Η «διπλωματία της θρησκείας» από την πλευρά Ερντογάν
Του Αθανασιου Eλλις
Αν το Ερζερούμ αποτελεί τον τελευταίο κρίκο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, υπήρξαν κι άλλοι τη χρονιά που πέρασε οι οποίοι έδειξαν την εκατέρωθεν διάθεση για αλλαγή του κλίματος. Ετσι, σε μια ιδιότυπη «διπλωματία της θρησκείας» έχει επιδοθεί τους τελευταίους μήνες ο Ταγίπ Ερντογάν, με θετικές κινήσεις προς την Ελλάδα και την Ορθοδοξία, οι οποίες είναι ανώδυνες και χωρίς πολιτικό κόστος στο εσωτερικό, και εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο βελτίωσης των διμερών σχέσεων. Μερικές από αυτές είναι απόρροια πρωτοβουλιών του Τούρκου πρωθυπουργού, ενώ άλλες γίνονται υπό την πίεση δικαστικών αποφάσεων ή αρνητικών σχολίων σε διεθνή μέσα ενημέρωσης.
Πιο πρόσφατη από αυτές ήταν η χορήγηση τουρκικής υπηκοότητας σε μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εξέλιξη που θα δώσει λύση στη διαφαινόμενη αδυναμία διαδοχής που θα αντιμετώπιζε μελλοντικά το Φανάρι, ενώ στις 3 Νοεμβρίου, το Δικαστήριο της Πριγκίπου ενέκρινε την επιστροφή του Ορφανοτροφείου στην κυριαρχία του Πατριαρχείου συμμορφούμενο με πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Είχε προηγηθεί η απόφαση του Τούρκου πρωθυπουργού να επιτρέψει την τέλεση της Θείας Λειτουργίας στην Παναγία Σουμελά τον Δεκαπενταύγουστο.
Με αυτές τις διπλωματικές ενέργειες, ο κ. Ερντογάν εμφανίζεται ανεκτικός έναντι της Ορθοδοξίας και γενναιόδωρος έναντι της Ελλάδας, κυρίως σε επίπεδο συμβολισμού, καθώς δεν προβαίνει στην οποιαδήποτε παραχώρηση επί των ουσιαστικών διαφορών που χωρίζουν τις δύο χώρες. Ταυτόχρονα, επιχειρεί εν μέρει να απαντήσει και στις πολύχρονες πιέσεις που ασκούν οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. για τη διασφάλιση της θρησκευτικής ελευθερίας στο εσωτερικό της Τουρκίας.
Στο ίδιο πνεύμα, των ανώδυνων κινήσεων στο «μέτωπο» των θρησκευτικών ελευθεριών που δυνητικά προσφέρουν πολλαπλά οφέλη στην ίδια την Τουρκία, εντάσσεται και η σκέψη περί επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, η οποία κυοφορείται εδώ και χρόνια, τον τελευταίο χρόνο με αισθητά μεγαλύτερη έμφαση.
Το Φανάρι και η Αθήνα διαπιστώνουν θετικές προθέσεις, αλλά η Σχολή δεν έχει ακόμη ανοίξει, παρά τις δραματικές εκκλήσεις του Οικουμενικού Πατριάρχη, ο οποίος προ ολίγων μηνών διαβεβαίωσε για πολλοστή φορά ότι «όλα είναι έτοιμα για να λειτουργήσει ξανά η Σχολή και το μόνο που χρειάζεται είναι μια υπογραφή». Για να συμπληρώσει με τη νηφαλιότητα που τον διακρίνει: «Εμείς εμμένουμε και αναμένουμε...»
Πάντως, εκτιμάται ότι η ισχυροποίηση του Ταγίπ Ερντογάν μετά την υπερψήφιση της μεταρρύθμισης του Συντάγματος στο κρίσιμο δημοψήφισμα, που διεξήχθη στις 12 Σεπτεμβρίου, θα του επιτρέψει στο βραχυπρόθεσμο μέλλον να δώσει το πράσινο φως για την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής.
Οι πιέσεις υπέρ της απρόσκοπτης λειτουργίας του Φαναρίου εντείνονται, καθώς προβάλλονται εκτενώς από κορυφαία αμερικανικά μέσα ενημέρωσης. Η απόφαση για τη χορήγηση τουρκικής υπηκοότητας σε μητροπολίτες δεν μπορεί να είναι άσχετη με την κριτική που ασκούν η Ουάσιγκτον, οι Βρυξέλλες, αλλά και έγκυρα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τις ΗΠΑ, η φύση του προβλήματος είναι τέτοια που έχει κινήσει το ενδιαφέρον σημαντικών Αμερικανών δημοσιογράφων, ενώ στην ανάδειξή του έχει συμβάλλει και η έντονη ενεργοποίηση της ελληνοαμερικανικής κοινότητας, η οποία θρησκευτικά υπάγεται στο Φανάρι.
Οι επικοινωνιακές κινήσεις του Τούρκου πρωθυπουργού δημιουργούν ταυτόχρονα το υπόβαθρο για να θέτει πιεστικά θέμα αμοιβαιότητας σε ό,τι αφορά τους μουσουλμάνους της Θράκης, αλλά και την ανέγερση μουσουλμανικού τεμένους στην Αθήνα. Σε ό,τι αφορά τη Θράκη, η Ελλάδα έχει ξεπεράσει τις αγκυλώσεις του παρελθόντος και τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει προχωρήσει σε σημαντικά βήματα, ανταποκρινόμενη στις υποχρεώσεις της ως ώριμης ευρωπαϊκής δημοκρατίας. Αντίθετα, εκκρεμεί η δημιουργία τεμένους στην Αθήνα, η οποία έχει αποφασισθεί και έχει επανειλημμένα ανακοινωθεί, αλλά ακόμη δεν έχει υλοποιηθεί.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_politics_1_09/01/2011_428123
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου