Ο ελληνοτουρκικός διάλογος με... άγνωστη ατζέντα
Tου Σταύρου Λυγερού
Η επίσκεψη Ερντογάν στα μέσα Μαΐου θα είναι και επισήμως το εναρκτήριο λάκτισμα του δομημένου ελληνοτουρκικού διαλόγου. Η Αθήνα προσπαθεί να επαναφέρει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στις ράγες της περιόδου 1999-2004. Επιδιώκει να πλέξει ένα δίχτυ συνεργασίας για να καλλιεργήσει περιβάλλον ύφεσης. Το νέο στοιχείο είναι η ανοικτή σύγκρουση νεοθωμανιστών-κεμαλιστών.
Η αποκάλυψη του σχεδίου «Βαριοπούλα» απέδειξε ότι η στρατογραφειοκρατία επιδιώκει να προκαλέσει ένταση στο ελληνοτουρκικό μέτωπο και κλίμα εθνικιστικού πυρετού στην Τουρκία, προκειμένου να υπονομεύσει την κυβέρνηση Ερντογάν. Αυτό μόνο εν μέρει εξηγεί τις τουρκικές προκλήσεις.
Οσο απλοϊκό είναι το σχήμα «ο καλός Ερντογάν, οι κακοί στρατηγοί», άλλο τόσο ισοπεδωτική είναι και η άποψη ότι ακολουθούν την ίδια πολιτική έναντι της Ελλάδας. Ο Τούρκος πρωθυπουργός είναι φορέας του νεοθωμανικού μεγαλοϊδεατισμού. Στην παρούσα φάση, όμως, έχει συμφέρον να κρατάει χαμηλά τη θερμοκρασία στα ελληνοτουρκικά, επειδή προτεραιότητά του είναι να ξεδοντιάσει το «βαθύ κράτος».
Η συγκυρία, λοιπόν, ευνοεί το κλίμα ύφεσης. Η συγκυρία, όμως, έχει και άλλη όψη. Η οικονομική κρίση εκ των πραγμάτων συρρικνώνει τη διαπραγματευτική δύναμη της Ελλάδας. Αντιθέτως, η διεθνής θέση της Τουρκίας έχει αναβαθμισθεί με τη συμμετοχή της στο «G 20». Αυτό σημαίνει ότι η συγκυρία είναι δυσμενής για διαπραγμάτευση του καθεστώτος στο Αιγαίο.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου, όμως, εισέρχεται σε διαπραγματεύσεις, προσδοκώντας μία παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο. Γι’ αυτή, όμως, απαιτείται συνυποσχετικό. Από το περιεχόμενό του εξαρτάται και η δικαστική απόφαση. Η Αθήνα δηλώνει ότι η μόνη διαφορά είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας (άγνωστο γιατί δεν ζητάει οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης) κι αυτή πρέπει να παραπεμφθεί. Η απάντηση Νταβούτογλου είναι ότι η οριοθέτηση συναρτάται με άλλα ζητήματα. Εχει δίκιο.
Με βάση τη θεωρία περί «γκρίζων ζωνών», η Τουρκία διεκδικεί έναν απροσδιόριστο αριθμό όχι μόνο βραχονησίδων, αλλά και κατοικημένων νησίδων, όπως π. χ. το Αγαθονήσι. Πώς είναι δυνατόν το Διεθνές Δικαστήριο να οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα όταν η μία από τις δύο χώρες αμφισβητεί την εδαφική ακεραιότητα της άλλης;
Δύσκολο να πιστέψουμε ότι η Τουρκία θα παραιτηθεί από τις «γκρίζες ζώνες», αλλά και ότι η Ελλάδα θα μπει σε τέτοια διαπραγμάτευση. Γι’ αυτό και παρασκηνιακά προωθείται η ιδέα, οι δύο πλευρές θα εξουσιοδοτήσουν το Διεθνές Δικαστήριο να επιλύσει τα προβλήματα που θα συναντήσει στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι εμμέσως πλην σαφώς θα παραπεμφθεί στη Χάγη και η τουρκική επεκτατική θεωρία των «γκρίζων ζωνών». Στο ζήτημα αυτό η νομική θέση της Ελλάδας είναι ισχυρότατη, αλλά καμία χώρα δεν θέτει την εδαφική της ακεραιότητα στην κρίση τρίτων, έστω και δικαστών.
Η Χάγη είναι όργανο δικαίου, αλλά έχει αποδειχθεί ότι εμφιλοχωρεί και το πολιτικό κριτήριο. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι στην κρίση του Δικαστηρίου θα τεθούν αποκλειστικά και μόνο ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Κανένα τουρκικό. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Αθήνα έχει μόνο να χάσει και η Αγκυρα μόνο να κερδίσει.
Ενα δεύτερο πρόβλημα είναι ότι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας συναρτάται με το εύρος των χωρικών υδάτων. Σύμφωνα με τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου, εάν οριοθετηθεί με χωρικά ύδατα έξι μιλίων (όπως είναι σήμερα), η Ελλάδα θα απολέσει το νόμιμο δικαίωμά της να τα επεκτείνει στα 12 μίλια. Υπενθυμίζουμε μόνο η Ελλάδα δεν έχει χωρικά ύδατα 12 μιλιών, επειδή η Τουρκία έχει χαρακτηρίσει την επέκταση αιτία πολέμου! Εάν η Αθήνα ασκούσε το δικαίωμά της, σε μεγάλο βαθμό θα ακύρωνε αυτομάτως πολλές τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο.
Εάν κρίνουμε από τις «διερευνητικές επαφές» πριν από το 2004, η κυβέρνηση Παπανδρέου θα διαπραγματευθεί χωρικά ύδατα διαφοροποιημένου εύρους. Σε γενικές γραμμές, στις περιοχές που απέχουν πολύ από την Τουρκία θα τα επεκτείνει στα 12 μίλια, στις περιοχές που γειτνιάζουν θα τα αφήσει έξι και στις ενδιάμεσες περιοχές θα τα επεκτείνει στα οκτώ ή στα 10 μίλια.
Η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτα από την Τουρκία. Είναι ανοικτή να συζητήσει την παραπομπή της μοναδικής νομικής διαφοράς, που είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας ή πιο σωστά της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Εάν η Τουρκία θεωρεί ότι αδικείται από το υφιστάμενο καθεστώς, έχει την δυνατότητα να αναγνωρίσει τη γενική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου και να προσφύγει μονομερώς. Είναι δικό της πρόβλημα και δική της πρέπει να είναι η όποια πρωτοβουλία. Η Αθήνα έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του (με μία εξαίρεση) και ως εκ τούτου είναι υποχρεωμένη να αποδεχθεί την κρίση του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου