Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

«Καλή χαρά» στις 23, θρήνος κι ενοχή στις 24 Απριλίου


Το τέλος της εβδομάδας σημάδεψαν στην Τουρκία δύο επέτειοι. Μία ημέρα διαφορά, αλλά κραυγαλέα, δυσβάσταχτη η αντίθεση μεταξύ των συνειρμών που καθεμία προκαλεί. Στις 23 Απριλίου, η Τουρκία τίμησε την επέτειο της έναρξης των εργασιών της πρώτης Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης το 1920. Στις 24 Απριλίου, πολλοί Τούρκοι, για μία ακόμη χρονιά, παρακολούθησαν τα δελτία με νευρικότητα. Η ημερομηνία αποτελεί την «ημέρα της μνήμης» των απανταχού Αρμενίων για τη Γενοκτονία του 1915. Οι δρόμοι σε όλες τις πόλεις με σημαντική Αρμενική παρουσία, από τη Μασσαλία ως το Μπουένος Άιρες και από τη Βηρυτό ως το Σίδνεϋ, φιλοξένησαν εκδηλώσεις μνήμης και θρήνου και διαδηλώσεις καταδίκης της άρνησης και της μνημοκτονίας στην οποία επιμένει η επίσημη Τουρκία.


Την Παρασκευή 23 Απριλίου η Τουρκία βρέθηκε σε μία κατάσταση γλυκανάλατου, για τους ενήλικες τουλάχιστον, πανηγυρισμού. Η επέτειος έχει έντονο πολιτικό και «σοβαρό» χαρακτήρα, τιμώντας την έναρξη της πορείας προς την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας μεσούντος του «Πολέμου της Ανεξαρτησίας» κατά των Ελλήνων στη Μικρά Ασία. Η σύγκληση στην Άγκυρα, κατ’ εντολήν του Μουσταφά Κεμάλ, εθνοσυνέλευσης «με έκτακτες εξουσίες» την 23η Απριλίου 1920 θεωρείται η απαρχή του νέου πολιτικού σχήματος που τρία χρόνια αργότερα αντικατέστησε την αυτοκρατορική διακυβέρνηση. Η πρωτεύουσα της ηττημένης στο Μεγάλο Πόλεμο Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Κωνσταντινούπολη, βρισκόταν υπό την κατοχή των Συμμάχων. Ανάμεσά τους και των Ελλήνων, που είχαν ήδη αποβιβασθεί και προήλαυναν στη Μικρά Ασία. Εκείνο τον Απρίλιο του 1920, οι αντιπρόσωποι των Τούρκων στην Αγκυρα –ανάμεσα τους και πολλοί βουλευτές του διαλυθέντος οθωμανικού Κοινοβουλίου– έλαβαν καθοριστικές για το μέλλον του τουρκικού έθνους αποφάσεις. Η σύγκλησή τους σε σώμα αντιπροσωπευτικό της λαϊκής βούλησης αμφισβητούσε έμπρακτα τη νομιμότητα του αιχμάλωτου πια στην Πόλη Σουλτάνου.

Οι εορτασμοί της 23ης Απριλίου όμως αποκτούν χαρακτήρα γλυκανάλατο και χαζοχαρούμενο. Ο ίδιος ο Κεμάλ ανακήρυξε την επέτειο «Εορτή Εθνικής Κυριαρχίας και Παιδιού» και την αφιέρωσε, ήδη το 1935, στους προεφηβικής ηλικίας πολίτες της χώρας, τους μελλοντικούς φορείς της. Έτσι η Τουρκία έγινε η πρώτη ίσως χώρα με μία εθνική εορτή αφιερωμένη στα παιδιά. Την 23η Απριλίου οι μικροί Τούρκοι έχουν τον πρώτο λόγο. Η Τουρκία, με αφορμή την ανακήρυξη του 1979 από την Ουνέσκο ως «Παγκόσμιο Έτος Παιδιού», καθιέρωσε ετήσια φεστιβάλ που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων, με παιδιά από όλο τον κόσμο. Η γεμάτη χαρά 23η Απριλίου δεν διαπνέεται από τον ασφυκτικό εθνικισμό των υπολοίπων τουρκικών εθνικών επετείων, αλλά έχει πνεύμα διεθνιστικό.

Οπως κάθε χρονιά, έτσι και φέτος, οι μαθητές συγκεντρώθηκαν στα σχολεία, στολισμένα με σημαίες, μπαλόνια και λουλούδια, για να τραγουδήσουν και να χορέψουν παραδοσιακούς χορούς. Τηρήθηκε και η παράδοση, σύμφωνα με την οποία όλες οι κρατικές θέσεις –προεδρία της δημοκρατίας, πρωθυπουργία, προεδρία της Βουλής, του ραδιοτηλεοπτικού συμβουλίου– καταλείπονται, συμβολικά, για την ημέρα σε ένα παιδί. Τα παιδιά προβαίνουν μάλιστα σε δηλώσεις στα μέσα ενημέρωσης, τύπου «θέλω καλύτερες δουλειές για τους γονείς μου, ειρήνη στον κόσμο και δωρεάν σοκολάτες για όλους». Συμβολισμοί χαριτωμένοι, αλλά και ενδεικτικοί της σημασίας που έχει για την τουρκική κοινωνία η αγάπη και η μέριμνα για το παιδί.


Πίσω βέβαια από το γλυκανάλατο της επετείου, πολλοί είναι οι Τούρκοι διανοούμενοι που βλέπουν στην 23η Απριλίου την ευκαιρία για ενδοσκόπηση. Οι εορτασμοί τιμούν την απαρχή της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας στη χώρα, ενενήντα όμως χρόνια μετά την επέτειο η Τουρκία διατηρεί μία δημοκρατία «κουτσή, στραβή και ανάποδη» σημειώνουν. Όσοι – τυπικά οι Κεμαλιστές – δεν παρασύρονται από το χαζοχαρούμενο των εορτασμών των προοριζομένων για τα παιδιά, σημειώνουν πως η επέτειος της εθνικής κυριαρχίας πρέπει να δίνει αφορμή για αυτοκριτική. Πόσο μακριά έφθασε ο στόχος των φιλελευθέρων για τον εξοβελισμό του στρατού και των άλλων «ανέλεγκτων κέντρων εξουσίας» από την πολιτική ζωή; Πόσο φιλελευθεροποιήθηκε η παραδοσιακά αυταρχική πολιτική κουλτούρα; Πόσο παραμερίσθηκε ο φοβικός εθνικισμός και η ξενοφοβική υστερία, που τόσο βλάπτει τη χώρα στο εξωτερικό; Πόσο έτοιμοι είναι οι Τούρκοι διαφορετικών ιδεολογικών στρατοπέδων να συμβιώσουν υπό κοινά δεκτές αρχές, χωρίς να επιδιώκουν να επιβάλουν τις δικές τους ή να προβαίνουν σε διωγμούς των αντιπάλων τους;. Πόσο βάσιμες είναι οι αιτιάσεις πως το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), ελλείψει οποιασδήποτε ικανής αξιωματικής αντιπολίτευσης, κοντεύει να ιδρύσει μονοκομματικό καθεστώς στη χώρα; Πόσο, εν τέλει, προοδεύσαμε ως χώρα; Για άλλη μια φορά φέτος τα ερωτήματα αυτά πονοκεφαλιάζουν τη φιλελεύθερη διανόηση, που καλεί το κοινό να αναζητήσει απαντήσεις. Απαντήσεις στις οποίες καταλήγει κανείς μετά από μεγάλη περίσκεψη, ενώ δεν είναι πάντα ευχάριστες.

Οι προβληματισμοί αυτοί όμως, ας μην κρυβόμαστε, είναι για τους διανοουμένους, που εδώ, όπως και σε κάθε κοινωνία, αποτελούν μια μειοψηφία. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού στις 23 Απριλίου γιορτάζει και απολαμβάνει την αργία. Και ετοιμάζεται για την ψυχρολουσία της 24ης. Γιατί, αν μία χαρμόσυνη επέτειος προκαλεί σκέψης σε μία μειοψηφία διανοουμένων, η αμέσως επόμενη ημέρα αποτελεί μία επέτειο που η πλειοψηφία στην Τουρκία προσποιείται πως αγνοεί, ενώ θέλει απεγνωσμένα να την ξεχάσει.

Η 24η Απριλίου έχει ορισθεί ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τα Οθωμανικά στρατεύματα και Τούρκους και Κούρδους ατάκτους το 1915. Η – κατά σύμπτωση, καίτοι τραγική – άμεση χρονική διαδοχή των δύο επετείων θυμίζει ότι η Τουρκική Δημοκρατία θεμελιώθηκε πάνω στα μνήματα εκατομμυρίων θυμάτων αλλεπάλληλων εθνοκαθάρσεων, πραγματικότητα που η Τουρκική κοινωνία εξακολουθεί να δυσκολεύεται να αναγνωρίσει και να αντιμετωπίσει, 95 χρόνια μετά τις σφαγές.

Την ώρα που μία κοινωνία ιδεολογικά διαιρεμένη γιόρταζε τις απαρχές του κράτους της και προβληματίζεται για το τι της επιφυλάσσει το μέλλον, τα κατεξοχήν θύματα της σύστασης του τουρκικού εθνικού κράτους ετοιμάζονταν να πενθήσουν τη Μεγάλη Συμφορά. Στις 24 Απριλίου 1915 η Οθωμανική αστυνομία συνελάμβανε 250 περίπου Αρμενίους διανοουμένους και κοινοτικούς ηγέτες στην Κωνσταντινούπολη. Τις συλλήψεις ακολούθησαν μαζικές εκτοπίσεις και σφαγές των Αρμενίων της Μικράς Ασίας και της Θράκης από τα οθωμανικά στρατεύματα, με την ενθουσιώδη συμμετοχή Τούρκων ατάκτων και των κουρδικών φυλών της Νοτιοανατολικής Ανατολίας. Η ημερομηνία αυτή, αντί για εκείνη της έναρξης των πρώτων σφαγών, έγινε συμβατικά δεκτή ως επέτειος της Αρμενικής Γενοκτονίας. Τις ακριβείς περιστάσεις των σφαγών, εξάλλου, καλύπτει ένα βαρύ πέπλο μυστηρίου, ένοχης σιωπής αλλά και συστηματικής εκστρατείας διάψευσης και προπαγανδισμού ψευδών στοιχείων από τις τουρκικές αρχές.

Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1990, το τουρκικό κράτος συνέχισε αδιάκοπα μία συστηματική εκστρατεία μνημοκτονίας. Η καταστροφή κάθε ίχνους Αρμενικής παρουσίας σε εκτεταμένες περιοχές της Μικράς Ασίας θεωρήθηκε απαραίτητη – όσο και η εθνική εκκαθάριση μέσω των σφαγών – για τη διαφύλαξη της ενότητας του κράτους, αλλά και του κύρους της επίσημης ιστορικής θέσης. Εκατοντάδες Αρμενικές εκκλησίες καταστράφηκαν κατόπιν κρατικής εντολής και υπό την επίβλεψη κλιμακίων κρατικών λειτουργών. Νεκροταφεία «εξαφανίσθηκαν», τα Αρμενικά τοπωνύμια άλλαξαν και ξένοι ιστορικοί και μελετητές του Αρμενικού πολιτισμού που επιχείρησαν να πραγματοποιήσουν ανασκαφές στην Τουρκία συνελήφθησαν.

Ο επίσημος κρατικός μηχανισμός δεν έχει ξεπεράσει αυτή την προσπάθεια μνημοκτονίας. Ως απάντηση στη διεθνή καμπάνια της Αρμενικής διασποράς για την αναγνώριση της Αρμενικής Γενοκτονίας από τα ξένα κοινοβούλια, στα τουρκικά σχολικά εγχειρίδια προστέθηκαν προτάσεις «κατήχησης», που θα προετοίμαζαν, κατά τη σχετική έκθεση, τους Τούρκους μαθητές να «αντικρούσουν τους αρμενικούς ισχυρισμούς» εφόσον βρίσκονταν στο εξωτερικό (!). Στα χωρία που προστέθηκαν στα σχολικά συγγράματα διαβάζουμε πως το Οθωμανικό κράτος «αναγκάσθηκε να εκτοπίσει» τους Αρμενικούς πληθυσμούς για «να δώσει τέλος στη συνεργασία τους με τους Ρώσους». Τότε, «Τούρκοι και Αρμένιοι έχασαν τη ζωή τους από μεταδοτικές ασθένειες». «Οι Αρμένιοι, για να πραγματώσουν τα σχέδιά τους [για διεκδίκηση εδαφών], προβάλλουν ψευδείς ισχυρισμούς».

Αν επισκεφθείς το ‘Ανι, την ερειπωμένη μεσαιωνική πρωτεύουσα των Αρμενίων με τις εντυπωσιακές μισογκρεμισμένες εκκλησίες, στην τεράστια ταμπέλα μπροστά στο χώρο που παραθέτει την «ιστορία» του χώρου δε θα δεις ούτε μία φορά τη λέξη «Αρμένιοι». Μόλις το 2007, ο τότε υπουργός πολιτισμού Ατίλλα Κοτς πρότεινε η ορθογραφία του Ani να αλλάξει σε Anı, ώστε να τουρκοποιηθεί ηχητικά. «Έχουμε εθνικές ευαισθησίες. Όπως δεν λέμε Σαγγάριος αλλά Sakarya, Σμύρνη αλλά Izmir, Ικόνιο αλλά Konya, έτσι δε θα λέμε Άνι αλλά Anı», δήλωσε ο Κοτς στη Βουλή, θεωρώντας της αντικατάσταση του i του ονόματος με το τουρκικό ı επιβεβλημένη. Κατά παρόμοιο τρόπο, το όνομα του νησιού Αχταμάρ στη λίμνη Βαν, όπου και η ιστορική αρμενική μονή του Τιμίου Σταυρού, άλλαξε σε Akdamar, ενώ η κυβέρνηση απαγόρευσε να τεθεί σταυρός ή καμπάνα στην ανακαινισμένη εκκλησία. Άλλη μία επιβεβαίωση ότι παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς, το ΑΚΡ διέπεται από τον ίδιο χυδαίο εθνικισμό με την κεμαλική δεξιά. Ο δημοσιογράφος Τζενγκίζ Τσαντάρ μιλά για «πολιτιστική γενοκτονία», ενώ τονίζει ότι η έλλειψη ανοχής στα xριστιανικά σύμβολα δε συνάδει με την εικόνα ενός κοσμικού κράτους που θέλει να προβάλλει η Τουρκία.

Αν η αρμενική διασπορά ενώνεται στο πένθος, στην Τουρκία φιλελεύθεροι και εθνικιστές-κρατιστές ακονίζαν τα μαχαίρια τους για την 24η Απριλίου. Στο εξωτερικό δίδεται μεγάλη δημοσιότητα στην πικρή αντιπαράθεση μεταξύ Τούρκων και Αρμενίων γύρω από την επίσημη τουρική θέση της άρνησης της γενοκτονίας. Ωστόσο, δεν έχει δοθεί αρκετό φως στους πικρούς διαξιφισμούς που προκαλεί το ζήτημα της γενοκτονίας στο εσωτερικό της τουρκικής κοινωνίας. Κατά κάποιον τρόπο, η στάση και τα συναισθήματα ενός Τούρκου διανοουμένου έναντι στο 1915 αποτελούν τον «καταλύτη» που διακρίνει μεταξύ πραγματικά και «δήθεν» προοδευτικών και φιλελεύθερων. Τίποτε δεν προκαλεί μεγαλύτερο πόλεμο μεταξύ των δύο όσο η κρίση τους για το πώς οφείλει η τουρκική κονωνία να αντιμετωπίσει τις μαζικές σφαγές του καταραμένου εκείνου χρόνου, «τη μεγαλύτερη ντροπή της ιστορίας μας» όπως τη χαρακτηρίζουν οι φιλελεύθεροι. Πολλοί ανάμεσά τους μιλούν ανοικτά για Γενοκτονία.

Εκείνοι που θεωρούν πως η συζήτηση ενός νομικού όρου είναι περιττή στην περίπτωση ενός ανθρώπινου δράματος τόσο μεγάλου, όπως υπήρξαν οι μαζικές σφαγές και η καταστροφή του αρμενικού πληθυσμού και πολιτισμού της χώρας, καλούν τους πάντες να τηρήσουν στάση ανθρωπιστική. Να πενθήσουν μαζί με τους Αρμενίους και να ζητήσουν συγχώρεση. Διακηρύσσουν πως η Τουρκία πρέπει να παραιτηθεί από τη στάση της άρνησης. Έστω και αν οι σημερινοί Τούρκοι δεν μπορούν σε καμμία περίπτωση να κατηγορηθούν για τα εγκλήματα των προγόνων τους, η επί δεκαετίες και σήμερα συνεχιζόμενη εκστρατεία άρνησης και μνημοκτονίας επιβάλλει ως ηθικό καθήκον από τους πολίτες της Τουρκίας να εκφράσουν τον αποτροπιασμό τους για το 1915 και να τείνουν χείρα φιλίας και συγγνώμης στην Αρμενία.

Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη πληροφορήθηκε την ύπαρξη Τούρκων διανοουμένων που αμφισβητούν τις κρατικές θέσεις, όταν ο συγγραφέας Ορχάν Παμούκ δήλωσε στην ελβετική εφημερίδα Tages Anzeiger το 2005: «σκοτώσαμε ένα εκατομμύριο Aρμενίους και κανείς δεν τολμάει να το πει» εξοργίζοντας τους εθνικιστικούς κύκλους, που τον έσυραν σε δίκη με την κατηγορία «προσβολής του Τουρκισμού». Πολύ πιο δικαιολογημένη υπήρξε η οργή της φιλελεύθερης διανόησης κατά του Παμούκ, καθώς θέλησε – και μάλλον πέτυχε – να ιδιοποιηθεί το κλέος της αντίστασης στην κρατική γραμμή. Και όμως, εδώ και πολλά χρόνια δεν είναι λίγοι οι πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι και διανοούμενοι που με κίνδυνο της ζωής τους μιλούσαν για «Αρμενική Γενοκτονία» ή για την ανάγκη να ζητηθεί συγγνώμη από την Αρμενία.

Η συγγραφέας Ελίφ Σαφάκ τονίζει πως ο συμβιβασμός με ένα παρελθόν επονείδιστο αποτελεί αναγκαία κάθαρση. Σύρθηκε στα δικαστήρια για «προσβολή του Τουρκισμού» επειδή η ηρωΐδα μυθιστορήματός της αναφέρεται στην αρμενική τραγωδία. Είναι θετικό ότι η δικαιοσύνη αποφάσισε να μην εγείρει δίωξη κατά του ιστορικού Τανέρ Ακσάμ, που υποστηρίζει τις αρμενικές θέσεις. Η διαδικασία εξάρθρωσης της τρομοκρατικής οργάνωσης του τουρκικού παρακράτους, της ομάδας κρούσης «Εργκένεκον», έβαλε πίσω από της φυλακής τα σίδερα πολλές από τις φασιστοειδείς προσωπικότητες, όπως ο δικηγόρος Κεμάλ Κεριντσίζ, που ήγειραν τις περίφημες αγωγές «για προσβολή του τουρκισμού» και απειλούσαν όσους προέβαιναν σε δηλώσεις καταδίκης της επίσημης γραμμής άρνησης. Έτσι, σήμερα η προβολή «ανορθόδοξων» για την Τουρκία θέσεων ενέχει πολύ μικρότερους κινδύνους απ’ ότι στο παρελθόν.

Αίσθηση προκάλεσε η πρωτοβουλία «ζητώ συγγνώμη από τους Αρμενίους» (www.ermenilerdenozurdiliyorum.com) που ξεκίνησε ο δημοσιογράφος Τζεγκίζ Τσαντάρ, και η οποία συγκέντρωσε μέχρι σήμερα πάνω από 15000 υπογραφές. Ανάμεσά τους πολλά γνωστά ονόματα συγγραφέων, ιστορικών και ανθρώπων του πνεύματος και του πανεπιστημιακού χώρου. Η απόπειρα κάποιων φανατικών της επίσημης γραμμής να ασκήσουν αγωγή κατά όσων υπέγραψαν τη δήλωση έπεσε στο κενό. Μάλιστα πρόσφατα ομάδα Τούρκων διανοουμένων απηύθυνε έκκληση στους συμπολίτες τους να συγκεντρωθούν στη στάση του τραμ στην πλατεία Τάξιμ της Πόλης και να κλάψουν, καταδικάζοντας την τραγωδία του 1915 αλλά και την επίσημη πολιτική της χώρας τους. Την πρωτοβουλία αυτή ανέλαβε η οργάνωση Dur De! [«Πες σταμάτα!»], που αγωνίζεται κατά του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, της πατριαρχίας και της ομοφοβίας στην τουρκική κοινωνία, ενώ αναπτύσσει και αντιμιλιταριστική δράση.

Οι συγκεντρωμένοι ντύθηκαν στα μαύρα, κατά το χριστιανικό (και επομένως αρμενικό) – οι μουσουλμάνοι δε φορούν μαύρα για πένθος – ενώ κρατούσαν κεριά, λουλούδια και φωτογραφίες της θηριωδίας του 1915. Δε έφεραν πανό και δε φώναξαν συνθήματα. Αυστηρά και μόνο πένθος. Οι υπογραφές που βρίσκονται κάτω από την έκκληση αποτελούν προσκλητήριο της τουρκικής διανόησης. Ανάμεσα στα ονόματα που απευθύνουν την έκκληση βρίσκονται και εκείνα των γνωστών δημοσιογράφων Αλί Μπαϊράμογλου, Νεσιέ Ντουζέλ, Αχμέτ Ινσέλ, Τζεγκίζ Ακτάρ, Ιπέκ Τσαλισλάρ και Γιασεμίν Τσονγκάρ, του ανεξαρτήτου βουλευτή της δημοκρατικής αριστεράς Ουφούκ Ουράς, του διακεκριμένου ιστορικού Χαλίλ Μπερκτάι, του μελετητή του Κέντρου Μελετών της Ανατολικής Ευρώπης του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Κερέμ Οκτέμ, της συγγραφέως Περιχάν Μαγντέν, του πανεπιστημιακού Μπασκίν Οράν (του οποίου η κόρη δέχθηκε από Γάλλο εθνικιστή απροκάλυπτη επίθεση στη Γαλλία, λόγω της τουρκικής της καταγωγής, με επίκληση της Γενοκτονίας), της δικηγόρου και συγγραφέα Φετιγιέ Τσετίν (της οποίας η γιαγιά ήταν ένα από τα ορφανά που δόθηκαν σε τουρκικές οικογένειες για να ανατραφούν ως μουσουλμανάκια), του τουρκοκύπριου σκηνοθέτη Κουτλού Αταμάν, των τουρκοεβραίων ακτιβιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών Ρόνι Μαργκίλες και Βιβέτ Κανέττι,

«Αυτός ο πόνος είναι ΔΙΚΟΣ μας. Αυτό το πένθος είναι ΟΛΩΝ μας. Το 1915, ενώ ο πληθυσμός μας ήταν μόλις 13 εκατομμύρια [σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία], ζούσαν εδώ ενάμισυ με δύο εκατομμύρια Αρμένιοι. [...] το 1915 άρχισαν να τους «εκτοπίζουν». Τους χάσαμε. Δεν υπάρχουν πια. Δεν υπάρχουν ούτε οι τάφοι τους. Όμως ο μεγάλος ΠΟΝΟΣ που δημιούργησε η Μεγάλη Συμφορά ΥΠΑΡΧΕΙ στις συνειδήσεις μας. Καλούμε όλους τους πολίτες της Τουρκίας που αισθάνονται στις καρδιές τους αυτό τον Μεγάλο Πόνο να συγκεντρωθούν και να υποκλιθούν ενώπιον της μνήμης των θυμάτων του 1915.» aυτά, μεταξύ άλλων, γράφει η διακύρηξη της οργάνωσης Dur De!

Η πρωτοβουλία αποτέλεσε την πρώτη, ανεπίσημη αλλά δημόσια, εκδήλωση μνήμης, θρήνου και συγγνώμης στην Τουρκία. Η πραγματοποίηση μίας παρόμοιας εκδήλωσης «καθάρσεως» για το παρελθόν αποτελούσε επίμονο αίτημα και διακαή επιθυμία πολλών φιλελευθέρων διανοουμένων, όπως του πανεπιστημιακού και συγγραφέα Μουράτ Μπελγκέ, που την είχε ζητήσει επίμονα.

Στο μεταξύ, οι σκληροπυρηνικοί της πολιτικής άρνησης και το πάνθεον της εθνικιστικής αφρόκρεμας οργανώνονταν για τη διεξαγωγή προπαγάνδας, από κοινού με το Αζερμπαϊτζάν, στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Επικεφαλής της είναι το «Τουρκικό Ίδρυμα Ιστορίας» και το ίδρυμα Ταλάτ Πασά, που φέρει το όνομα του πασά που σχεδίασε και διέταξε τις σφαγές του 1915. Του τελευταίου προεδρεύει ο γνωστός και μη εξαιρετέος Ρούφ Ντένκτας, που από τότε που άφησε τα ηνία στα κατεχόμενα αρθρογραφεί σε εφημερίδα του ακροδεξιού – φασιστικού χώρου. Οι «ιστορικοί του κράτους εξακολουθούν να αρνούνται ότι «η εκτόπιση» του 1915 είχε γενοκτόνο πρόθεση, μιλούν για Γενοκτονία που οι Αρμένιοι διέπραξαν σε βάρος των Τούρκων και Κούρδων (!), κατονομάζουν τους Τούρκους που μιλούν ανοικτά για τις σφαγές «δήθεν διανοουμένους» και «προδότες της πατρίδας». Προς μεγάλη τους όμως φρίκη, η ζυγαριά σιγά σιγά αλλά σταθερά φαίνεται πως μετατοπίζεται προς την άλλη πλευρά, της αποδοχής και της συγγνώμης. Οι κάποιοι τολμηροί άνοιξαν το κουτί της Πανδώρας και σε μία κοινωνία όπου πια συζητούνται τα πάντα – με εξαίρεση ίσως την εθνική καταγωγή ή τη σεξουαλική ζωή του Ατατούρκ – ανοικτά, διογκώνεται το κύμα όσων δεν αποδέχονται την κρατική κατήχηση, στο αρμενικό ή σε οποιοδήποτε άλλο ζήτημα.

1 σχόλια:

Ανώνυμος,  23 Μαΐου 2010 στις 11:27 π.μ.  

Ανήμερα της θλιβερής επετείου της Ποντιακής Γενοκτονίας, την Τετάρτη 19 Μαΐου, η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων του υπουργείου Παιδείας, ζήτησε από τους μαθητές θεωρητικής κατεύθυνσης της Γ΄ λυκείου που συμμετέχουν στις απολυτήριες εξετάσεις, να αναλύσουν στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας το έργο του Γιώργου Ιωάννου … «Το σπίτι του Κεμάλ». Η επιλογή του συγκεκριμένου κειμένου την συγκεκριμένη ημέρα, προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις αφού το έργο πραγματεύεται τις διαδοχικές επισκέψεις μίας Τουρκάλας, που εγκατέλειψε τη Θεσσαλονίκη με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923, στο σπίτι που έζησε, δίπλα ακριβώς από αυτό που γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ και σήμερα στεγάζει το τουρκικό προξενείο. [...]

«Λυπάμαι για αυτό που έγινε. Την ίδια ώρα που ο Ελληνισμός τιμάει τους 350.000 νεκρούς της Ποντιακής Γενοκτονίας, το υπουργείο Παιδείας επέλεξε να τιμήσει τον σφαγέα τον προγόνων μας. Δεν ξέρω αν είναι συμπτωματικό, αλλά πολλά περίεργα συμβαίνουν τελευταία στο υπουργείο Παιδείας» δήλωσε ο πρόεδρος της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδας κ.Γεώργιος Παρχαρίδης που θα αποστείλει σχετική επιστολή διαμαρτυρίας προς την υπουργό Παιδείας κυρία Άννα Διαμαντοπούλου.
«Με προβληματίζει η επιλογή του συγκεκριμένου θέματος, τη συγκεκριμένη μέρα. Σκεφτείτε τι θα πουν οι Σουηδοί συνάδελφοι που πρόσφατα ψήφισαν υπέρ της αναγνώρισης της Ποντιακής Γενοκτονίας, αν πληροφορηθούν πως αντιμετωπίζει το θέμα το ελληνικό υπουργείο Παιδείας» δήλωσε από την πλευρά του ο βουλευτής Σερρών της ΝΔ κ.Αναστάσιος Καρυπίδης.



Την ίδια ώρα, χιλιάδες κόσμου συμμετείχαν στη συγκέντρωση που πραγματοποιήθηκε χθες το απόγευμα στην πλατεία Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη για να τιμήσουν τη Γενοκτονία των 353.000 Ελλήνων του Πόντου.
Στην εκδήλωση μίλησαν οι βουλευτές που πρωταγωνίστησαν στην αναγνώριση της Γενοκτονίας από τη σουηδική Βουλή, ενώ συγκίνηση προκάλεσε η ομιλία του υπερασιωνόβιου (108 ετών) Χαράλαμπου Μητσόγλου, από την Μπάφρα του Πόντου, ο οποίος αναφέρθηκε στα βιώματά του από τις τραγικές εκείνες ημέρες.
Μετά τη συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε πορεία η οποία ολοκληρώθηκε στο τουρκικό προξενείο της Θεσσαλονίκης, όπου οι εκπρόσωποι της ΠΟΕ θυροκόλλησαν το ψήφισμα για την αναγνώριση της Γενοκτονίας.

Αναγνώστες

About This Blog

  © Blogger templates ProBlogger Template by Ourblogtemplates.com 2008

Back to TOP