυτόν ακόμα τον αγώνα μας εναντίον του ΡΚΚ».
Πρώτοι λοιπόν οι ισλαμιστές κι έπειτα το ΡΚΚ, η Αριστερά, όλοι οι γείτονες της χώρας πλην της Βουλγαρίας και της Γεωργίας, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι Ρωμιοί, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι διεθνείς συνθήκες (Σεβρών, Λωζάννης, Μοντρέ), τα προοδευτικά κόμματα, οι νεοφιλελεύθεροι, οι ιεραπόστολοι, η υφαλοκρηπίδα, τα ελληνικά χωρικά ύδατα, το Αιγαίο, η Κύπρος, ο Τύπος, οι βιομήχανοι, οι διανοούμενοι, οι ξένοι επενδυτές, ακόμα κι αυτό το ΝΑΤΟ, η Ε.Ε. και οι... ΗΠΑ (κατά τον τ. διοικητή της Ακαδημίας Ενόπλων Δυνάμεων ταξίαρχο Σιμσέκ και τον τ. ΓΕΕΘΑ στρατηγό Κιβρίκογλου), αποτέλεσαν κατά καιρούς το άλλοθι για τις πολιτικές εκτροπές και τις στρατιωτικές παρεκτροπές της Τουρκίας.
Δώδεκα χρόνια μετά το «βελούδινο πραξικόπημα» της 27ης Φεβρουαρίου 1997 τα πράγματα έχουν βέβαια αλλάξει. Στο τιμόνι της χώρας βρίσκεται μια μετριοπαθής κυβέρνηση με ευρεία λαϊκή αποδοχή. Και η Τουρκία βρίσκεται στο κατώφλι της Ε.Ε. Το βαθύ κράτος όμως ρίχνει βαριά τη σκιά του στην κοινωνία και το πολιτικό σύστημα της χώρας. Ο ρόλος και τα προνόμιά του, παρά τα μεταρρυθμιστικά βήματα της κυβέρνησης, παραμένει κυρίαρχος στην άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την οικονομία και την εκπαίδευση. Οσο κι αν ηγεμονικές και νεοοθωμανικές ρητορείες χαϊδεύουν ευχάριστα τον αέρα (και τα μυαλά) της χώρας, όσο κι αν δηλώσεις εθνικής αυτογνωσίας, όπως αυτές του κ. Ερντογάν, ξεσηκώνουν θύελλες αντιδράσεων, ένα είναι βέβαιο: ότι ο αγώνας μεταξύ Ερντογάν και στρατηγών βρίσκεται υπό εξέλιξη. Και ότι είναι ένας αγώνας σκληρός. Ενας αγώνας αμφίρροπος.
Χρίστος Χριστοδούλου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου